Οι λόγοι για τους οποίους δίνουμε σε κάποιον τη συμβουλή μας είναι πολλοί, αλλά θα μπορούσαμε να τις κατηγοριοποιήσουμε στις εξής δύο περιπτώσεις: α)αγαπάμε κάποιον και μας σπάει η καρδιά να τον βλέπουμε να ταλαιπωριέται και β) για τη χαρά της επιβεβαίωσης. Και είναι πολύ παράξενο πως οι περιπτώσεις αυτές πολλές φορές αλληλοκαλύπτονται ή αλληλοαναιρούνται, ανάλογα με την περίπτωση, να αγαπάς κάποιον αλλά η ικανοποίηση του να έχεις δίκιο (η τέταρτη μεγαλύτερη μετά το φαΐ το σεξ και το χέσιμο) να μας φέρνει συναισθήματα σχεδόν χαράς όταν φάει τα μούτρα του και όχι λύπης ή πόνου. Είναι πολύπλοκα όντα οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους πολλές, βλέπεις...
Μετά, ανάλογα με το κίνητρο, ορίζεται και η καλή συμβουλή. Ιδανικά, καλή συμβουλή είναι εκείνη που οδηγεί σε βελτίωση της κατάστασης εκείνου που συμβουλεύουμε, πολλές όμως καλές συμβουλές δεν εισακούγονται, για πολλούς λόγους, άρα εκτός από ωφέλιμη πρέπει να δίδεται και σε εύπεπτη μορφή ώστε εκτός από ωφέλιμη να είναι και καλοδεχούμενη.
Κάτι άλλο για το οποίο πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, είναι η απλή αλήθεια ότι τις περισσότερες φορές η συμβουλή μας θα πέσει στο κενό.
Ο λόγος για αυτό είναι διπλός. Πρώτον και κύριον, για να δεχτεί ο άλλος τη συμβουλή μας, άσχετα αν έχουμε δίκιο ή όχι, πρέπει να παραδεχτεί ότι όχι μόνο έχει άδικο, αλλά και ότι τη λύση δεν την έχει ό ίδιος αλλά εμείς, και αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, να δώσουμε τη συμβουλή χωρίς να θίξουμε ούτε τον εγωισμό ούτε την αυτο-εκτίμηση ούτε την αυτοπεποίθηση του φίλου μας, ούτε με κανέναν άλλο τρόπο να τον κάνουμε να νιώσει υποδεέστερος ή ανεπαρκής ούτε να τον φέρουμε σε αμυντική θέση με οποιονδήποτε τρόπο, γιατί αν το κάνουμε τότε δεν θα ακολουθήσει τη συμβουλή μας και θα συνεχίσει να ταλαιπωριέται, ενώ στην ουσία η λύση του προβλήματος είναι τόσο, μα τόσο απλή και εύκολη.
Δεύτερον, ακόμα και αν αναγνωρίσει τη λογική της συμβουλής μας, ακόμα και αν όλα γύρω του και μέσα του λένε ότι πρέπει να κάνει αυτό που του είπαμε, είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων να κάνουν ό,τι έκαναν πάντα, μέσα στη συνήθεια και στο ένστικτο, παρόλο που η ίδια τους η λογική λέει αυτό, ασυναίσθητα κάνουμε εκείνο, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε. Επισήμως δηλώνουμε κουκουέ και μετά πάμε στα λίντλ για φτηνές πρωτεΐνες αμφίβολης προέλευσης και ηθικής του εργοδότη.
Αυτό, λοιπόν, είναι κάτι που δεν πρέπει να μας απογοητεύσει, αλλά αντιθέτως να το περιμένουμε σαν φυσική εξέλιξη, στο σημείο πολλές φορές να περιμένουμε από τον φίλο μας να κάνει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τον συμβουλέψαμε, όχι επειδή δε μας ακούει ή μας αμφισβητεί αλλά επειδή είναι άνθρωπος. Κι εμείς οι ίδιοι, στην αντίστοιχη περίπτωση, έτσι θα κάνουμε, χωρίς καμμία αμφιβολία.
Πως λοιπόν, να πείσεις κάποιον να κάνει κάτι;
Είναι απίστευτα μεγάλο το ποσοστό της ανθρώπινης επικοινωνίας που αφιερώνεται στο να αλλάξουμε τη γνώμη κάποιου.
Καταρχάς, η βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να φανεί ότι ο φίλος μας έχει άδικο, γιατί αν νιώσει ότι έχει άδικο, τότε ενδόμυχα θα βάλει τον εαυτό του στη θέση του κατηγορούμενου και, αντί να ακούει αυτά που του λέμε, θα απολογείται και θα δικαιολογείται, θα μας δεί σαν κριτές και κατήγορους αντί για συνετούς φίλους που ανησυχούν για το καλό του. Αυτό είναι έτσι, πάντα.
Δεύτερον, σε καμμία περίπτωση δεν πρέπει να του πούμε ευθέως τί να κάνει. Κανείς ποτέ δεν κάνει αυτό που το λένε οι άλλοι, όχι μόνο λόγω εγωισμού, αλλά και γιατί αν ήταν εγώ θα έκανε ότι εγώ και δεν θα είχε εξαρχής βρεθεί στη θέση που βρίσκεται, να ταλαιπωριέται από το τίποτα, ούτε θα χρειαζόταν τη συμβουλή μας.
Αφού εξηγήσαμε τί δεν πρέπει να κάνουμε, ας περάσουμε στο φλέγον ζήτημα, εκείνο του τί στο καλό να κάνουμε.
Βασικό στοιχείο είναι η κατανόηση της φύσης του προβλήματος. Αν είναι ζήτημα χαρακτήρος και ιδιοσυγκρασίας, τότε όποια συμβουλή και αν δώσουμε, όσο δεκτικός και αν είναι σε αυτή ο φίλος μας, απλά δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, διότι απλά δεν μπορεί να αλλάξει το ποιός είναι. Θα είναι αυτός ο άνθρωπος, θα φέρεται έτσι και θα πέφτει στα ίδια λάθη ξανά και ξανά. Τελεία. Κανένας δεν έχει καταφέρει να αλλάξει κανέναν ποτέ. Ακόμα και η ίδια η ζωή, με τα σκαμπίλια και τα σκαμπανεβάσματά της, μόνο μας παλιώνει. Πρέπει να δεχτούμε ότι ο φίλος μας είναι έτσι και έτσι θα φέρεται.
Ο μόνος τρόπος να αλλάξει αυτό που τον κάνει να δυστυχεί, είναι να το θέλει ο ίδιος.
Και για αυτόν τον λόγο, δεν πρέπει ποτέ, ποτέ μα ποτέ, ακόμα και να μας ζητήσει οποιοσδήποτε, όσο κοντινός και αν είναι, να δώσουμε συμβουλή σε προσωπικά θέματα. Ούτε είμαστε στη θέση του φίλου μας, ούτε μέσα στο μυαλό του, ούτε μέσα στη καρδιά του, ούτε ξέρουμε πόσο πονάει, όταν το παίζει άνετος, ούτε πόσο έχει βαρεθεί τα άντερά του από τις υστερίες της όταν δηλώνει παράφορα ερωτευμένος μαζί της. Αν μας ζητήσει συμβουλή σε τέτοια θέματα, τότε το μόνο που επιτρέπεται να δώσουμε είναι τα δικά μας, ίσως ψυχραιμότερα, συμπεράσματα, αλλά και πάλι όχι με τον αέρα του ξερόλα και του παντογνώστη αλλά περισσότερο σαν "λες να έγινε αυτό; δεν ξέρω, φίλε μου, όλα είναι πιθανά" γιατί σε προσωπικά θέματα ποτέ δεν ξέρεις και είναι μεγαλύτερη η πιθανότητα να κάνεις λάθος, ακόμα και αν είσαι μπροστά στον τσακωμό την ώρα που συμβαίνει.
Άρα, συμβουλές δίνουμε μόνο σε πρακτικά ζητήματα. Πως να βγάλεις την τάδε άδεια, τί να κάνεις όταν σου κολλήσει ο υπολογιστής, σε ποιον να απευθυνθείς για την τάδε υπόθεση, κοκ. Επίσης, στην μαγειρική δεν δίνουμε συμβουλή, εκτός και αν ανήκουμε στο αντίθετο φύλο, διότι το να δώσεις συμβουλή σε γυναίκα αν είσαι γυναίκα και σε άντρα αν είσαι άντρας, ισοδυναμεί με αμφισβήτηση των ικανοτήτων σου και εκλαμβάνεται ως πρόκληση, και μάλιστα ορθώς, διότι αν φας κάτι και πείς "Εγώ στη μπεσαμέλ κάνω αυτό" είναι σα να του/της λές "Πως το'κανες έτσι μωρή;"
Αυτό, βέβαια, δεν είναι και κανένα μεγάλο νέο: να μη δίνεις συμβουλές. Βασικά, δεν είναι το θέμα της ανάρτησης, γιατί η ανάρτηση έχει τίτλο "Πως να δίνετε συμβουλές" και όχι "Πως να βγάζετε την ουρά σας απ'έξω χωρίς να μπλέκετε και να μη σας ζητάνε ευθύνες μετά".
Όταν κάποιος μας ζητά συμβουλή, ή κρίνουμε εμείς ότι πρέπει να του τη δώσουμε όταν μας εκμυστηρεύεται τον πόνο του, τότε πρώτα κάνουμε ερωτήσεις, αρκετές, όχι τόσο για να καταλάβουμε το πρόβλημα αλλά περισσότερο για να τον κάνουμε να μιλήσει, να ξαλαφρώσει, να το βγάλει από μέσα του. Αν το πρόβλημα είναι μικρό, τότε αυτό θα αρκεί και λήγει εκεί η υπόθεση, πριν καν πούμε τη συμβουλή μας. Αν το πρόβλημα είναι μεγάλο, τότε θα χρειαστεί να μιλήσει πολύ, πολλές φορές, ξανά και ξανά, να περιγράψει το πρόβλημα πολλές φορές και με πολλούς τρόπους. Αυτό δε γίνεται για εμάς αλλά για αυτόν, για να εκτονωθεί, να βγάλει ότι πίκρα ή σαράκι έχει να βγάλει, ώστε ακούγοντας την ίδια του τη φωνή να συνειδητοποιήσει τί είναι αυτό που λέει, μία βασική προϋπόθεση για να αρχίσει να δουλεύει το μυαλό του, αντί απλά να παρασύρεται από τα αισθήματά του. Όποιες ερωτήσεις του κάνουμε θα πρέπει να παραμείνουν χωρίς συμπέρασμα τύπου "Αφού είπε αυτό, τότε εσύ θα κάνεις αυτό", γιατί ακόμα είναι νωρίς: ακόμα δεν είναι βέβαιος, ακόμα έχει αμφιβολίες και ακόμα βρίσκεται σε σύγχυση. Οι ερωτήσεις μας έχουν σκοπό να τον κάνουν να μιλήσει, μήπως και μιλώντας ξεφουρνίσει τίποτα σημαντικό. Αυτό είναι και το ζητούμενο, ανάμεσα στις ασυναρτησίες και στις επαναλήψεις ίδιων επεισοδίων, θα ξεφουρνίσει την πηγή του πόνου.
Αν δεν μας έχει πάρει ο ύπνος, αν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό είναι το αγκάθι και ότι εδώ βρίσκεται η αιτία της δυστυχίας, τότε σε καμμία περίπτωση και για κανέναν λόγο δεν το επισημαίνουμε, αλλά αντιθέτως, το αφήνουμε να περάσει, σα να μην τρέχει τίποτα. Τον αφήνουμε να νομίσει ότι ο λόγος που περνάει δύσκολα είναι ο γκόμενος, τα λεφτά, το αφεντικό, οι γονείς, σπόρκα μιζέρια, κοκ.
Μετά, μόνοι μας και όποτε τύχει να περάσει από το μυαλό μας, σκεφτόμαστε το πρόβλημά του. Το συσχετίζουμε με άλλα που έχουμε ακούσει με άλλες περιπτώσεις, με άλλα περιστατικά, με ότι ξέρουμε ή νιώθουμε, με ότι μπορεί να έχει περάσει από το μυαλό μας στη ζωή μας. Περνάει κάμποσος καιρός έτσι, ενώ εκείνος συνεχίζει να παραπονιέται για το ίδιο ζήτημα ή άλλα που πηγάζουν από αυτό. Κι εμείς ακόμα δε λέμε τίποτα. Συνεχίζουμε να τον σκεφτόμαστε, να λέμε μέσα μας, τί να κάνει και πως να βοηθήσουμε, μέχρι που με βάσει όσα ξέρουμε και όσα μας έχει πεί, να καταλήξουμε σε συμπέρασμα.
Και αφού βρούμε τί είναι αυτό που πρέπει να κάνει, να καθήσουμε να σκεφτούμε πως θα του το φέρουμε ώστε να το δεχτεί χωρίς να "κλωτσήσει" και χωρίς να θιχτεί ο εγωισμός του, χωρίς να νιώσει υποδεέστερος, χωρίς να αναγκαστεί να παραδεχτεί το λάθος του, ούτε να νιώσει ότι τον κρίνουμε, χωρίς να του πούμε "έκανες λάθος", χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε το ποιός είναι, χωρίς να τον αναγκάσουμε να απολογηθεί, χωρίς να τον κάνουμε να αμυνθεί. Τις περισσότερες φορές, ο τρόπος αυτός είναι να τον κάνουμε να πιστεύει ότι ήταν δική του η έμπνευση, ότι ήταν δική του η ιδέα και ότι δεν ήμασταν εμείς που το προτείναμε αλλά ο ίδιος που το σκέφτηκε.
Για να γίνει αυτό, αρκεί μία κουβέντα. Πέντε λέξεις.
Αυτές οι πέντε λέξεις, όποιες και αν καταλήξουμε ότι είναι, μπορεί να αλλάξουν τη ζωή του.
Πρόσφατα, άλλαξα κάποιου τη ζωή με τη φράση "Αμάν, κορίτσια, κάνετε λίγο ησυχία επιτέλους!." και η ζωή που άλλαξε ήταν αλλουνού.
Κάποια στιγμή, ένα ανεκτίμητο δευτερόλεπτο, θα καταλάβουμε ότι έχει τα παράθυρα της ψυχής του ανοικτά. Τότε, εν τέλει, μιλάμε, ακαριαία.
Ο μόνος τρόπος να αλλάξει αυτό που τον κάνει να δυστυχεί, είναι να το θέλει ο ίδιος και οι λέξεις μας ίσως του το θυμίσουν. Αυτό μπορούμε να κάνουμε.
Αν είναι σωστές οι λέξεις μας και σωστό το χρονικό σημείο, τότε δεν θα χρειαστεί τίποτα άλλο. Μετά από λίγο καιρό, το άτομο θα βγάλει από μόνο του το συμπέρασμα που εμείς είχαμε βγάλει ένα τρίμηνο πριν και μετά από αυτό , όλα θα αρχίσουν να του πηγαίνουν καλά. Αν δεν ήταν κάτι από αυτά αρκετό, τότε τίποτα ποτέ δεν θα είναι, και αυτό είναι κάτι που ακόμα κι αν δε θέλουμε να το δεχτούμε, συμβαίνει παρά τη θέλησή μας διαρκώς.
Και μετά σιωπούμε δια παντός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου