Είναι ένας τύπος από την γαλλία, όπως έλεγα νωρίτερα, που ενώ είναι προφανέστατα ετοιμόλογος και είχε μία εξαιρετικά καλή ιδέα, τελικά αυτή έληξε άδοξα, όπως λήγουν άδοξα όσα δεν έχουν ωριμάσει ενδοκρανιακά πριν ξεχειλίσουν προς τα έξω.
Η υπόθεση έχει ως εξής: ένας ευφυής νέος, κουρασμένος από το βάρος της αδιάκοπης σκέψης, αποφασίζει να αλλάξει αυτή του την ιδιότητα, δηλαδή να πάψει να είναι έξυπνος και να γίνει βλάκας, για να χαρεί τη ζωή χωρίς σκοτούρες. Για να το κάνει αυτό, καταφεύγει σε κάτι χάπια αντικαταθλιπτικά τα οποία καταστέλλουν τις δυσάρεστες σκέψεις. Βαθμιαία, ο πρώην έξυπνος καταφέρνει να απολαύσει τις χαρές της, κατ'αυτόν, χαζομάρας, πράγματα όπως να φοράς ωραία ρούχα, να γλεντάς, να πληρώνεσαι καλά (γιατί μέχρι τότε είχε κάτι αναρχικές τάσεις τύπου "δουλεύω μόνο όταν το θεωρώ σωστό" και πληρωνόταν αναλόγως) ή να έχεις κοινωνική ζωή, ενώ μέχρι πρότινος είχε μόνο κάτι απροσάρμοστους σαν αυτόν.
Όπως έχετε ήδη καταλάβει από τον τόνο της φωνής της υποφαινομένης, δεν έχει και πολύ καλή γνώμη για το βιβλίο αυτό.
Το καλό και πολύ ευχάριστο με το βιβλίο αυτό είναι ότι θέτει ερωτήματα για τον σύγχρονο τρόπο ζωής που λίγο-πολύ όλους μας έχουν απασχολήσει, τόσο που σε κάποια σημεία ορισμένες φορές να λες "ΝΑΙ! Έτσι είναι! Πες τα χρυσόστομε!". Επίσης, σαν πλοκή και σαν ιδέα, ε, όσο να'ναι, σε κεντρίζει. Θες να δείς που θα το πάει.
Ο λόγος που δεν ξεχώρισα αυτό το βιβλίο παρά μόνο ως αποτυχία είναι κυρίως ότι η (αρχικά) καλή ιδέα του, τελικά ξεθύμανε από σελίδα σε σελίδα, καταλήγοντας άδοξα σε ένα μέτριο τέλος, πολύ εσπευσμένο και συνοπτικό, βιαστικό θα έλεγα. Δεύτερον, πάλι λόγω του βιαστικού του τέλους, η κεντρική ιδέα του βιβλίου, που είναι το πως αξιολογούμε τα διάφορα πράγματα στη ζωή μας, τελικά μένει ξεκρέμαστη, μισοτελειωμένη χωρίς να δοθεί δραματικό ούτε συναισθηματικό τέλος στην υπόθεση. Η λύση δίνεται από τους φίλους του ήρωα και μένει ασχολίαστη, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ο συγγραφέας μας ανέλυε ακόμα και το πως ανέβαινε τις σκάλες για να πάει σπίτι.
Θα ήθελα το τέλος να μη δίνεται από τους "από μηχανής" φίλους αλλά από τον ίδιο τον ήρωα, α) γιατί άλλο ήταν το ύφος της ιστορίας μέχρι εκείνη την ώρα: ο ήρωας έπαιρνε όλες τις αποφάσεις και β) γιατί τί νόημα έχει να γράφεις ένα μυθιστόρημα αν είναι αν αφήνεις το τέλος στην τύχη; Για φαντάσου, πιχι, στον Μόμπι Ντικ ο κάπταιν Άχαμπ να πέθαινε από κουκούτσι κερασιού μίαν ηλιόλουστη ημέρα, αντί να πάει από την ίδια του τη μανία κι από την ίδια του την εμμονή;
Τέλος, κάτι που δεν μου άρεσε στο όλο μυθιστόρημα είναι η αυταρέσκεια του συγγραφέα που είναι έκδηλη ακόμα και μέσα από τον προσχηματικό αυτο-σαρκασμό του. Εξ αρχής, δεν είναι ειρωνικό να αυτο-χρίζεται κανείς έξυπνος; Ο ήρωας το κάνει, παρόλο που στη ζωή του δεν έχει και καμμία τρελή επιτυχία, παρόλο που είναι από αυτούς που διαβάζουν τρείς βιβλιοθήκες στην καθισιά τους. Το δέχομαι, ότι αποτελεί μέρος της ειρωνείας του συγγραφέα, αλλά είναι κάπως μονοδιάστατη η θεώρησή του. Πως να το πω...
Να, απλά είναι παντού έκδηλο ότι αυτό γράφτηκε από έναν μοσχαναθρεμένο δυτικό. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση του συγγραφέα, να σε κάνει να το νιώσεις αυτό, αλλά δεν ήταν αυτή η αίσθηση που είχα διαβάζοντας το βιβλίο.
Και η προσωπική νότα: όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε δωμάτια και γραφεία ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων σε καφετέριες ή παμπ.
Με συγχωρείς, τώρα, είναι πράγματα αυτά; Σε δωμάτια και γραφεία περνάμε όλη τη ζωή μας, και ακριβώς για να ξεφύγουμε από αυτά διαβάζουμε και κανα βιβλίο , να ξελαμπικάρουμε από την κλεισούρα! Θα μπορούσα να δεχτώ το μονότονο σκηνικό, αν ήταν η πλοκή πολύ δραματική, αλλά δεν είναι οπότε δεν το δέχομαι. Ακόμα και εκείνη η βλαμμένη που έγραψε τον χάρι πόττερ επτά φορές με διαφορετικά ονόματα, είχε τουλάχιστον τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια να έχει περιγραφές εξωτερικών χώρων, δάση, κήπους, βουνά, κοκ, ώστε τουλάχιστον να εξασκείται λίγο η φαντασία σου, αντί να αποκοιμιέται, από τους τοίχους του σπιτιού να βλέπεις κι άλλους τοίχους μέσα στο βιβλίο.
Εγώ, που τα ξέρω όλα όπως έχετε ήδη καταλάβει, θα έβαζα τον ήρωα να παίρνει τα βουνά ή να γίνεται αγρότης ή να στρέφεται προς τα έξω με κάποιον άλλον ανατρεπτικό τρόπο, γιατί αυτό θα ταίριαζε μετά από όλες αυτές τις αμφιβολίες και τις αναζητήσεις και την αγωνία της σκέψης. Αντί αυτού, ο ήρωας επιστρέφει σε μία βολική πρότερη κατάσταση και μάλιστα όχι από δική του επιλογή, όπως προανέφερα, αλλά μετά από παρέμβαση των φίλων του. Τζάμπα η εξυπνάδα, τίποτα δεν άλλαξε.
Αίσχος!
Ωστόσο, αυτό που θα συνιστούσα θα ήταν να διαβάσετε αυτό το βιβλίο αλλά να μην το τελειώσετε, πρώτον για να αποφύγετε το οικτρά απογοητευτικό του τέλος και δεύτερον για μην ξεχάσετε τα βασικά ερωτήματα που τίθενται μέχρι να το τελειώσετε, όπως δείχνει να τα ξεχνά και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Παραθέτω σύνδεσμο με θετική κριτική μόνο και μόνο για να μη με λέτε άδικη.
Η υπόθεση έχει ως εξής: ένας ευφυής νέος, κουρασμένος από το βάρος της αδιάκοπης σκέψης, αποφασίζει να αλλάξει αυτή του την ιδιότητα, δηλαδή να πάψει να είναι έξυπνος και να γίνει βλάκας, για να χαρεί τη ζωή χωρίς σκοτούρες. Για να το κάνει αυτό, καταφεύγει σε κάτι χάπια αντικαταθλιπτικά τα οποία καταστέλλουν τις δυσάρεστες σκέψεις. Βαθμιαία, ο πρώην έξυπνος καταφέρνει να απολαύσει τις χαρές της, κατ'αυτόν, χαζομάρας, πράγματα όπως να φοράς ωραία ρούχα, να γλεντάς, να πληρώνεσαι καλά (γιατί μέχρι τότε είχε κάτι αναρχικές τάσεις τύπου "δουλεύω μόνο όταν το θεωρώ σωστό" και πληρωνόταν αναλόγως) ή να έχεις κοινωνική ζωή, ενώ μέχρι πρότινος είχε μόνο κάτι απροσάρμοστους σαν αυτόν.
Όπως έχετε ήδη καταλάβει από τον τόνο της φωνής της υποφαινομένης, δεν έχει και πολύ καλή γνώμη για το βιβλίο αυτό.
Το καλό και πολύ ευχάριστο με το βιβλίο αυτό είναι ότι θέτει ερωτήματα για τον σύγχρονο τρόπο ζωής που λίγο-πολύ όλους μας έχουν απασχολήσει, τόσο που σε κάποια σημεία ορισμένες φορές να λες "ΝΑΙ! Έτσι είναι! Πες τα χρυσόστομε!". Επίσης, σαν πλοκή και σαν ιδέα, ε, όσο να'ναι, σε κεντρίζει. Θες να δείς που θα το πάει.
Ο λόγος που δεν ξεχώρισα αυτό το βιβλίο παρά μόνο ως αποτυχία είναι κυρίως ότι η (αρχικά) καλή ιδέα του, τελικά ξεθύμανε από σελίδα σε σελίδα, καταλήγοντας άδοξα σε ένα μέτριο τέλος, πολύ εσπευσμένο και συνοπτικό, βιαστικό θα έλεγα. Δεύτερον, πάλι λόγω του βιαστικού του τέλους, η κεντρική ιδέα του βιβλίου, που είναι το πως αξιολογούμε τα διάφορα πράγματα στη ζωή μας, τελικά μένει ξεκρέμαστη, μισοτελειωμένη χωρίς να δοθεί δραματικό ούτε συναισθηματικό τέλος στην υπόθεση. Η λύση δίνεται από τους φίλους του ήρωα και μένει ασχολίαστη, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ο συγγραφέας μας ανέλυε ακόμα και το πως ανέβαινε τις σκάλες για να πάει σπίτι.
Θα ήθελα το τέλος να μη δίνεται από τους "από μηχανής" φίλους αλλά από τον ίδιο τον ήρωα, α) γιατί άλλο ήταν το ύφος της ιστορίας μέχρι εκείνη την ώρα: ο ήρωας έπαιρνε όλες τις αποφάσεις και β) γιατί τί νόημα έχει να γράφεις ένα μυθιστόρημα αν είναι αν αφήνεις το τέλος στην τύχη; Για φαντάσου, πιχι, στον Μόμπι Ντικ ο κάπταιν Άχαμπ να πέθαινε από κουκούτσι κερασιού μίαν ηλιόλουστη ημέρα, αντί να πάει από την ίδια του τη μανία κι από την ίδια του την εμμονή;
Τέλος, κάτι που δεν μου άρεσε στο όλο μυθιστόρημα είναι η αυταρέσκεια του συγγραφέα που είναι έκδηλη ακόμα και μέσα από τον προσχηματικό αυτο-σαρκασμό του. Εξ αρχής, δεν είναι ειρωνικό να αυτο-χρίζεται κανείς έξυπνος; Ο ήρωας το κάνει, παρόλο που στη ζωή του δεν έχει και καμμία τρελή επιτυχία, παρόλο που είναι από αυτούς που διαβάζουν τρείς βιβλιοθήκες στην καθισιά τους. Το δέχομαι, ότι αποτελεί μέρος της ειρωνείας του συγγραφέα, αλλά είναι κάπως μονοδιάστατη η θεώρησή του. Πως να το πω...
Να, απλά είναι παντού έκδηλο ότι αυτό γράφτηκε από έναν μοσχαναθρεμένο δυτικό. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση του συγγραφέα, να σε κάνει να το νιώσεις αυτό, αλλά δεν ήταν αυτή η αίσθηση που είχα διαβάζοντας το βιβλίο.
Και η προσωπική νότα: όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε δωμάτια και γραφεία ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων σε καφετέριες ή παμπ.
Εγώ, που τα ξέρω όλα όπως έχετε ήδη καταλάβει, θα έβαζα τον ήρωα να παίρνει τα βουνά ή να γίνεται αγρότης ή να στρέφεται προς τα έξω με κάποιον άλλον ανατρεπτικό τρόπο, γιατί αυτό θα ταίριαζε μετά από όλες αυτές τις αμφιβολίες και τις αναζητήσεις και την αγωνία της σκέψης. Αντί αυτού, ο ήρωας επιστρέφει σε μία βολική πρότερη κατάσταση και μάλιστα όχι από δική του επιλογή, όπως προανέφερα, αλλά μετά από παρέμβαση των φίλων του. Τζάμπα η εξυπνάδα, τίποτα δεν άλλαξε.
Αίσχος!
Ωστόσο, αυτό που θα συνιστούσα θα ήταν να διαβάσετε αυτό το βιβλίο αλλά να μην το τελειώσετε, πρώτον για να αποφύγετε το οικτρά απογοητευτικό του τέλος και δεύτερον για μην ξεχάσετε τα βασικά ερωτήματα που τίθενται μέχρι να το τελειώσετε, όπως δείχνει να τα ξεχνά και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Παραθέτω σύνδεσμο με θετική κριτική μόνο και μόνο για να μη με λέτε άδικη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου