"Η οργάνωση Αιμοδοσιών, η προσφορά τοπικών προϊόντων σε φιλοξενούμενες ομάδες, η ποιοτική φιλοξενία των αντιπάλων, η όλη εικόνα των ανακαινισμένων εγκαταστάσεων του γηπέδου, η κατασκευή σύγχρονου προπονητικού κέντρου και πολλά άλλα. Ο αριθμός των φιλάθλων που ακολουθούν την ομάδα εντός και εκτός έδρας και η προσέλευση των οπαδών με τις οικογένειές τους στο γήπεδο είναι μια εικόνα που δύσκολο συναντάς σε επαρχιακή ομάδα."
Για αυτό ακριβώς, επειδή δεν είναι παντού έτσι, είπα να διαδώσω αυτό που γίνεται, μία προσπάθεια διαφορετική από τις άλλες. Που ακούστηκε, για παράδειγμα, να μπορείς να πάρεις την οικογένειά σου στο γήπεδο; Αυτό και μόνο αποτελεί κατόρθωμα. Μπράβο. Εγκρίνω και επαυξάνω, και μακάρι να γίνει κι εδώ στην Πρέβεζα κάτι τέτοιο.
Ας υποθέσουμε ότι έχεις ένα περιβόλι ή εργαστήρι ή τέλος πάντων κάνεις κάτι για να ζήσεις. Για να ζήσεις, χρειάζεται εξ ορισμού να είναι το κέρδος μεγαλύτερο από αυτό που επενδύεις, γιατί αν είναι ακριβώς το ίδιο τότε δεν θα περισσέψει τίποτα για να φας ούτε για να ξανα-επενδύσεις κι αύριο, οπότε εργασία χωρίς κέρδος δεν υφίσταται σαν έννοια. Αυτό το περισσότερο μπορεί είτε να αυξάνεται είτε να μειώνεται μέχρις εξαφανίσεως, γιατί είναι έτσι η ζωή που ίσιο δρόμο να μην έχει πουθενά: ή ανηφόρα ή κατηφόρα. Ή αναπτύσσεσαι ή φθίνεις, και αυτό γιατί όταν επενδύσεις, τότε κάθε φορά θα βγάζεις και λίγο ακόμα παραπάνω, άρα ανάπτυξη, είτε που λόγω οιασδήποτε ανεπάρκειας το περίσσευμα θα είναι ολοένα και μικρότερο, μέχρι που θα είναι μικρότερο της επενδύσεως, οπότε πλέον μπορούμε να πούμε ότι φθίνουμε. Επίσης είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη φύση να ζητάμε λίγο ακόμα περισσότερο, πάντα. Έχεις τα πάντα αλλά βλέπεις τα άστρα και τα θες κι αυτά.
Παρά τις διάφορες επιπλοκές ή μπερδέματα στους ορισμούς και στις διαδικασίες, αυτό είναι το ζουμί του οικονομικού μοντέλου τα τελευταία δέκα χιλιάδες χρόνια, αν και μόλις πριν από μία χούφτα χρονάκια το ονομάσαμε καπιταλισμό.
Το ποσοστό κέρδους είναι το κλειδί. Οι σοφοί των οικονομικών το ξέρουν αλλά κάνουν ότι δεν το βλέπουν γιατί δεν τους συμφέρει. Αυτό που τους συμφέρει είναι να έχει ο απλός άνθρωπος μικρό ποσοστό κέρδους και ο μεγιστάνας τεράστιο, γιατί για τους μεγιστάνες δουλεύουν. Έχεις εσύ κανέναν οικονομολόγο στην δουλειά σου να σου λέει τί να κάνεις και τί σε συμφέρει; Όχι, βέβαια. Έναν λογιστάκο από τεί έχεις, κι αυτό αν είσαι τυχερός.
Το ποσοστό κέρδους όμως, έχει ήδη οριστεί εδώ και χιλιετίες βάσει παραμέτρων παντελώς διαφορετικών από αυτές που χρησιμοποιούν οι δήθεν σοφοί αλλά στα αλήθεια πόρνοι της γνώσης, που την πουλάνε στα ιδιαίτερα δωμάτια των εκφυλισμένων γέρων.
Και έχει ως εξής:
Είναι οι φυσικοί πόροι και οι ρυθμοί της φύσης που δεν μπορούν να αλλάξουν, είναι ανελαστικοί και πεπερασμένοι. Είναι οι περιορισμοί των ανθρώπινων αντοχών, είναι οι ανάγκες για ξεκούραση και ανάρρωση από ασθένειες, είναι οι περίοδοι αναγκαστικής απραξίας λόγω καιρικών ή άλλων συνθηκών. Το απόθεμα πρέπει να είναι αρκετό για να καλύπτει τις ημέρες που δεν δουλεύουμε, είτε για να ξεκουραστούμε είτε για οποιονδήποτε λόγο.
Μετά από χιλιετίες επίπονης παρατήρησης, δοκιμής και λάθους, πισωγυρισμάτων και αλμάτων κάποιοι τελικά κατέληξαν ότι μπορείς να κάθεσαι μερικές φορές χωρίς να χάσεις τα αποθέματά σου ενώ παράλληλα είσαι και προετοιμασμένος για τις κακοτοπιές αν, τηρώντας τις αναλογίες πόρων-εργασίας-χρόνου-αναγκών, η αναλογία αυτή είναι ένα προς επτά.
Αν δουλεύεις έξι μέρες, τότε την έβδομη μπορείς χωρίς να χάσεις κάτι να ξεκουραστείς, κάθε επτά χρόνια σβήνονται τα χρέη και είναι κι άλλες πολλές περιπτώσεις όπου εφαρμόζονταν αυτός ο κανόνας.
Με βάση αυτόν τον κανόνα και τους υπόλοιπους που απορρέουν από την εφαρμογή του, ο λαός αυτός μεγάλωσε και πέτυχε την ευημερία σε μεγάλο ποσοστό.
Η ανατροπή αυτής της αναλογίας δεν ήταν λόγω των τεχνολογικών ή κοινωνικών προόδων, αλλά περισσότερο λόγω της πανταχού παρούσας απληστίας, η οποία ενισχύθηκε από τις κοινωνικές και τεχνολογικές προόδους. Δεν είναι καινούριο φαινόμενο, φυσικά. Ένας ευγενής στα ανάκτορα της κρήτης είχε μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από τον αγρότη που του έφερνε τα σταφύλια ή τον σκλάβο που του καθάρισε την τουαλέτα.
Η ανατροπή αυτού του κανόνα από τα τσιράκια των απατεώνων που λέγονται ελίτ, φέρνει την δυσαρμονία όχι μόνο με την φύση , αλλά κυρίως με τον ίδιο τον εαυτό, και όταν λέω δυσαρμονία δεν εννοώ κάποια παραμυθένια αιθέρια κατάσταση αλλά τη δυνατότητα να προβλέπουμε το περιβάλλον και τους ίδιους μας τους εαυτούς, να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις που παρουσιάζονται. Οι υπολογισμοί πέφτουν πάντα έξω, όσα ντοκτορά κι αν έχει ο υπερ-σουπερ-ντούπερ χαρτογιακάς. Μόνο σε μικρό επίπεδο και σε πολύ μικρή κλίμακα μπορεί να προβλεφθεί ή να υπολογιστεί το οτιδήποτε και αυτό γιατί ο υπερ-σούπερ-ντούπερ χαρτογιακάς δεν λαμβάνει υπ' όψιν όλα τα δεδομένα αλλά μόνο αυτά που του είπαν στη σχολή.
Ούτε οι γιδοβοσκοί πριν από δέκα χιλιετίες τα είχαν, αλλά είχαν τουλάχιστον την πρακτική καπατσοσύνη και παρατηρητικότητα να κοιτάξουν τί συμβαίνει γύρω τους και να μάθουν από τα λάθη τους, αντί αυτάρεσκα να λένε ότι "εγώ έχω δίκιο και η φύση λάθος, ας τη διορθώσουμε". Όταν οι σοδειές καταστρέφονταν από έναν κακό υπολογισμό, την επόμενη φορά καλά θα έκανε να υπολογίσει σωστά και να το τηρήσει, ενώ οι χαρτογιακάδες αποφεύγουν τις συνέπειες κρυμμένοι πίσω από μακρο-οικονομικά παραπετάσματα. Ο χαρτογιακάς όχι μόνο δεν θα παραδεχτεί το σφάλμα του αλλά, αντιμέτωπος με την καταστροφή, θα αναζητήσει κι άλλους να εκμεταλλευτεί για να μη μείνει η απληστία του ανεκπλήρωτη, οπότε έτσι έχουμε τους επεκτατικούς πολέμους.
Ο γιδοβοσκός δεν έκαιγε τις σοδειές για να ανεβάσει την τιμή τους στο χρηματιστήριο, ώστε κάποιος χοντρός να γίνει χοντρότερος.
Ο υπερ-σουπερ-ντούπερ χαρτογιακάς δεν εννοεί να δεχτεί ότι δεν μπορεί να υπάρχει αειφόρος ανάπτυξη, αλλά μόνο έξι χρόνια ανάπτυξη και ένας χρόνος στασιμότητα ή ακόμα και οπισθοδρόμηση. Αναβάλλοντας ή περιορίζοντας την έβδομη ημέρα, το μόνο που καταφέρνει είναι να εξαντλεί τις δυνατότητές του και να τοκίζεται το "δάνειο", δηλαδή για κάθε μέρα που περνά επτά προστίθενται σε τόκους και ένταση συνεπειών, όχι γιατί κάποιος το είπε αλλά γιατί έτσι είναι ο κόσμος και με αυτό το ρυθμό γυρνάει.
Είναι ένας τύπος από την γαλλία, όπως έλεγα νωρίτερα, που ενώ είναι προφανέστατα ετοιμόλογος και είχε μία εξαιρετικά καλή ιδέα, τελικά αυτή έληξε άδοξα, όπως λήγουν άδοξα όσα δεν έχουν ωριμάσει ενδοκρανιακά πριν ξεχειλίσουν προς τα έξω.
Η υπόθεση έχει ως εξής: ένας ευφυής νέος, κουρασμένος από το βάρος της αδιάκοπης σκέψης, αποφασίζει να αλλάξει αυτή του την ιδιότητα, δηλαδή να πάψει να είναι έξυπνος και να γίνει βλάκας, για να χαρεί τη ζωή χωρίς σκοτούρες. Για να το κάνει αυτό, καταφεύγει σε κάτι χάπια αντικαταθλιπτικά τα οποία καταστέλλουν τις δυσάρεστες σκέψεις. Βαθμιαία, ο πρώην έξυπνος καταφέρνει να απολαύσει τις χαρές της, κατ'αυτόν, χαζομάρας, πράγματα όπως να φοράς ωραία ρούχα, να γλεντάς, να πληρώνεσαι καλά (γιατί μέχρι τότε είχε κάτι αναρχικές τάσεις τύπου "δουλεύω μόνο όταν το θεωρώ σωστό" και πληρωνόταν αναλόγως) ή να έχεις κοινωνική ζωή, ενώ μέχρι πρότινος είχε μόνο κάτι απροσάρμοστους σαν αυτόν.
Όπως έχετε ήδη καταλάβει από τον τόνο της φωνής της υποφαινομένης, δεν έχει και πολύ καλή γνώμη για το βιβλίο αυτό.
Το καλό και πολύ ευχάριστο με το βιβλίο αυτό είναι ότι θέτει ερωτήματα για τον σύγχρονο τρόπο ζωής που λίγο-πολύ όλους μας έχουν απασχολήσει, τόσο που σε κάποια σημεία ορισμένες φορές να λες "ΝΑΙ! Έτσι είναι! Πες τα χρυσόστομε!". Επίσης, σαν πλοκή και σαν ιδέα, ε, όσο να'ναι, σε κεντρίζει. Θες να δείς που θα το πάει.
Ο λόγος που δεν ξεχώρισα αυτό το βιβλίο παρά μόνο ως αποτυχία είναι κυρίως ότι η (αρχικά) καλή ιδέα του, τελικά ξεθύμανε από σελίδα σε σελίδα, καταλήγοντας άδοξα σε ένα μέτριο τέλος, πολύ εσπευσμένο και συνοπτικό, βιαστικό θα έλεγα. Δεύτερον, πάλι λόγω του βιαστικού του τέλους, η κεντρική ιδέα του βιβλίου, που είναι το πως αξιολογούμε τα διάφορα πράγματα στη ζωή μας, τελικά μένει ξεκρέμαστη, μισοτελειωμένη χωρίς να δοθεί δραματικό ούτε συναισθηματικό τέλος στην υπόθεση. Η λύση δίνεται από τους φίλους του ήρωα και μένει ασχολίαστη, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή ο συγγραφέας μας ανέλυε ακόμα και το πως ανέβαινε τις σκάλες για να πάει σπίτι.
Θα ήθελα το τέλος να μη δίνεται από τους "από μηχανής" φίλους αλλά από τον ίδιο τον ήρωα, α) γιατί άλλο ήταν το ύφος της ιστορίας μέχρι εκείνη την ώρα: ο ήρωας έπαιρνε όλες τις αποφάσεις και β) γιατί τί νόημα έχει να γράφεις ένα μυθιστόρημα αν είναι αν αφήνεις το τέλος στην τύχη; Για φαντάσου, πιχι, στον Μόμπι Ντικ ο κάπταιν Άχαμπ να πέθαινε από κουκούτσι κερασιού μίαν ηλιόλουστη ημέρα, αντί να πάει από την ίδια του τη μανία κι από την ίδια του την εμμονή;
Τέλος, κάτι που δεν μου άρεσε στο όλο μυθιστόρημα είναι η αυταρέσκεια του συγγραφέα που είναι έκδηλη ακόμα και μέσα από τον προσχηματικό αυτο-σαρκασμό του. Εξ αρχής, δεν είναι ειρωνικό να αυτο-χρίζεται κανείς έξυπνος; Ο ήρωας το κάνει, παρόλο που στη ζωή του δεν έχει και καμμία τρελή επιτυχία, παρόλο που είναι από αυτούς που διαβάζουν τρείς βιβλιοθήκες στην καθισιά τους. Το δέχομαι, ότι αποτελεί μέρος της ειρωνείας του συγγραφέα, αλλά είναι κάπως μονοδιάστατη η θεώρησή του. Πως να το πω...
Να, απλά είναι παντού έκδηλο ότι αυτό γράφτηκε από έναν μοσχαναθρεμένο δυτικό. Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεση του συγγραφέα, να σε κάνει να το νιώσεις αυτό, αλλά δεν ήταν αυτή η αίσθηση που είχα διαβάζοντας το βιβλίο.
Και η προσωπική νότα: όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε δωμάτια και γραφεία ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων σε καφετέριες ή παμπ.
Με συγχωρείς, τώρα, είναι πράγματα αυτά; Σε δωμάτια και γραφεία περνάμε όλη τη ζωή μας, και ακριβώς για να ξεφύγουμε από αυτά διαβάζουμε και κανα βιβλίο , να ξελαμπικάρουμε από την κλεισούρα! Θα μπορούσα να δεχτώ το μονότονο σκηνικό, αν ήταν η πλοκή πολύ δραματική, αλλά δεν είναι οπότε δεν το δέχομαι. Ακόμα και εκείνη η βλαμμένη που έγραψε τον χάρι πόττερ επτά φορές με διαφορετικά ονόματα, είχε τουλάχιστον τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια να έχει περιγραφές εξωτερικών χώρων, δάση, κήπους, βουνά, κοκ, ώστε τουλάχιστον να εξασκείται λίγο η φαντασία σου, αντί να αποκοιμιέται, από τους τοίχους του σπιτιού να βλέπεις κι άλλους τοίχους μέσα στο βιβλίο.
Εγώ, που τα ξέρω όλα όπως έχετε ήδη καταλάβει, θα έβαζα τον ήρωα να παίρνει τα βουνά ή να γίνεται αγρότης ή να στρέφεται προς τα έξω με κάποιον άλλον ανατρεπτικό τρόπο, γιατί αυτό θα ταίριαζε μετά από όλες αυτές τις αμφιβολίες και τις αναζητήσεις και την αγωνία της σκέψης. Αντί αυτού, ο ήρωας επιστρέφει σε μία βολική πρότερη κατάσταση και μάλιστα όχι από δική του επιλογή, όπως προανέφερα, αλλά μετά από παρέμβαση των φίλων του. Τζάμπα η εξυπνάδα, τίποτα δεν άλλαξε.
Αίσχος!
Ωστόσο, αυτό που θα συνιστούσα θα ήταν να διαβάσετε αυτό το βιβλίο αλλά να μην το τελειώσετε, πρώτον για να αποφύγετε το οικτρά απογοητευτικό του τέλος και δεύτερον για μην ξεχάσετε τα βασικά ερωτήματα που τίθενται μέχρι να το τελειώσετε, όπως δείχνει να τα ξεχνά και ο ίδιος ο συγγραφέας.
Όταν ο δαρβίνος, μετά από πολλή και επίπονη έρευνα, μετά από λεπτομερείς καταγραφές και μετρήσεις, εξέφρασε την θεωρία του, ήταν μέσα σε αντίξοες συνθήκες που το έκανε, καθώς η πλειοψηφεία τότε πίστευε στην θεϊκή δημιουργία, με ελάχιστες εξαιρέσεις από διάφορους επιστήμονες του καιρού που είχαν ήδη, σχεδόν ταυτόχρονα, διακρίνει κάποιες βασικές αρχές. Φυσικά, δεν ήταν μόνο οι χριστιανοί που πίστευαν στη θεϊκή δημιουργία αλλά όλοι όσοι πίστευαν σε οποιαδήποτε θρησκεία, καθώς όλες οι θρησκείες μιλούν για δημιουργία, αν και διαφέρουν ως προς τις τεχνικές λεπτομέρειες και στα ονόματα: το σπέρμα τίνος θεού πάνω σε ποιάς θεάς το σώμα,
πηλός ή σίδερο, και ούτω καθεξής.
Αυτό δεν σταμάτησε τον Δαρβίνο, παρόλο που δεν ήταν ένας απλός πολίτης θεούσος αλλά παπαδοπαίδι που προορίζονταν για παπάς. Παρά τις καταβολές του και παρόλο που είχε επίγνωση των συνεπειών της θεωρίας του, τελικά εξέδωσε τα βιβλία του που ήταν γεμάτα αποδείξεις για πράγματα που πήγαιναν κόντρα σε ό,τι ήξερε ως τότε. Ο ίδιος δεν μίλησε με μένος, έδωσε όμως το καύσιμο για να το κάνουν αυτό άλλοι και από τότε μαίνεται ένας πόλεμος ανάμεσα στους θρησκευάμενους και τους υποστηρικτές της επιστήμης. Ωστόσο, όταν ο Δαρβίνος εξέδωσε το βιβλίο του, είχαν ήδη προηγηθεί άλλοι ερευνητές που μάλιστα αναφέρονται στη βιβλιογραφία του, ως πρόσθετη επιβεβαίωση και εγκυρότητα. Δεν ήταν ο πρώτος, αλλά απλά ο τυχερός.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι περίπου ταυτόχρονα οι ίδιες σκέψεις πέρασαν από τα μυαλά πολλών ανθρώπων.
Το ίδιο συνέβη και σε άλλες περιόδους, όπως στην αναγέννηση ή στις διάφορες επαναστάσεις, χρυσούς αιώνες και διάφορα άλλα, πράγμα που μας κάνει να αναρωτιόμαστε το γιατί να συμβαίνει αυτό, πολλοί άνθρωποι να έχουν ίδιες ιδέες την ίδια περίοδο. Το προφανές είναι ότι ζώντας στις ίδιες περίπου συνθήκες (ας πούμε ευρώπη του 18ου αιώνα) οι άνθρωποι δέχονται τα ίδια περίπου ερεθίσματα (πλοία που επιστρέφουν γεμάτα εξωτικά φυτά και ζώα), οπότε λίγο-πολύ είναι αναμενόμενο να οδηγηθούν σε παρόμοια, αν όχι πανομοιότυπα, συμπεράσματα.
Και μέχρι ενός σημείου, αυτό ισχύει και επιβεβαιώνεται καθημερινά.
Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις κατά τις οποίες πολιτισμοί παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους που παρουσιάζουν εκπληκτικές ομοιότητες, παρόλο που απέχουν μισό ημισφαίριο ή μισή χιλιετία ο ένας από τον άλλον.
Ακόμα περισσότερο, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι λαοί εμφανίζουν παρόμοια συμπτώματα στην εξέλιξή τους, χοντρικά μιλώντας πάντα. Ξεκινάμε από το στάδιο της ανθρωποθυσίας, περνάμε στην απλή θυσία, μετά περνάμε στο στάδιο της συμβολικής θυσίας-τσιμπούσι και τέλος το ξεχνάμε ολωσδιόλου και παραγγέλνουμε απ'έξω. Ξεκινάμε ως κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, γινόμαστε κατόπιν γεωργοί, μετά περνάμε στην μαζική παραγωγή και εξειδίκευση για να καταλήξουμε στον πληθωρισμό της εργασίας. Ξεκινάμε ως βάρβαροι, γινόμαστε πολιτισμένοι και καταλήγουμε κακομαθημένοι.
Ξεκινάμε από θρησκευτικές αυτοκρατορίες, γινόμαστε στρατιωτικές συμμαχίες, εξελισσόμαστε σε πολιτικούς συνασπισμούς και καταλήγουμε οικονομικές δυνάμεις.
Αυτή η ιδεολογική εξέλιξη, παρά τα πισωγυρίσματα και σκαμπανεβάσματα που είναι αναπόφευκτα, όπως άλλωστε και στην φυσική εξέλιξη των ειδών, είναι χαρακτηριστική σε τέτοιο σημείο ώστε να αναρωτιέται κανείς αν είναι μέσα στο ντι εν έη μας ή αν είναι απλά νόμος της φύσης, όπως όταν αφήσεις ένα μήλο αυτό θα πέσει.
Ή, ακόμα χειρότερα, ίσως αυτό το μοτίβο να δείχνει ότι τελικά δεν είμαστε τόσο έξυπνοι ούτε έχουμε δαμάσει όσο θέλουμε να πιστεύουμε τα ένστικτά μας, αλλά είμαστε τόσο πρωτόγονοι ώστε, ακόμα και τώρα μετά από χιλιετίες βιβλίων, φιλοσοφίας και συζητήσεων, να συμπεριφερόμαστε όπως οι ανθρωποπίθηκοι και στις ίδιες συνθήκες να αντιδρούμε νοητικά με τον ίδιο τρόπο. Ίσως δηλαδή αυτό που εμείς αυτάρεσκα νομίζουμε ότι είναι διανόηση να είναι απλά άλλη μία αυτόματη αντίδραση, όπως όταν κάποιος σε πατήσει και λές άουτς.
Αυτή η σκέψη δεν μας αρέσει καθόλου, γιατί μας αρέσει να θεωρούμε όλα αυτά τα πράγματα ως δικά μας κατορθώματα, ότι δηλαδή δεν ήρθαν από μόνα τους αλλά ότι εμείς αλλάξαμε τον ρουν της ιστορίας.
Ίσως, όπως μελετάμε τα φυσικά φαινόμενα προσπαθώντας να προβλέψουμε τί θα συμβεί στον κόσμο μας, πόσος πληθυσμός θα ζεί τότε, πόση ηλιακή ενέργεια θα επηρρεάσει τη γήινη ατμόσφαιρα, πόσο θα αλλάξει η θερμοκρασία ή πόσο θα ανέβει το επίπεδο της θάλασας, έτσι θα έπρεπε να μελετήσουμε και το πως εξελίσσεται η διανόηση και που θα καταλήξει, σε τί θα πιστεύουμε σε είκοσι, εκατό ή διακόσια χρόνια, διότι η συλλογική νοοτροπία αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη, λόγω του υπερπληθυσμού, φυσική δύναμη στον πλανήτη.
Θα πρέπει να μελετήσουμε το τί επιπτώσεις έχει αυτή η φυσική δύναμη του ανθρώπινου νου στη γη, πόσο στοιχίζει περιβαλλοντικά ο μαρξισμός ή ο ταλιμπανισμός, η χορτοφαγία ή ο χριστιανισμός και η αθεΐα. Ποιές κοινωνίες ζουν σε μεγαλύτερη αρμονία όχι μόνο ανάμεσα στα μέλη τους αλλά και με το περιβάλλον τους ή τις άλλες κοινωνίες; Πώς μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον του κόσμου μας αν δεν συμπεριλάβουμε και τον ίδιο μας το εαυτό στον υπολογισμό μας; Ποιό μοντέλο ή συνδυασμός μοντέλων είναι το πιο ανθρώπινο αλλά και πιο βιώσιμο, σε βάθος χρόνου;
Πάντως, πριν σπεύσετε να απαντήσετε: Δανία, αθεΐα και καπιταλισμός, σκεφτείτε πόσο εξαρτημένες είναι οι πολιτισμένες χώρες από την σκλαβιά των απολίτιστων.
Ντισκλέημερ: Αν είστε τέτοιος, ετοιμαστείτε να συγχυστείτε, γιατί θα πέσει πολύ βρισίδι. Συνεχίζετε με δική σας ευθύνη. Φυσικά, μέσα στα όριο της ευπρέπειας, δεν θα χρησιμοποιήσω (βαρείς) χαρακτηρισμούς, αλλά ίσως σας θυμίσω πράγματα που δεν θέλετε να θυμάστε. Τους πασόκους θα τους πιάσω σε άλλη ανάρτηση, οπότε μη νομίσετε ότι γλιτώσατε.
Δεν είναι ένας ο τυπικός νεοδημοκράτης, αλλά τρείς.
Ο πρώτος, είναι ο σχεδόν άκακος εκτός από την περίοδο των εκλογών κατά την οποία δίνει έρεισμα στους υπόλοιπους δύο, τους βλαβερούς, να αναλάβουν δράση. Αυτός, ο σχεδόν άκακος, είναι ο κλασικός συναισθηματικός έλληνας που δε σκαμπάζει και πολλά, κοιτάει τη δουλειά του και κατά σύμπτωση είναι νδ, με τον ίδιο τρόπο που άλλοι είναι πασόκ, κκε, ολυμπιακός και τα λοιπά, χωρίς στην ουσία να ξέρει τί είναι αυτό που στηρίζει. Πολλές φορές, μάλιστα, τυχαίνει να συμπαθεί κάποιον απλά κι μόνο φυσιογνωμικά, επειδή είναι σταρ του σινεμά ή γιατί έτσι ήταν πάντοτε στο σπίτι, ή για άλλους άσχετους λόγους. Δεν θα τον χαρακτήριζα τυπικό νεοδημοκράτη αλλά περισσότερο τυπικό αδιάφορο και σταρχιδιστή: η δουλειά μου να γίνεται, να βγαίνει το μεροκάματο, και στο διάτανο όλοι οι άλλοι. Θα έλεγα περισσότερο, ο τυπικός έλληνας του μέσου όρου.
Ο τρίτος, είναι ο υψηλά καθήμενος νεοδημοκράτης που είναι εξ ορισμού μεγάλο λαμόγιο όπως όλοι οι πολιτικοί, που είναι υπεύθυνος για τη διατήρηση των ακροδεξιών στοιχείων από τη μεταπολίτευση και μετά, που έδωσε στέγη σε όλους τους χουντικούς και σε όλους τους πρώην βασανιστές στα σώματα και στα αξιώματα, είναι αυτός που πούλησε τη μακεδονία, είναι αυτός που χωρίς καμμία προεργασία άνοιξε τα σύνορα με την αλβανία, είναι αυτός που εισήγαγε εργάτες από αίγυπτο και άλλες χώρες, είναι αυτός που έβαλε τη χρυσή αυγή στη βουλή, είναι αυτός που δε σταματάει πουθενά. Για άλλη μία φορά, όλα αυτά είναι συμπτωματικά, γιατί όλοι οι πολιτικοί έτσι είναι, οπότε δεν θα τον χαρακτήριζα ως τυπικό νεοδημοκράτη, αλλά τυπικό πολιτικό, απλά με διαφορετικό ρεπερτόριο, αν και , μεταξύ μας, όλες τις θετικές εξελίξεις στη χώρα τις χρωστάμε στο πασόκ, από το σύστημα υγείας, το ασέπ, τα καπή, το βοήθεια στο σπίτι, τους συλλόγους των γυναικών, και το ευ ζην ενός τεράστιου πληθυσμού που πριν το 1981 φοβόταν να φταρνιστεί γιατί ακόμα έκαναν βόλτες οι ρουφιάνοι, και το ξέρω γιατί το έζησα, να περνάει ο δρούγκας (ο πατέρας αυτηνής που λέει τις ειδήσεις στο μέγκα) από τα μαγαζιά της πρέβεζας και να κρύβουν όλοι τα εμπορεύματα για να μην τους τα "επιτάξει", μερικά μόλις χρόνια πριν την εκλογή του αντρέα. Αν δεν το έβλεπα, δεν θα το πίστευα, αλλά το είδα και το ξέρω για αυτό κανείς δε μπορεί να μου πεί ότι η δεξιά είναι καλή. Από το πασόκ και μετά, δεν το ξαναείδα, οπότε λέω ότι μπορεί να μην είναι άγγελοι αλλά τουλάχιστον μπορεί να ζήσει ο άνθρωπας, χωρίς να τρέμει η ψυχή του αν θα του ρίξουν βιτριόλι στο λαρύγγι (κούνεβα) αν θα τον σπάσουν στο ξύλο στο δρόμο (ζαρντινιέρα) αν θα του δολοφονήσουν το παιδί (γρηγορόπουλος) αν θα τον κακοποιήσουν στο ατ (περίπτωση φώτοσοπ) ή αν θα του φάνε το έσπα στις επιχορηγήσεις (ένα σάητ της εκκλησίας να το πληρώσουν τρία εκατομμύρια) ή να χαρίζει τα χρέη (υποβίβαση στη γ εθνική σημαίνει διαγραφή χρεών, έτσι για να ξέρετε αν δεν το ξέρετε ήδη) και να παριστάνει ότι απέδωσε δικαιοσύνη επειδή θυσίασε δύο άτομα για μικροπταίσματα (απουσία και κλοπή 5000 ευρώ) τη στιγμή που το σύστημα στην ουσία μένει αλώβητο και συνεχίζει ως έχει, με τα τσιράκια να κλέβουν καθημερινά διπλά και τρίδιπλα στις θεσούλες τους, που είναι δήθεν οργανικές τη στιγμή που τα νοσοκομεία είναι άδεια από νοσοκόμες και υλικά, τη στιγμή που τα σχολεία είναι άδεια από δάσκαλους και πετρέλαιο θέρμανσης, που τα παιδιά των χωριών δεν έχουν πως να πάνε σχολείο...
Αλλά, αυτά τα περιμένεις από έναν πολιτικό και είναι φυσιολογικά, θα μπορούσαμε να πούμε.
Το δεύτερο είδος νεοδημοκράτη, είναι όλα τα λεφτά. Είναι ο γλίτσας-γλύφτης. Υπολείπεται του τρίτου είδους σε πονηριά και υπολείπεται του πρώτου είδους σε ανθρωπιά. Είναι ο ενδιάμεσος, είναι αυτός που είναι γραμμένος στο κόμμα αλλά χωρίς να έχει προχωρήσει στην ιεραρχία, έχει όμως σκοπό να το κάνει και είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για αυτό. Είναι ένας γλοιώδης τύπος που φορά κοστούμι και γραβάτα και έχει ζελέ στο μαλλί, επίτηδες για να δείχνει καλό παιδί. Είναι έτσι, και το έχω επιβεβαιώσει, δεν είναι εκ φύσεως κοκέτηδες, αλλά ντύνονται έτσι για να δίνουν καλή εντύπωση.
Αυτός λοιπόν είναι που, αν και θεωρεί τον εαυτό του πολύ μάγκα που μπόρεσε να γίνει τσιράκι για τα θελήματα των μεγαλο-νεοδημοκρατών, στην ουσία δεν τίποτα άλλο παρά ο παρκαδόρος, ένας αδαής με ψίχουλα αμοιβής για τις βρωμοδουλειές, που αν τον ρωτήσεις θα σου πεί ότι έχει διασυνδέσεις, ότι είναι μέσα στα κόλπα και θα σου εξιστορεί πως συνάντησε τον έναν ή τον άλλον, λες και αν βρεθείς στο ίδιο δωμάτιο με κάποιον παύεις να είσαι βλάξ. Είναι αυτός που, σε αντίθεση με τον πρώτο, ξέρει ότι τα κόλπα είναι πονηρά, αλλά θα προσπαθήσει να σε πείσει ότι δεν είναι, είναι αυτός που προσπαθεί να σε πείσει ότι όταν σε κλέβει η κυβέρνηση είναι για το καλό σου, είναι αυτός που έχει μάθει κάποια από τα κόλπα αλλά δεν είναι αρκετά υψηλόβαθμος ώστε να τα εφαρμόσει. Είναι αυτός που θα κάνει δημόσιες σχέσεις, που προσπαθήσει να κάνει αστεία κερνώντας ουζάκια και που θα προσφερθεί να σε "βοηθήσει" όταν έχεις "ανάγκη". Είναι αυτός που θα σου πεί "γιατί, το πασόκ τί έκανε" χωρίς όμως να μας πεί τί έκανε η νδ. Αυτός, λοιπόν, δεν ξέρω γιατί, αλλά είναι πολύ πιο ηλίθιος από τα αντίστοιχα μέλη άλλων κομμάτων και, επίσης για άγνωστο λόγο, χαρακτηρίζεται από ένα σαχλό χιούμορ, από έλλειψη τακτ και έλλειψη στοιχειώδους ευγένειας. Επίσης χαρακτηρίζεται από έλλειψη επιχειρημάτων και βασίζεται αποκλειστικά στο συναισθηματικό κομμάτι της επικοινωνίας, ενώ με την παραμικρή αντίρρηση σε λέει κολλημένο, χωρίς όμως να έχει τίποτα να σου αντιτάξει, πολλές φορές μάλιστα αγνοεί σημαντικά ιστορικά γεγονότα ή τα παραποιεί και σου τα ξεφουρνίζει με μία εκδοχή που δεν ξέρεις αν είναι δική του και μόλις την εφηύρε ή αν τον έχουν δασκαλέψει από "πάνω". Σου λέει τις χοντράδες του και απορεί γιατί δεν τον πιστεύεις, σε προσβάλει με τον τρόπο που προσφέρει την "βοήθεια" και απορεί γιατί την αρνιέσαι. Αυτή την απουσία κάθε καλλιέργειας δεν ξέρω που να την αποδώσω και δεν ξέρω γιατί είναι όλοι τους έτσι. Υποθέτω ότι ίσως έχει να κάνει με τις ρουφιάνικες καταβολές τους.
Αυτό το είδος νεοδημοκράτη με κάνει και απασφαλίζω και δεν μπορώ να το ανεχτώ ούτε καν από ευγένεια. Τον νεοδημοκράτη του πρώτου είδους, τον άκακο, τον συμπαθώ, γιατί είναι όπως όλοι μας, λίγο μπερδεμένος, λίγο φοβισμένος, λίγο αγανακτισμένος, ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να είναι ένας άνθρωπος. Το τρίτο είδος νεοδημοκράτη, αν και δεν τον χωνεύω, μπορώ να τον δικαιολογήσω γιατί το κάνει για το συμφέρον: βγάζει τρελά λεφτά.Υπάρχει κάποια λογική σε αυτό. Ο δεύτερος είναι για
πολλές σφαλιάρες, γιατί όχι μόνο προσπαθεί να σε ρίξει στο επίπεδό του, αλλά το κάνει και εντελώς απροκάλυπτα, κακόγουστα και χωρίς καμμία αίσθηση της αξιοπρέπειας. Σε αντίθεση με τους άλλους δύο, είναι ο τύπος με τον οποίο δεν μπορείς να κάνεις πολιτισμένη συζήτηση, αλλά είτε που θα ακούς τις βλακείες του (δήθεν και καλά ενδιαφέρεσαι) είτε που θα τον διαολοστείλεις και δεν θα σου ξαναμιλήσει, γιατί αν πας να του μιλήσεις λογικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί και θίγεται.
Φυσικά υπάρχει και ένα μέρος νεοδημοκρατών που είναι μια χαρά άνθρωποι. Έξυπνοι, διορατικοί, καλοί επιχειρηματίες και άξιοι άνθρωποι. Πολύ λίγους από αυτούς έχω δει να ανεβαίνουν στην ιεραρχία και, δυστυχώς, όσους έτυχε να συμπαθήσω δεν κατάφεραν τελικά να ανελιχθούν ούτε να δώσουν στην κοινωνία ότι θα μπορούσαν να είχαν δώσει, παρά μόνο σε προσωπικό επίπεδο, το οποίο δυστυχώς δεν αλλάζει το σύστημα προς το δικαιότερο, αλλά χάνεται με τον χαμό του ανθρώπου.
Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κουσούρι της νδ, ότι ενώ στα άλλα κόμματα, ακόμα και στο κκε, υπάρχουν μερικοί με τσαγανό που "παίρνουν στροφές", στη νδ λίγοι έχουν την δεινότητα που απαιτείται για θέσεις τόσο μεγάλης ευθύνης (βλέπε αβραμόπουλος: ένας τίποτας στο υπουργείο εξωτερικών), κι έτσι καταλήγουν να εννοούν "ανάπτυξη" το να διορίσουν έξι επιπλέον υπουργούς ή την απλή παρουσία του πρωθυπουργού σε κάποιο συνέδριο, χωρίς έργο άλλο κανένα, γιατί ως τώρα, με εξαίρεση το ξεπούλημα, άλλο τίποτα δεν άλλαξε.
Από μικρό, πολύ μικρό παιδί είχαμε πάντα στο σπίτι τουλάχιστον ένα κατοικίδιο: άλλοτε ήταν κάτι πάπιες που πλατσούριζαν στη λακούβα στη βάση της λεμονιάς όταν τη ποτίζαμε, κότες, άλλοτε σκυλιά και γατιά, άλλοτε καναρίνια, μία χελώνα, χρυσόψαρα... Κυρίως όμως, σκύλοι και γάτες ήταν που υπήρχαν πάντα στο σπίτι.
Τα βλέπαμε όταν γεννιόνταν και όταν γεννούσαν, όταν ζευγάρωναν, όταν έτρωγαν ή όταν κυνηγιόνταν, όταν τσακώνονταν, όταν κοιμόνταν. Όταν πέθαιναν. Όταν σφάζαμε τις κότες.
Ξέραμε ότι τα ζώα ζούσαν λιγότερο από τους ανθρώπους έτσι περιμέναμε το θάνατό τους και όταν τελικά ερχόταν, καναδυό φορές νωρίτερα λόγω ατυχημάτων, δεν ήταν για εμάς ένα δράμα δακρύβρεχτο, αλλά φυσική εξέλιξη. Λυπόμασταν, όταν βλέπαμε το ζώο να κείτεται στο χώμα, αλλά δεν ήταν με οιμωγές ούτε δακρύσαμε ποτέ, γιατί ξέραμε ότι δε μπορούσε να γίνει αλλιώς, ότι το είχαμε φροντίσει και είχε ζήσει ευτυχισμένο και ότι ένα άλλο θα έπαιρνε τη θέση του όπου να'ναι.
Και βλέπω τώρα αυτές τις μη-μπω-τι συμπεριφορές σε γνωστούς και φίλους να παριστάνουν τις θλιμμένες χήρες για ένα γατί ή, ακόμα χειρότερα, γονείς να λένε στα παιδιά τους ότι το ζώο "χάθηκε" λες και είναι ο θάνατος αφύσικος ή κακός. Κρύβουν από τα παιδιά τους αυτή την απλή αλήθεια της ζωής και κρύβουν και από τον εαυτό τους το γεγονός ότι όσο ακριβοπληρωμένο και αν το είχες, όσο μοδάτα αξεσουάρ και αν το είχες ζώσει, δεν ήταν παρά ένα βραχύβιο ζώο.
Βλέπω την άλλη με κατεβασμένα μούτρα να θρηνεί "Άσ'τα μωρέ είμαι χάλια. Πέθανε ο γάτος μου..." και πρέπει εγώ να της συμπαρασταθώ λες και σταμάτησε ο κόσμος για ένα γατί.
Τί λες κοπέλα μου! Είσαι στα καλά σου;! Για σύνελθε λιγάκι! Εδώ ο κόσμος έχει πραγματικά προβλήματα, κι εσύ μυξοκλαίγεσαι για ένα γατί; Για συμμαζέψου, σε παρακαλώ, γιατί θα ανοίξω το στόμα μου, με τις καλομαθημένες εδώ μέσα, που έχουν για δυστυχία το γεγονός ότι οι γάτες ζούν δέκα χρόνια, βλαμμένη!
Ειδικά τα γατιά, πάνε και χάνονται όλη την ώρα οπότε είναι απλά θέμα χρόνου το πότε θα το απωλέσεις, όσο κι αν το αγαπάς.
Έχουμε τα προβλήματά μας, έχουμε να παρηγορήσουμε και τη βλαμμένη!
Όχι δε σε παρηγορώ.
Να πλαντάξεις στο κλάμα, να δούμε τί θα καταλάβεις.
Σε λίγο θα φτάσουμε στο σημείο να ζητάμε συγγνώμη από τη ντομάτα για να τη φάμε και θα περνάμε από ψυχοθεραπεία για να ξεπεράσουμε το γεγονός ότι τα λουλούδια μαραίνονται. Έλεος με τις ψευτο-ευαισθησίες!
Και λέω ψευτό- γιατί αν είχαν ζήσει στα αλήθεια με το ζώο, αντί να το έχουν για μπιμπελό στο σαλόνι και να το θρηνούν όπως όταν θρηνούν όταν χάσουν την καλή τους τσάντα, τότε θα το σέβονταν αρκετά ώστε να μην μετατρέπουν ένα φυσικό γεγονός σε τσίρκο προφάσεων για το ποιός θα κλάψει καλύτερα και ποιός είναι ο πιο "ευαίσθητος". Κοιτάτε πως κλαίω, είναι που είμαι πιο ευαίσθητη από εσάς.
Έτσι είναι η ευαισθησία μωρέ;
Να κλαίς για το γατί και να αγνοείς τις κοτσάνες που κάνεις σε καθημερινή βάση;
Ε, ρε μέρκελ που σας χρειάζεται....
Η εξελικτική αξία της αγάπης, η οποία εντελώς επιφανειακά και εσφαλμένα εκλαμβάνεται ως το γενετήσιο ένστικτο με σκοπό τη διαιώνιση του είδους, δεν είναι μόνο αυτό, αλλά περικλείει και την αφηρημένη έννοια της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ακόμα και αν δεν σκοπεύουμε να τον ρίξουμε στο κρεβάτι για προσωπική μας απόλαυση.
Ούτε είναι μόνο η ενστικτώδης αγάπη μίας μητέρας προς τα μικρά της που εξασφαλίζει την επιβίωση των νεογνών μέχρι αυτά να γίνουν αυτόνομα. Η αγάπη είναι η βαλβίδα του συνδέει τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ανθρώπου, τον αντίχειρα και το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, την περιέργεια και την χωρητικότητα του κρανίου, την προσαρμοστικότητα και την εφευρετικότητα, ώστε ο συνδυασμός όλων αυτών να μας κάνει άνθρωπους.
Πολλές φορές μπορεί να μην το ονομάζουμε αγάπη, αλλά στην ουσία αυτό είναι η συντροφικότητα των αντρών που ανήκουν στην ίδια ομάδα ή παρέα ή κόμμα ή παλιοσειρά, κλπ, ή αυτό που κάνουν οι γυναίκες όταν ανταλλάζουν συνταγές, γιατί δεν ανταλλάζεις συνταγές με όποιον-κι όποιον, να το ξέρετε αυτό!
Η αγάπη σαν στοιχείο επιβίωσης δεν είναι ενστικτώδης αλλά δια της βίας και με το ζόρι, με πολλή επιμονή καλλιεργήθηκε από τους ανθρώπους και είχε καταλυτική επίδραση στην εξέλιξη του είδους.
Αρχικά, ναι ήταν κάτι το ενστικτώδες. Μετά όμως φάνηκε ότι αν αγαπάει ο ένας τον άλλον, τότε η αγέλη θα επιβίωνε συλλογικά για μεγαλύτερο διάστημα προσφέροντας ασφάλεια και σταθερότητα για όλους. Εξελίχθηκε αυτό το επίκτητο χαρακτηριστικό μέσα στην ιστορία, και από αγάπη για τον εαυτό έγινε αγάπη για την αγέλη. Ο Χριστός έκανε την επανάσταση, και για αυτό τον γουστάρω, διδάσκοντας την αγάπη όχι μόνο στους δικούς μας, αλλά σε όλους, κάτι παραπλήσιο με αυτό που έλεγαν οι αρχαίοι λαοί, ανάμεσά τους και οι έλληνες ή οι άραβες, περί φιλοξενίας, την αγάπη προς τους ξένους.
Όπως ο μυς που, επαναλαμβάνοντας την ίδια κίνηση, αλλάζει το σχήμα του ανάλογα, έτσι και ο νους μετά από πρακτικές αιώνων, ίσως χιλιετιών γενιά με τη γενιά, έμαθε να δουλεύει έτσι, όπως έμαθε και ένα σωρό άλλα πράγματα, που νομίζουμε ότι είναι αυτονόητα.
Το επίκτητο αυτό χαρακτηριστικό διδάσκεται τόσο νωρίς, που τις περισσότερες φορές εξαρτάται από την τύχη αν θα την μάθουμε.
Όπως αν πάρεις το μωρό αρκουδάκι από τη μάνα του, δεν θα μάθει ποτέ να πιάνει ψάρια: η μάνα το διδάσκει ενστικτωδώς, αλλά το αρκουδάκι μακρυά της θα έχει το ένστικτο της διδαχής αλλά όχι του ψαρέματος. Έτσι είναι η αγάπη για τον άνθρωπο, μισό ένστικτο, μισό δίδαγμα.
Και κοίτα τώρα, η αγάπη δεν επιβάλλεται αλλά μόνο νιώθεται, δεν μπορείς δηλαδή να αγαπήσεις με το ζόρι κάποιον. Με το ζόρι μπορείς μόνο να τον ανεχτείς.
Οπότε, κοίτα τώρα το καλό, το σημαντικό: σε κατάσταση ανάγκης, σώζουμε αυτούς που αγαπάμε.
Πόσο σημαντικό είναι αυτό, και τί συνέπειες έχει σε συλλογικό επίπεδο, πόσο καθορίζει τη μορφή των κοινωνιών μας, το τί και ποιόν θα προστατεύσουμε!
Την βλακεία την ορίζουμε συχνά ως τα αντίθετο της ευφυίας, άρα για να ορίσουμε την βλακεία είναι απαραίτητο να έχουμε πρώτα ορίσει την ευφυΐα.
Προσωπικά και αυθαίρετα, θα όριζα την ευφυΐα εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από την επιτυχία των ανθρώπων που την έχουν, διότι τί τη θες την ευφυΐα αν όχι για να πετύχεις;
Περνάμε, έτσι στον ορισμό της επιτυχίας, που είναι εξίσου άπιαστος, οπότε προσωπικά και πάλι αυθαίρετα θα την ορίσω ως την επιβίωση σε πρώτο επίπεδο και ως αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό σε δεύτερο επίπεδο. Δεν θα μπω καν στον κόπο να βάλω την ευτυχία στην εξίσωση, διότι άντε να την ορίσεις αυτή...
Επιβίωση και αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό.
Θα δούμε ότι Αρκετοί είναι αυτοί που επιβιώνουν, μιας και το μόνο που χρειάζεται είναι να ανασαίνει κανείς, αλλά δεν είναι όλοι που βιώνουν αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό και αρκετοί από αυτούς που το βιώνουν συχνά το βιώνουν για τους λάθος λόγους, όπως όταν ένας έμπορος ναρκωτικών χτίσει την δέκατη έπαυλη ή όταν μία ανορεξική χάνει το τελευταίο της γραμμάριο ιστού ή όταν μία ελληνίδα μάνα κόψει και το δεύτερο ****** του γιού της ή , έχοντας καταστήσει παχύσαρκα τα παιδιά της τους γκρινιάζει να κάνουν δίαιτα.
Πολλοί άνθρωποι συγχέουν το αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό, με κάτι άλλο, με την υπερίσχυση ή την επιβολή αποφάσεων στους άλλους. Αυτό συμβαίνει διότι εσφαλμένα θεωρούν ότι αν έχουν δίκιο είναι καλύτεροι ή εξυπνότεροι. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται μυαλό για να επιβληθεί κανείς στους άλλους, αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι το να θέλει κανείς να επιβληθεί είναι χαζό: δεν είναι η ζωή διαγωνισμός ούτε κρίνεται ο καθένας μας για το τί θα κάνει ο άλλος, ακόμα και αν πρόκειται για το ίδια μας το παιδί ή τον σύντροφό μας ή τον φίλο μας.
Βασικά, η ανάγκη επιβολής υποκαθιστά το αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό.
Αν έχουμε το ακαθόριστο αίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά, τότε είναι που με νύχια και με δόντια προσπαθούμε να επιβληθούμε στους συνανθρώπους μας, κι αυτό γιατί ενδόμυχα, τους θεωρούμε υπεύθυνους για αυτό το ακαθόριστο κάτι που μας λείπει.
Αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό έχουμε όταν λύσουμε κάποιο πρόβλημα (πρακτικό ή άλλο), όταν υπερνικήσουμε κάποιον κίνδυνο ή δυσκολία ή αν καταφέρουμε κάτι δύσκολο. Η επίλυση προβλημάτων, η λήψη αποφάσεων και τα αποτελέσματα αυτών, είναι που φέρνουν το αίσθημα ικανοποίησης με τον εαυτό, αν τα αποτελέσματα τους είναι θετικά.
Εκ του αποτελέσματος λοιπόν.
Πριν κρίνουμε την απόφαση κάποιου, πρέπει πρώτα να περιμένουμε να δούμε τα αποτελέσματά της, πράγμα που παίρνει πολύ καιρό και υπομονή. Κι έτσι χαρακτηρίζουμε κάποιον έξυπνο ή βλάκα μόνο από την απόφαση, πολύ νωρίς και απερίσκεπτα.
Η γνώμη μας περί ευφυίας είναι τις περισσότερες φορές συναισθηματική ή βασίζεται στην ικανότητα ενός ατόμου να ανταπεξέρχεται στην καθημερινότητα, η οποία όμως δεν χρειάζεται και πολλή εξυπνάδα. Πολλές φορές παίρνουμε για έξυπνο κάποιον που μιλά πολύ ή που υιοθετεί ένα γρήγορο ύφος στην επικοινωνία του ή ακόμα και κάποιον που ακολουθεί τη μόδα (ακόμα και στη φιλοσοφία υπάρχουν μόδες!) ή ίσως απλά και μόνο μπορεί να αναφέρει αποσπάσματα που έχει αποστηθίσει, ή γεγονότα που διάβασε σε κάποια εγκυκλοπαίδεια.
Και κάποιον που τα κάνει όλα αυτά τον θεωρούμε έξυπνο, χωρίς να ξέρουμε τι κάνει στην υπόλοιπη ζωή του, στις ανθρώπινες σχέσεις του ή στη δουλειά του.
Κοιτώντας γύρω μου, είναι η αλήθεια, είδα ότι αυτοί που περνιούνταν για έξυπνοι ήρθε η ώρα να φάνε τα λόγια που είχαν ξεστομίσει, που σκύβουν υπό το βάρος των λαθών τους και κάνουν ότι δεν πειράζει, τη στιγμή που κάποιοι άλλοι που περνιούνταν για χαζοί δρέπουν καρπούς μίας ζωής, αρχικά χαζής. Όσοι μας πίεζαν να μην είμαστε χαζοί, να χαρούμε τη ζωή μας και να μην είμαστε βλάκες, πνίγονται στη μοναξιά και στην απόρριψη, και λένε πράγματα όπως "πως τα κατάφερες;" σε ανθρώπους που ήταν αρκετά χαζοί ώστε να δεχτούν κάποιες απλές αλήθειες και να βάλουν τα δυνατά τους ακόμα και όταν μερικές φορές δεν είχαν και πολλή όρεξη, την ίδια στιγμή που οι έξυπνοι παρίσταναν του λόγιους πίνοντας κρασιά σε μοδάτα μπαρ.
Αυτό συμβαίνει, διότι στη ζωή μας χρειαζόμαστε πολλών ειδών ευφυΐες.
Χρειαζόμαστε την πρακτική ευφυΐα του να ξέρουμε τί συμβαίνει όταν χτυπήσουμε το δάχτυλο με το σφυρί και πόσος χρόνος χρειάζεται για να βράσεις ένα αυγό. Είναι η ευφυΐα που χρειαζόμαστε για να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας και να επιβιώνουμε.
Χρειαζόμαστε επίσης την κοινωνική ευφυΐα που είναι απαραίτητη για να συνδεθούμε με τους άλλους, να έχουμε τη συναίσθηση του που ανήκουμε, για να συναλλασσόμαστε με όσους συναντάμε, ή εν τέλει για να ενταχθούμε στο σύνολο, ανάλογα με τις υπόλοιπες ιδιότητές μας. Να ξέρουμε πότε να βουτηχτούμε στη λάσπη των συναναστροφών και πότε να αποσυρθούμε στο ερημητήριό μας.
Χρειαζόμαστε συναισθηματική ευφυΐα να γνωρίζουμε τον πόνο τον δικό μας ή των άλλων. Να εμπιστευόμαστε ή να φυλαγόμαστε. Είναι το είδος της ευφυίας που σου επιτρέπει να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να μισείς και να μισιέσαι, και τα δύο απαραίτητα για την επιβίωση και ευτυχία μας, γιατί δίχως μίσος τί αξία θα είχε η αγάπη; Και, ναι, για να μισήσεις ή να αγαπήσεις, χρειάζεσαι μυαλό.
Χρειαζόμαστε, ακόμα, την βραχυπρόθεσμη ευφυΐα για να λύνουμε προβλήματα άμεσα, αλλά και την μακροπρόθεσμη ευφυΐα για να έχουμε ένα πλάνο, μία γενική κατεύθυνση στη ζωή μας ώστε να μη χαθούμε, όχι στη συνάφεια του κόσμου που έλεγε και ο ποιητής, αλλά στην ασυνάρτητη φύση της τύχης, στην τρέλα του κόσμου που μπορεί, αν δεν προσέξεις, να σε βγάλει σε αλλόκοτα μέρη.
Χρειαζόμαστε την ακαδημαϊκή ευφυΐα ώστε να έχουμε μόρφωση και γνώσεις, αλλά χρειαζόμαστε και την ενστικτώδη ευφυΐα του να ξέρουμε πότε να την χρησιμοποιήσουμε και πότε να την αμφισβητήσουμε.
Πολύ λίγους κρίνουμε ως έχοντες όλα τα προαναφερθέντα και ειδικότερα για τον εαυτό μας θα ήταν αλαζονικό να ισχυριστούμε ότι τα έχουμε όλα. Τις περισσότερες φορές κρίνουμε ως έξυπνο κάποιον που υπερέχει σε μία ή δύο από όλες αυτές τις ευφυΐες, ενώ κάποιος που υπερέχει σε περισσότερες θα μας φανεί τόσο αλλόκοτος που δεν θα τον χαρακτηρίσουμε ως έξυπνο αλλά ως περίεργο και θα τον καταδικάσουμε σε παντοτινή μοναξιά, ή ίσως ο ίδιος αυτο-εξοριστεί μην αντέχοντας άλλο τις βλακείες μας, να ασχολούμαστε με τα ίδια ξανά και ξανά, τις εμμονές μας να τις έχουμε για αλήθειες.
Είχα μία αρκετά έντονη διαφωνία με τη Helen, σχετικά με τις απολύσεις στο δημόσιο. Η κοπέλα αυτή την οποία γνωρίζω μόνο διαδικτυακά και από όσο μπορεί να κρίνει κανείς είναι μία χαρά άνθρωπος και μάλιστα συμφωνούμε σχεδόν σε όλα, ανησυχεί πάρα πολύ γιατί είναι δημόσιος υπάλληλος.
Και με το δίκιο της. Κι εγώ θα ανησυχούσα αν η καριέρα μου και η ζωή μου ολόκληρη κρέμονταν από τα μη-μπω-τι της σαμαρωμένης κυβέρνησης. Για φαντάσου, ας πούμε, να σου έχουν κόψει το εισόδημα δυο-τρείς φορές, και τώρα να σου λένε ότι θα σε απολύσουν κιόλας! Εκεί που όλα ήταν μια χαρά, ξαφνικά να βρίσκεσαι στο δρόμο, με ότι συνέπειες έχει αυτό όχι μόνο για το εισόδημά σου αλλά και για την ασφάλισή σου, τη σύνταξή σου, κοκ.
Έθεσε το αδιαμφισβήτητο ζήτημα της αξιολόγησης, από ποιόν θα γίνει αυτή και με ποιά κριτήρια και, εν τέλει, αν όλο αυτό το πράγμα με πρόφαση την αναδιάρθρωση του δημοσίου καταλήξει σε άλλη μία πελατειακή κομπίνα. Οι αντιρρήσεις αυτές, όπως όλοι εδώ νομίζω θα συμφωνήσουμε, είναι κάτι παραπάνω από εύλογες, είναι αντίστοιχες με την πραγματικότητα, είναι η πραγματικότητα. Αν προσπαθήσει ο οποιοσδήποτε να διαφωνήσει, θα πρέπει να είναι τελείως άσχετος ή τόσο βαθειά χωμένος στο σύστημα ώστε να μην το βλέπει, όπως τα ψάρια δε βλέπουν το νερό ή εμείς τον αέρα.
Για φαντάσου ας πούμε, να κάνεις παράπονα για το πελατειακό σύστημα στον βενιζέλο. Θα σου πεί σίγουρα κάτι όπως "Ποιό πελατειακό σύστημα; Εμείς μόνο αξιοκρατικά διορίζουμε" και ίσως αγανακτήσει κιόλας.
Κατανοώ, λοιπόν, την ανησυχία της Helen.
Ο λόγος που εδώ και χρόνια φωνάζω υπέρ απολύσεων και θα συνεχίσω να φωνάζω μέχρι να γίνει, είναι ο εξής: την Ελλάδα που ξέρατε, να την ξεχάσετε.
Δεν ξέρω αν το θυμάστε αυτό, αλλά ήταν φράση από κάποια ομιλία του γαπ, όταν ζητούσε από τη βουλή να υπερψηφίσει το μνημόνιο. Το ξέρω ότι μόλις ακούτε γαπ βγάζετε σπυριά. Ακόμα και τα παιδιά στο σχολείο έχουν φτιάξει ποιηματάκια τύπου "Ο Παπανδρέου είναι χαζός, ία-ία-ό!" Η αλήθεια παραμένει ότι την Ελλάδα που ξέρατε δεν θα την ξαναδείτε..
Σαν άνθρωπος που έχω υποστεί πολλά από το δημόσιο και έχω χάσει πολύ χρόνο και πολύ χρήμα από τις διάφορες δυσλειτουργείες του, νομίζω ότι έχω κάθε δίκιο να απαιτώ όχι το ξεπούλημά του, ούτε την διάλυσή του αλλά την διόρθωση των λαθών του και τον εκσυγχρονισμό του. Αν είναι μόνο οι επίορκοι που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, τότε ας απολυθούν μόνο αυτοί. Αν φανεί από τα δικαστήρια ότι δεν είναι επίορκοι, τότε ας μην απολυθούν.
Δεν θέλω να εκλείψει το δημόσιο, ούτε να χαθεί. Θέλω να δουλεύει. Καλά.
Αυτό που θέλω εγώ είναι την επόμενη φορά που θα αναγκαστώ να κάνω δουλειά με το δημόσιο, να μην πληρώσω τη νύφη, όπως συνέβη κάθε φορά εως τώρα. Όταν θα πάω στο λιμεναρχείο, να ξέρουν τί χρειάζεται για έναν απόπλου και όχι να τους τα λέω εγώ και να μη με πιστεύουν κιόλας. Όταν θα πάω στον οαεδ ή στο δημαρχείο ή στο κτέο ή κι εγώ δεν ξέρω που αλλού, να μη χρειαστεί να περιμένω πότε θα κάνει ξαστεριά, αλλά να νοιαστεί κάποιος για τα λεφτά που χάνω περιμένοντας, για την άδεια που θα αναγκαστώ για πολλοστή φορά να πάρω από το αφεντικό μου, για τα δάνεια που τρέχουν όσο αυτοί περιμένουν πότε θα σηκώσει το τηλέφωνο ο γενικός και για τον χρόνο που χάνω περιμένοντας στις ουρές, μην μπορώντας να εξυπηρετήσω τους πελάτες μου.
Και γνωρίζω πολλές ακόμα περιπτώσεις σαν τη δική μου, που από ολιγωρία ή ανεπάρκεια ή, μερικές φορές πονηριά κάποιου δυ, χάνουν περιουσίες και εισοδήματα, χάνουν δουλειές και ευκαιρίες. Σπίτια και χωράφια, ανθρώπινες ζωές, όλα αυτά μένουν αχρησιμοποίητα γιατί κάποιος κάπου δεν γνωρίζει ακριβώς τί λέει ο νόμος ή επειδή περιμένει φακελάκι και γρηγορόσημο ή, ακόμα χειρότερα, δεν ξέρει να χειριστεί υπολογιστή. Κάποιος κάπου χάνει την κληρονομιά του γιατί κάποιος δήμαρχος δεν ξέρει, ή δεν θέλει, να κάνει αυτό που πρέπει.
Φαντάσου, για παράδειγμα, πόσα θα έπρεπε να πληρώσει το δημόσιο σε αποζημιώσεις, αν ο κάθε επιχειρηματίας που του λήγει το δάνειο λόγω κρατικής καθυστέρησης το ζητούσε; Αν πλήρωνε το κράτος αποζημιώσεις για κάθε χαμένη περιουσία, για κάθε οικονομική ζημία σε ιδιώτη, λόγω ανικανότητας υπαλλήλου ή συστήματος; Ε, αυτά, τα πληρώνει από την τσέπη του εδώ και χρόνια ο ιδιωτικός τομέας, κι από πάνω πληρώνει και την ολοένα αυξανόμενη φορολογία που χρειάζεται για να συντηρηθεί το σύστημα.
Άρα, εκτός από συναισθηματική δικαίωση, την τιμωρία έστω και κάποιων από τους υπεύθυνους για όλη αυτή την αδικία, τίθεται και το ζήτημα της απελευθέρωσης όλων αυτών των υποθέσεων που εκκρεμούν, επειδή οι δυ δεν ξέρουν τί να κάνουν. Δεν είναι κρίμα να μένουν πόροι αναξιοποίητοι, σπίτια άχτιστα και χωράφια άσκαφτα; Δεν είναι κρίμα οι επιχειρήσεις να μην βάζουν μπρος, τη στιγμή που οι άνεργοι τρώνε τσουκνίδες; Δεν είναι κρίμα ολόκληρες περιουσίες να μένουν στο ράφι επειδή ένα δικαστήριο παίρνει είκοσι χρόνια;
Δεν είναι κρίμα να πληρώνεις μία πολεοδομία και οι πόλεις σου να αποτελούνται από αυθαίρετα πάνω σε μπαζωμένα ρέματα και καταπατημένα, γιατί κανείς δεν τολμά να βγάλει το φίδι από την τρύπα; Δεν είναι κρίμα στο δωρεάν πανεπιστήμιο να αναγκάζεται ο φοιτητής να υποκύψει στον εκβιασμό "αγόρασε το σύγγραμμά μου ή κόβεσαι" και να εξαρτάται η ζωή του από το ποιόν θα υποστηρίξει η τάδε οργάνωση και ποιά παράταξη θα κερδίσει τις φοιτητικές εκλογές, σπάζοντας έδρανα;
Δεν βλέπετε τους νέους που ούτε για μόρφωση εμπιστεύονται την Ελλάδα, ούτε για εργασία και φεύγουν τρέχοντας; Δεν βλέπετε ότι ακόμα και για ένα δόντι προτιμάνε το ξένο νοσοκομείο παρά το ελληνικό; Δεν βλέπετε ότι η αξιοπιστία του δημόσιου τομέα έχει καταντήσει αστείο και ούτε καν οι δυ δεν τον εμπιστεύονται για το οτιδήποτε, πόσο μάλλον για την περίφημη αξιολόγηση;
Όλα αυτά, είναι το δημόσιο. Το οποίο μερικές φορές κάνει τη δουλειά του, αλλά μερικές όχι.
Οι απολύσεις δεν σημαίνουν μόνο απολύσεις αλλά και προσλήψεις. Σημαίνουν αξιολόγηση. Σημαίνουν αλλαγή του τρόπου σκέψης.
Δεν είναι ζήτημα αριθμού, αν οι δυ είναι πέντε ή δέκα. Είναι ζήτημα αποτελεσματικότητας και, εφόσον δουλειά δε γίνεται και πρέπει να γίνει, τότε πρέπει να δούμε ποιοί θα την κάνουν.
Τις ανησυχίες της Helen τις συμμερίζομαι, αλλά σκέφτομαι από την άλλη ότι αν (όπως περιμένει και περιμένω) απολύσουν χρήσιμους για να κρατήσουν τους ημέτερους, τότε απλά θα έχουν στα χέρια τους ένα σύστημα που ούτε τους ίδιους δεν θα εξυπηρετεί: εφορίες που δεν εισπράττουν, αγορανομίες και ελεγκτές εργασίας που δεν θα ξέρουν που πήγε το ικα και το φπα, όλες οι προβλέψεις θα πέφτουν έξω, δεν θα μπορούν να προγραμματίσουν τίποτα
και οι απώλειες εισοδήματος θα είναι για το κράτος αστρονομικές. Θα καταρρεύσουν όταν δεν θα μπορούν να συντηρήσουν τους κομπινο-μισθοφόρους τους, οι οποίοι τότε θα στραφούν εναντίον τους.
Οπότε, είτε που θα καταρρεύσουν, είτε που θα το κάνουν σωστά.
Αλλά ακόμα και αν δεν το κάνουν σωστά και καταρρεύσουν, θα μείνει ένα θεσμικό πλαίσιο που θα προβλέπει την απόλυση και την αξιολόγηση, ώστε από εκεί να στηθεί εξ αρχής κάτι που να μπορεί να συντηρηθεί.
Τους κινδύνους τους βλέπω.
Για να πιάσεις το ένα κλαδί ,όμως, πρέπει πρώτα να αφήσεις το άλλο.
Έχω ένα τμήμα σε επίπεδο προφίσιενσυ, το οποίο αποτελείται από τέσσερα εξαιρετικά έξυπνα αγόρια στη ηλικία των 14 και 15.
Τώρα, όπως όλοι ξέρετε από μόνοι σας και όπως επίσης είχε πεί ένας ευφυέστατος άνθρωπος, δεν μπορείς να διδάξεις ένα έξυπνο αγόρι. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι να του βάζεις προκλήσεις. Έτσι, ανάμεσα σε όλα τα άλλα που κάναμε με αυτό το τμηματάκι που όταν βαριόταν μας άκουγε όλη η Πρέβεζα από τις πλάκες τους, ζωή να'χουν, ήταν και το εξής. Τους έβρισκα βιντεάκια με ενδιαφέρουσα θεματολογία στο διαδίκτυο, τα παρακολουθούσαμε μαζί στην αίθουσα και μετά τους έθετα ερωτήματα, τους έβαζα ασκήσεις, περιλήψεις και διάφορα άλλα. Ανάμεσα στα βιντεάκια, ήταν και το παρακάτω, το οποίο περιγράφει πως μέσω του captcha, του κωδικού που πληκτρολογούμε όταν συμπληρώνουμε σε ορισμένες σελίδες, όπως στη φόρμα σχολίων του μπλόγκερ, συμβάλλουμε συνεργαζόμενοι, δίχως να ξέρουμε και δίχως να ερωτηθούμε, στην εξέλιξη του ίντερνετ.
Πως γίνεται αυτό;
Ο κωδικός που καλούμαστε να πληκτρολογήσουμε αποτελείται από δύο τμήματα, ένα ασπρόμαυρο με κυματιστά γράμματα που είναι στα αλήθεια ο κωδικός και μία φωτογραφία, η οποία δεν είναι μέρος του κωδικού και τίθεται η ίδια πολλές φορές σε πολλαπλούς χρήστες.
Πληκτρολογώντας τον αριθμό που απεικονίζεται στο δεύτερο μέρος στη φωτογραφία, η απάντησή μας συγκρίνεται με τις άλλες που έχουν δώσει άλλοι χρήστες, και έτσι μαθαίνει το σύστημα να αναγνωρίζει οπτικά λέξεις και αριθμούς. Μπορεί, σα να λέμε, να βλέπει μία κάμερα τον αριθμό ενός αυτοκινήτου που περνάει και όχι μόνο καταγράφει την εικόνα αλλά την κατανοεί, την διαβάζει, να ξέρει ότι είναι ο αριθμός τάδε και όχι απλά μία εικόνα. Δεν ξέρω αν μέχρι τώρα έχει γίνει αυτό ήδη, πάντως αυτός είναι ο σκοπός.
Βλέποντας αυτό το βίντεο, ένα από τα πανέξυπνα αυτά αγόρια επεσήμανε κάτι που δεν είχα σκεφτεί από μόνη μου και που πολύ μου άρεσε. Αφού η δεύτερη εικόνα δεν αποτελεί μέρος του κωδικού, τότε μπορείς απλά να μην πληκτρολογήσεις απάντηση, αλλά μόνο το πρώτο κομμάτι, αυτό με τα ασπρόμαυρα κυματιστά γράμματα.
Τώρα, ενώ εγώ είμαι γενικά υπέρ της προόδου και της εξέλιξης, αυτό για κάποιο λόγο μου φάνηκε τερατώδες. Καταρχάς, κανείς δε με ρώτησε αν θέλω και δεύτερον μία τόσο ασφυκτική μορφή ελέγχου παραπέμπει σε οργουλειανά σενάρια τα οποία δεν συμπαθώ καθόλου. Και ενώ απολαμβάνω τα ωφέλη του ίντερνετ, όλες αυτές τις δυνατότητες που μας προσφέρει να μαθαίνουμε και να επικοινωνούμε, να είναι ασφαλές και πολύφωνο, με τρομάζει η ευκολία που γίνονται διάφορα χωρίς να ερωτηθούμε και το πως μας χρησιμοποιούν χωρίς να το ξέρουμε, όχι μόνο σε αυτή την περίπτωση αλλά και σε άλλες.
Έτσι, λοιπόν, σε μία καθαρά μάταιη αντίσταση από την άνεση της καρέκλας μου, και χωρίς να απαρνηθώ ούτε ένα από τα δολώματα που μου ρίχνει για να με πιάσει ο πειρασμός, στους κωδικούς που μου ζητάει, νομίζω ότι κάτι έκανα επειδή πληκτρολογώ μόνο τον μισό κωδικό.
Δεν θα τους βοηθήσω εγώ να κάνουνε τις ανομίες τους!
Όταν μιλάμε για αυταπάτες, να
ξέρουμε τί λέμε, ε;
Τα παιδιά αυτά, οι μπόηδες, όπως τους λέω, δίνουν για το πτυχίο τους σε τρείς εβδομάδες.
Go boyz!
Ενεπνεύσθην το θέμα μου από την ανάρτηση του αθεόφοβου ο οποίος αριστουργηματικά παρουσίασε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, από ότι φαίνεται, βιβλίο, το οποίο συμπίπτει με τη θεματολογία ενός βιβλίου που τυχαίνει να διαβάζω αυτό τον καιρό, με τίτλο "Πως έγινα βλάκας" από κάποιον ολλανδό για τον οποίο τελικά δεν τρέφω και πολλή εκτίμηση, μιας και ενώ δείχνει σημάδια ευφυίας στο γραπτό του, το ίδιο το κείμενο φανερώνει ότι πρόκειται για έναν κακομαθημένο δυτικό που δυσκολία νομίζει ότι είναι να βαριέσαι.
Όλοι ξέρουμε, αν όχι ιδίοις όμμασι τότε σίγουρα από αφηγήσεις γιαγιάδων και παππούδων, ότι δυσκολία είναι κάτι πολύ σοβαρό και βαρύ, κάτι για το οποίο δεν κάθεσαι να ευφυολογείς αλλά το αντιμετωπίζεις με νύχια και με δόντια κι αν επιζήσεις τότε ίσως σου μείνει ενέργεια να το αφηγηθείς κιόλας.
Τέλος πάντων, αυτό που με παρακίνησε να γράψω σήμερα, είναι το γεγονός ότι από διδασκαλικής απόψεως, η εξυπνάδα είναι ακόμα πιο άπιαστη έννοια, παρόλο που θα περίμενε κανείς ένας δάσκαλος με τόσα εργαλεία αξιολόγησης στα χέρια του (διαγωνίσματα, ασκήσεις, προφορικά, γραπτά, πρακτικά) να βρίσκεται σε θέση να αξιολογήσει πιο υπεύθυνα το πόσο έξυπνος είναι ο συνάνθρωπος.
Αμ, δε!
Το πιο απλό παράδειγμα, που όλοι λίγο πολύ έχουμε ζήσει, είναι του έξυπνου παιδιού που χαραμίζει τις δυνατότητές του, τη στιγμή που άλλοι, υποδεέστεροι νοητικά, αριστεύουν και προκόβουν. Ακόμα περισσότερο έχουμε ζήσει περιπτώσεις μαθητών που ενώ στα μαθήματα είναι άριστοι, στην ζωή τους τα κάνουν μαντάρα ή, το αντίθετο, ενώ κάποιος είναι τεμπέλης κι ανεπρόκοπος στο σχολείο, να πάει καλά στη ζωή και να πετυχαίνει, τουλάχιστον από όσο μπορεί κανείς να κρίνει από τα όσα βλέπει.
Γιατί και αυτό, το "από όσα βλέπει" είναι ένα ζήτημα. Θεωρούμε έξυπνο κάποιον που είναι ξεφτέρι στα μαθηματικά αλλά ηλίθιος στις προσωπικές του σχέσεις; Θεωρούμε έξυπνο κάποιον που είναι καλός άνθρωπος αλλά μπουμπούνας στη δουλειά του; Είναι έξυπνος κάποιος που δίνει διαλέξεις αλλά στο σπίτι δέρνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του; Είναι έξυπνος κάποιος που είναι τεχνίτης στο να επισκευάζει αυτοκίνητα αλλά το νερό το γράφει ναιρώ;
Γιατί είναι τόσες πολλές οι μορφές της εξυπνάδας που είναι απλά αδύνατον να τις αξιολογήσουμε με τις περιορισμένες μας αισθήσεις και αντιλήψεις, και ένας δάσκαλος το ζεί αυτό καθημερινά. Ο μαθητής που είναι καλός στα αγγλικά μπορεί να είναι άπιαστος στα μαθηματικά ή όταν μεγαλώσει να γίνει ένας ταλαντούχος καλλιτέχης ή κομμωτής ή τεχνίτης, ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Το παιδί που παίρνει άριστα, μπορεί να είναι αντικοινωνικό και παρόλο που τα πάει περίφημα, να νιώθει δυστυχισμένο μέσα στον αυτο-εγκλωβισμό του και το παιδί που τα έχει όλα (βαθμούς, φίλους, μηχανάκι, ρούχα, κοκ) είναι πολύ πιθανό έτσι απλά, από ιδιοτροπία του χαρακτήρος να αντιδρά και να γίνει ένας άχρηστος μεγαλώνοντας.
Είναι ευφυΐα η ικανότητα μάθησης και απομνημόνευσης; Ή μήπως η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων; Ακόμα, είναι έξυπνος κάποιος που έχει μόρφωση και καλλιέργεια; Είναι εξυπνάδα να συμμορφώνεσαι ή να αυτοσχεδιάζεις; Θεωρείται έξυπνος αυτός που κάνει λεφτά ή ο ηθικός;
Παρόλο που μερικοί από εσάς θα σπεύσετε να συμφωνήσετε ότι όλα αυτά αποτελούν δείγματα ευφυίας, δυστυχώς θα αναγκαστείτε να συμφωνήσετε ότι τις περισσότερες φορές θεωρούμε έξυπνο ένα άτομο που μας βολεύει και δε μας σκοτίζει όλην ώρα.
Τους πραγματικά έξυπνους ανθρώπους, αυτούς που πραγματικά έχουν αντίληψη και τη χρησιμοποιούν δημιουργικά, αυτούς που ξέρουν τις λύσεις και το θάρρος να το πούν, τους αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη και δυσπιστία, κι αυτό γιατί η γνώμη μας για την ευφυΐα βασίζεται στην αντιμετώπιση της καθημερινότητας, η οποία τις περισσότερες φορές δεν χρειάζεται και πολλή εξυπνάδα.
Το πιο τραγικό παράδειγμα αυτής της αλήθειας είναι όταν ένα παιδί έχει τη δυστυχία να είναι εξυπνότερο από τους γονείς του.
Όταν συμβαίνει αυτό, ο γονιός παίρνει χαζές αποφάσεις για το παιδί του. Τις λογικές αντιρρήσεις του παιδιού δεν τις βλέπει ως επιχειρήματα αλλά ως αντίρρηση, ως αμφισβήτηση ή ανυπακοή και τις καταστέλλει με τιμωρίες και φωνές, εν τέλει, γιατί ακόμα και αν την πρώτη φορά καταφέρει να είναι ψύχραιμος όταν επανειλημμένα αντιμετωπίζει αντιρρήσεις, τότε σίγουρα δεν θα έχει την ευφυΐα να συγκρατήσει τα νεύρα του και θα φωνάξει, ή ίσως να δείρει κιόλας. Με αυτό τον τρόπο, το έξυπνο παιδί θα μάθει είτε να αυτο-λογοκρίνεται και να υποτάσσεται στην εξουσία ακόμα και αν αυτή είναι ηλίθια, ή ίσως η ευφυΐα του να μετατραπεί σε ηλιθιότητα, με καθημερινή εξάσκηση στο σπίτι. Πολλές φορές τυχαίνει το έξυπνο παιδί, αν είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του, να γίνει τόσο αντιδραστικός μπροστά στον φασισμό των γονιών, να γίνει αυτο-καταστροφικό, απλά και μόνο γιατί κανείς δεν το ακούει, κανείς δεν το καταλαβαίνει και δεν αντέχει άλλο τις βλακείες.
Είναι μία εξευτελιστική αλήθεια, ότι τους πραγματικά έξυπνους μαθητές, τους τιμωρούμε γιατί κάνουν φασαρία, τη στιγμή που ο λόγος για την φασαρία είναι ότι για αυτούς το μάθημα είναι βαρετό και ανούσιο: τα ξέρουν ήδη.
Και μία ακόμα αλήθεια που γνωρίζουν οι δάσκαλοι είναι ότι αν σε έναν αποδεδειγμένα ηλίθιο δώσεις τις ίδιες ευκαιρίες με αυτές που θα δώσεις στον έξυπνο και γενικά τον αντιμετωπίσεις σα να ήταν κι αυτός έξυπνος, τότε μπορεί να μην ανέβει το IQ του, αλλά σίγουρα θα τα πάει πολύ καλύτερα από το άν τον είχες καταδικάσει στο εξώτερο πυρ της βλακείας. Αν μη τι άλλο, θα είναι πιο συνεργάσιμος, εκτιμώντας την ευγένεια και την εκτίμηση.
Και τελικά, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ανεξάρτητα από την πραγματική φύση της εξυπνάδας ή της χαζομάρας, αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν ο άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά μας είναι έξυπνος ή χαζός αλλά ο τρόπος με τον οποίον θα συνδιαλλαγούμε με αυτόν. Αυτό είναι που θα κρίνει όχι μόνο τη δική μας επιτυχία, αλλά και τη δική του και τον χαρακτήρα της κοινωνίας που όλοι μαζί διαμορφώνουμε μέσω των σχέσεών μας.
Άρα, κατέληξα, αυτό που είναι ζωτικής σημασίας να κάνουμε, όχι μόνο ως γονείς ή δάσκαλοι, αλλά
γενικότερα σαν άνθρωποι, σαν επαγγελματίες ή σαν φίλοι και κοινωνικά όντα, είναι όχι να διαγνώσουμε την ηλιθιότητα ή την ευφυΐα του άλλου, αλλά τη δική μας.
Και μόλις το κάνουμε αυτό, μιας και δεν μπορούμε να επέμβουμε στη φύση του εαυτού μας ούτε στη φύση των άλλων, να δούμε με ποιόν τρόπο η δική μας ηλιθιότητα (σε ορισμένα θέματα) ή ευφυΐα (σε ορισμένα άλλα) μπορεί να συνδυαστεί αρμονικά με των υπολοίπων με τρόπο εποικοδομητικό και όχι καταστροφικό, γιατί είναι πολύ εύκολο να απορρίψεις τον άλλον σαν ηλίθιο, χωρίς να γνωρίζεις τί μπαγκάζια κουβαλάει, αλλά αν το κάνεις, τότε η δική σου απόρριψη θα σε κάνει εσένα τον ίδιο να φέρεσαι με αρνητικό τρόπο και τότε εσύ ο ίδιος είσαι που θα εκνευρίζεσαι μονίμως, άσχετα με την συμπεριφορά του άλλου.
Πολλές είναι οι φορές που κάνουμε κύρηγμα στα παιδιά, λέγοντάς τους ότι δεν πρέπει αυτό ή δεν κάνει εκείνο.
Για αυτό και περιμένω να πάνε για ύπνο πριν βάλω ένα ποτήρι κρασάκι, αν όχι κάθε βράδυ, τότε οπωσδήποτε μέρα παρά μέρα, ειδικά αν τύχει να μου έχουν στείλει κάποιο καλό τίποτα γνωστοί.
Το ξέρω είναι λάθος, όμως εκτός από το ότι δεν θέλω να συνηθίσουν στην εικόνα κάποιου που πίνει με το ποτήρι στο χέρι, θέλω να το φχαριστηθώ με την ησυχία μου, χωρίς "μαμά αυτό, μαμά εκείνο" να με σηκώνουν όλην ώρα. Βάζω τη μουσικούλα στο μήντια πλέηερ σε τυχαία σειρά, κάθομαι στο βλογάκι ή στο φέησμπουκ και είναι η ώρα που είναι για εμένα.
Κάποτε, όμως, τα παιδιά μεγαλώνουν και καταλαβαίνουν τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπουν. Κι αρχίζουν τις ερωτήσεις.
"Μαμά γιατί πίνεις κρασί;"
Πως να του εξηγήσεις τώρα;
Τι να του πείς για τα άγχη;
Τί να του πείς για την από παντού αβάσταχτη πίεση και που όλοι κάτι σου ζητάνε;
Πως να του πείς για το απίστευτο βάρος της καθημερινής βαρύτατης ευθύνης, για την τρομερή συνειδητοποίηση της αβεβαιότητας, για όλα αυτά που δεν μπορείς να ελέγξεις αλλά εκείνο νομίζει ότι μπορείς;
Πως να του πείς ότι παραβαίνοντας μερικούς απλούς κανόνες μερικές φορές, έστω και αν είναι οι δικοί σου, μπορείς και νιώθεις άνθρωπος για να ανασάνεις επιτέλους;
Πως να του εξηγήσεις ότι παρόλο που είναι οι δικές σου επιλογές που σε έφεραν εδώ, μερικές φορές σε πνίγει ο τοίχος;
Πως να του πείς ότι μερικές φορές οι άνθρωποι κάνουν απλά ό,τι γουστάρουν;
Και ότι μερικές φορές, απλά δε δίνουν δυάρα;
Πως να του πείς ότι η λογική είναι υπερτιμημένη και αντί για διέξοδο μερικές φορές αποτελεί δεσμά;
Πως να του εξηγήσεις ότι αυτό το μηδαμινό ποτήρι είναι η επανάστασή μου, κόντρα στον ίδιο μου τον εαυτό και κόντρα σε όσα τον αναγκάζω εγώ η ίδια να κάνει;
"Ε, μερικές φορές, όχι πάντα. Επειδή μου αρέσει, μου είπε ο γιατρός ότι ένα ποτήρι,
που και που, κάνει καλό."
Καλλιεργώντας οικονομίες στο θερμοκήπιο του δυτικού αγκυλώματος, ξεχνάμε ότι η πρόοδος και η ανάπτυξη που σημείωσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν έγιναν σε περιβάλλον τόσο ελεγχόμενο όσο το σημερινό αλλά περισσότερο μέσα σε κάτι που έμοιαζε με ζούγκλα. Ακόμα και το υπέρτατο αγαθό αυτό της κοινωνικής πρόνοιας και των εργασιακών δικαιωμάτων, κατέστη απαραίτητο αλλά και δυνατό μέσα σε εκείνες τις καθόλα ελεύθερες συνθήκες.
Το να περιμένει κανείς από τις παρούσες αγκυλώσεις να πάρει φόρα η επιχειρηματικότητα είναι μάταιο.
Καταρχάς, δεν έχει ο παραγωγικός πολίτης, από τον μεγιστάνα μέχρι τον χειρωνάκτη, κίνητρο να δουλέψει. Είναι τέτοιο το περιβάλλον, που απλά δε βγαίνουν τα νούμερα. Αυτό που συμφέρει στην παρούσα φάση είναι να κλέβεις, να κερδοσκοπείς και να καταπατάς, αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να υπάρχει κάτι χειροπιαστό να κλέψεις, να καταπατήσεις και να κερδοσκοπήσεις.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τη φύση του αδιέξοδου, ωστόσο θα δώσω ένα ακόμη παράδειγμα. Αν είσαι γιατρός στο εσυ και έχεις στήσει μπίζνα να παίρνεις προμήθειες από φάρμακα και αναλώσιμα και ταυτόχρονα έχεις μπεί και σε καναδυό επιτροπές με τα ανάλογα παράτυπα και αδήλωτα ωφέλη, τότε θέλεις το εσύ να συνεχίσει να υπάρχει για να έχεις τη δυνατότητα να συνεχίσεις να λαμβάνεις τρίς από τον επίσημο μισθό, από τις μίζες αλλά και από τα φακελάκια πάσης φύσεως. Ωστόσο, απομυζώντας πόρους από το σύστημα, εν τέλει το σύστημα θα εξαντληθεί όπως ο σκύλος από τα τσιμπούρια και, ενώ τα τσιμπούρια ίσως βρούν άλλον σκύλο να αφαιμάξουν εσύ δεν θες να τρέχεις τώρα σε άλλες χώρες(όπου πιθανότατα να είναι πολύ χειρότερα) ούτε να ξεβολευτείς. Σε συμφέρει να μείνει το σύστημα ζωντανό.
Άρα, αδιέξοδο: ούτε εσύ θα σταματήσεις να κλέβεις, ούτε το σύστημα μπορεί να δανείζεται επ' αόριστον.
Και σα να μην έφτανε αυτό, είχαμε και το κλείσιμο των επαγγελμάτων που, σε συνδυασμό με την ενεξέλεγκτη είσοδο σε πανεπιστήμια, ήταν τελικά καταστροφικό, διότι έστρεψε ολόκληρες γενιές στην ίδια κατεύθυνση, χωρίς καμμία πρόνοια για το πόσοι πτυχιούχοι θα μπορούν να απορροφηθούν σε πέντε, δέκα , είκοσι χρόνια. Και μόλις οι απλοί, μη-οικονομολόγοι πολίτες είδαν πόσο καλά περνάν οι δάσκαλοι, κατά χιλιάδες μπήκαν στις παιδαγωγικές σχολές. Ανάλογα, χιλιάδες αρχιτέκτονες, δικηγόροι, μαθηματικοί, λογοθεραπευτές, κοκ, βγήκαν από τα πανεπιστήμια της Πανδώρας, αυξάνοντας τη ζήτηση και ρίχνοντας τις αμοιβές, οι οποίες είναι πλέον απαγορευτικά χαμηλές, ειδικά σε ένα πληθυσμό που γηράσκει χωρίς να μαθαίνει και ένας εργαζόμενος πρέπει να συντηρεί δέκα συνταξιούχους, συν όσους κλέβουν, συν κάτι μετανάστες, συν τους πολιτικούς, συν άγονες γραμμές και δεκο, συν σχολεία και πανεπιστήμια και σύστημα υγείας.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που αρχικά προορίζονταν για προστασία, τελικά ήταν η καταδίκη, διότι η ανισορροπία επέφερε την ανατροπή, και πλέον ο πτυχιούχος αναγκάζεται να δουλεύει με μισθό χειρωνάκτη, χωρίς ο χειρωνάκτης να ωφελείται, μέσα στο μπάχαλο ετούτο.
Και ερωτώ: αφού το κλείσιμο είναι τόσο καλό, τότε γιατί να μην είναι κλειστά όλα τα επαγγέλματα; Και του αγρότη, και της νοσοκόμας και της καθαρίστριας, και του ηλεκτρολόγου, όλα.
Έτσι μόνο θα το δεχόμουν, αν με προστάτευε εμένα ο νόμος όπως προστατεύει και τους άλλους, διότι, τα κόστη που έχουν εκτιναχθεί σε ιλιγγιώδη ύψη αποδεικνύουν ότι το επιλεκτικό κλείσιμο δεν είναι προστασία αλλά καταδίκη σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον έξω από το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει τίποτα. Απόδειξη για αυτό, οι περίφημες υπηρεσίες και η χαμηλή ποιότητα που παρέχουν στην Ελλάδα: πόσο καλός είναι ο Έλληνας πολεοδόμος, όταν οι πόλεις είναι έτσι όπως είναι; Πόσο καλός είναι ο Έλληνας οδοποιός, όταν οι δρόμοι είναι αυτοί που είναι, πόσο καλός είναι ο Έλληνας μεταφορέας όταν οι μεταφορές είναι αυτές που είναι, κοκ.
Να επισημάνω, σε αυτό το σημείο, ότι η μονιμότητα των δυ για εμένα είναι ακριβώς το ίδιο με την προστασία των κλειστών επαγγελμάτων, αφού τους δίνει πλήρη ασυλία από τους νόμους της αγοράς, της προσφοράς και της ζήτησης, της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμογής στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον: μονιμότητα = στασιμότητα και ποιός έχει την πολυτέλεια να είναι στάσιμος τώρα; Ακόμα και αν όλα τα επαγγέλματα έκλειναν, όμως, και πάλι λόγω υπερπροσφοράς θα περίσσευαν αρκετοί, θα έμεναν έξω από την παραγωγική διαδικασία και σίγουρα, μέσα στη γενικότερη διαφθορά, αυτοί που θα έμεναν έξω δεν θα ήταν αυτοί που μία υγειής οικονομία θα απέβαλλε ως ανίκανους αλλά αυτοί που δεν θα συμμετείχαν στο κλέψιμο, οι μη-ημέτεροι δηλαδή, άρα μηδέν από μηδέν=μηδέν, και μία από τα ίδια.
Για αυτό, όταν λέμε απελευθέρωση ή φιλελευθερισμός δεν πρέπει να εννοούμε να κάνει ό,τι γουστάρει ο μεγιστάνας (ο οποίος δεν στηρίζει αλλά παρασιτεί στις οικονομίες) αλλά η ελευθερία να αναμετρηθεί ο απλός άνθρωπος με την αγορά χωρίς να τον πνίγει το μεγαλοσυμφέρον, γιατί στην ουσία με τον ίδιο τρόπο που αν εκλείψει το πλανκτόν θα πεθάνουν οι φάλαινες, έτσι και αν πτωχεύσει ο απλός πολίτης θα μαραζώσει η πολύτιμη αγορά τους, γιατί άντε τώρα να ανακεφαλαιώνεις τράπεζες που δεν έχουν καταθέσεις και άντε να πουλήσεις μετοχές εταιρειών χωρίς αντίκρυσμα.
Όταν ψυχορραγεί ο σκύλος, το τσιμπούρι δεν πρέπει να ρουφάει περισσότερο, αλλά λιγότερο, τουλάχιστον μέχρι ο ξενιστής να γιάνει, και να παρέχει άφθονο αιματάκι και πάλι.
Είναι χαρακτηριστικό όταν σκουραίνουν τα πράγματα να αναρωτιόμαστε τί πήγε στραβά και τί πρέπει να κάνουμε αλλιώς, ώστε να βγούμε από τη στενωπό.
Μόλις το βρούμε, λέμε συνήθως "Κοίτα να δείς, έπρεπε να το είχα κάνει νωρίτερα πως και δεν το σκέφτηκα!" αλλά αυτό είναι αδύνατον να γίνει, διότι νωρίτερα ίσως να μην ήταν ανάγκη να γίνει αλλά, κυρίως, επειδή εμείς οι ίδιοι, αποκοιμισμένοι σε μία βολική ρουτίνα, δεν αναρωτήθηκαμε αν κάτι δεν είναι καλό μέχρι τη στιγμή που σκάει στα χέρια μας η κρίση. Ίσως, ακόμα, ενώ βλέπαμε ότι αυτό που κάνουμε δεν είναι και το καλύτερο, να μην ασχολούμαστε με αυτό το ζήτημα, αναβάλλοντας τη λύση του για όσο "τσουλάει".
Μπορεί να μην πρόκειται για την κρίση την οικονομική, αλλά αφορά κάθε είδους κρίση, όπως όταν μεγαλώνοντας το παιδί μας νομίζουμε ότι όλα πάνε καλά μέχρι που αυτό αρχίζει τις αντιδράσεις ή με τη δουλειά μας όπου, ενώ τελούσαμε υπό την ψευδαίσθηση πως όλα είναι τακτοποιημένα και πάνε ρολόι, ξαφνικά δε βγαίνουν τα νούμερα ή όλοι για κάποιον λόγο παραπονιούνται και πέφτει γκρίνια και δυστοκία.
Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να τελούμε πάντα υπό κατάσταση κρίσης, ούτε να είναι όλες οι μέρες μας τόσο πιεστικές, όσο όταν περνάμε την κρίση, διότι ο εαυτός μας είναι πεπερασμένος και δεν υπάρχει δεύτερος: αν τον εξαντλήσουμε απλά και μόνο για να τα βγάλουμε πέρα με την ρουτίνα, τότε τη στιγμή της ανάγκης θα είμαστε αδύναμοι. Δεν είναι δυνατόν να δίνεις συνεχώς το 100% της ενέργειάς σου. Αν η ρουτίνα μας είναι εξαντλητική, τότε στην κρίση θα είμαστε ήδη καταπονημένοι, θα καταρρεύσουμε.
Ας παρομοιάσουμε, λοιπόν, την κοινή, συνηθισμένη μας ζωή με το κοτσάνι ή τον μίσχο ενός λουλουδιού. Το φυτό μέχρι κάποιο σημείο ακολουθεί μία , ας την πούμε, ρουτίνα, υπό την έννοια ότι για κάποιο διάστημα κάνει το ίδιο μονότονο πράγμα: στήνει τον μίσχο. Για ημέρες ή εβδομάδες, το μόνο που κάνει είναι να ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα, να στοιβάζει το ένα πάνω από το άλλο πράγματα, να χτίζει κάτι ίσιο και άγευστο και άοσμο, με τον ίδιο τρόπο που εμείς ακολουθούμε το ίδιο πρόγραμμα μέρα με την ημέρα, ξανά και ξανά χρόνος μπαίνει-χρόνος βγαίνει.
Όλα τα φύλλα είναι ίδια, σαν τις μέρες μας, ο μίσχος είναι ίδιος σε όλο του το μήκος, από τη βάση ως την κορυφή.
Ξαφνικά, όμως έρχεται η στιγμή που πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο μας, αντί για φύλλα να φτιάξουμε πέταλα και στήμονες.
Και τότε είναι που θα κριθεί αν η μέχρι τότε προσπάθειά μας ήταν καλή. Αν ο μίσχος των ημερών μας είναι γερός, τότε το άνθος θα είναι μεγαλόπρεπο και τέλεια σχηματισμένο, με χρώματα και αρώματα. Δεν πρέπει να επιμείνουμε να λειτουργούμε όπως όταν οι μέρες μας ήταν πράσινα φύλλα, αλλά με όλη μας την ενέργεια να αλλάξουμε τη δράση μας γιατί αυτό το άνθος θα είναι το μέλλον. Όσο καλά και αν είναι τα φύλλα που με επιμονή φτιάξαμε, η χρησιμότητά τους είναι να δώσουν τα πάντα στα πέταλα.
Και ενώ το φυτό είναι γενετικά ρυθμισμένο ώστε να ξέρει πότε να αλλάξει κι από πράσινο να γίνει βιολετί, οι άνθρωποι έχοντας καταπνίξει τα ένστικτά τους πρέπει με το νού τους να αποφασίζουν μέχρι και την τελευταία ανάσα,
πρέπει με πολλή αγωνία και αμφιβολία να λαμβάνουν αποφάσεις για τα πάντα και δεν είναι όλοι που το καταφέρνουν να ανθίσουν.