Δεν προλαβαίνουμε.
Θα προλάβουμε.
Μα εγώ όχι.
Ο ένας ξεψύχησε.
Ο τελευταίος ένας κοίταξε γύρω.
Είχαν προλάβει να φτάσουν ως εδώ και τώρα μόνος έμενε να συνεχίσει.
Είχαν κάνει λάθη. Είχαν δείξει υπερβολική σιγουριά. Νόμισαν ότι τα είχαν υπολογίσει όλα, να όμως που τα γονίδια τελείωσαν. Ποιός να έλεγε ότι θα τελείωναν τα γονίδια! Και να που τώρα δεν μπορούσε να υπάρξει αναπαραγωγή παρά μόνο παραγωγή. Και τα γονίδια τελείωσαν.
Στα μικρότερα πλάσματα ξεκινήσαμε από παραγωγή χοντροειδών τεράτων που με τον καιρό εξελίχθηκαν σε πιο εκλεπτυσμένα, με κάποια βοήθεια από εμάς. Ξαναφτιάξαμε την εξέλιξη βήμα-βήμα, αλλά στα μικρότερα πλάσματα υπήρχαν γονίδια παντού. Με εμάς τί θα γίνει τώρα....
Κοίταξε ο ένας το κουφάρι του άλλου, πάνω σε ένα κατάλευκο γυαλιστερό τραπέζι στη μέση της ζούγκλας. Μόνο εγώ έμεινα. Η απόφαση που θα πάρω θα είναι η τελευταία. Για μένα και για όλους. Δίπλα στο κουφάρι ήταν ένα νέο γυμνό σώμα, προς το παρόν άψυχο, επίσης πάνω σε ένα κατάλευκο τραπέζι. Έσκυψε και του έκανε τεχνητή αναπνοή. Το σώμα ανάσανε, χωρίς όμως να ξυπνήσει. Ήταν πλέον, ζωντανό. Ζωντανός.
Και τώρα η απόφαση. Πως να περάσεις όλη αυτή τη γνώση χιλιετιών σε ένα απόλυτα ακατέργαστο μυαλό; Πως να προειδοποιήσεις για τους κινδύνους και πως να αποτρέψεις τα ίδια λάθη; Η ιστορία είχε ήδη την απάντηση, αλλά ήταν αυτή που δεν ήθελε με τίποτα τα παραδεχτεί. Ναι, στο απόγειο της εξέλιξης του νού, ο εγωισμός ακόμα αποτελούσε ζήτημα. Τι ειρωνεία!
Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ίσως και ο ίδιος να μην είχε πολύ χρόνο ακόμη. Θα ήταν καλύτερα να περιμένει να φτιαχτεί η γυναίκα, αλλά αυτό ήθελε χρόνο και δεν ήξερε αν τον είχε αυτόν τον χρόνο. Ο άνδρας δεν θα μπορούσε καν να μιλήσει, πόσο μάλλον να διασχίσει με το νού όλα εκείνα που έφεραν την ανθρωπότητα εδώ που είναι, σε εμένα δηλαδή. Αλλά η γυναίκα θα αργούσε ακόμα. Έπρεπε με τον άντρα να κάνει ότι μπορούσε, τώρα.
Είχαν κάνει λάθη. Κοίταξε με πίκρα τον νεκρό, προ-τελευταίο άνθρωπο. Κοίταξε προς τα κάτω τον εαυτό του, την άσπρη κελεμπία του. Ήταν το πιο ανάλαφρο υλικό κατασκευασμένο από νανο-νήματα, ανθεκτικότερο από οποιοδήποτε υλικό που είχε φτιαχτεί ως τώρα, απόλυτα αδιάβροχο αντι-ανεμικό και μονωτικό. Με αυτή μπορούσες να περπατήσεις στην έρημο και στο χιόνι με την ίδια άνεση. Πόσες χιλιετίες ακόμα θα έπρεπε να περάσουν μέχρι να ξαναφτιαχτεί κάτι τέτοιο...
Η απόφαση. Ήταν η ώρα που έπρεπε να αποφασίσει και ήταν μόνος. Τι και πως θα έλεγε στον νέο άνθρωπο; Η απόφαση αυτή θα έδινε σχήμα σε όλα τα μετέπειτα. Μειδίασε πικρά με την απίστευτη ειρωνεία. Για όνομα του θεού, είχε ακόμα και άσπρη γενειάδα, μιας και τα τελευταία χρόνια, μέσα στον πανικό της συνειδητοποίησης, δεν τον ένοιαζε πια η εμφάνιση. Μετά από όλα αυτά, θα το έπαιζε θεός.
Όλη αυτή η τεχνολογία, όλη αυτή η γνώση, όλη αυτή η έρευνα και η επίπονη καταγραφή, όλος αυτός ο μόχθος και η αγωνία, θα περάσουν ως έργα του θεού. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Είχαν όλα καταστραφεί και με τις έσχατες δυνάμεις τους μόλις που πρόλαβαν να στήσουν τα βασικά, εξ αρχής.
Θεός, λοιπόν.
Κατ, εικόνα.
Έσκαψε με ευκολία έναν λάκκο και έθαψε τον νεκρό φίλο του. Η νανο-στολή του τον βοηθούσε να κινείται άκοπα. Έριξε το κατάλευκο τραπέζι στα νερά του ενός ποταμού. Σήκωσε τον κοιμισμένο δευτερόπλαστο από το τραπέζι, τον ακούμπησε στο χώμα της ζούγκλας και έριξε το άλλο τραπέζι στον άλλο ποταμό. Όχι για κάποιον λόγο, απλά για την συμμετρία της ιστορίας. Άλλη σύμπτωση κι αυτή: δύο ποταμοί.
Η μόνη ένδειξη ότι κάτι είχε υπάρξει ήταν η κελεμπία του αυτή τη στιγμή. Κλαίγοντας, έγειρε. Τόσα λάθη, τόσα λάθη!
Όταν ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, στάθηκε δίπλα από το σώμα του νέου άνθρωπου. Γονάτισε και τον ξύπνησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Εξαίρετο δείγμα, στα αλήθεια,παρόλο που αν είχαν περισσότερο χρόνο θα μπορούσε να είχε τελειοποιήσει ακόμα περισσότερο ορισμένα πράγματα.... Μερικά χιλιόμετρα παραπέρα, η γυναίκα μεγάλωνε σε ένα ανάλογο τραπέζι. Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια χωρίς νόημα. Ένα ζώο με δυνατότητες.
Ας αρχίσω με το σημαντικότερο: την ομιλία.
Θα προλάβουμε.
Μα εγώ όχι.
Ο ένας ξεψύχησε.
Ο τελευταίος ένας κοίταξε γύρω.
Είχαν προλάβει να φτάσουν ως εδώ και τώρα μόνος έμενε να συνεχίσει.
Είχαν κάνει λάθη. Είχαν δείξει υπερβολική σιγουριά. Νόμισαν ότι τα είχαν υπολογίσει όλα, να όμως που τα γονίδια τελείωσαν. Ποιός να έλεγε ότι θα τελείωναν τα γονίδια! Και να που τώρα δεν μπορούσε να υπάρξει αναπαραγωγή παρά μόνο παραγωγή. Και τα γονίδια τελείωσαν.
Στα μικρότερα πλάσματα ξεκινήσαμε από παραγωγή χοντροειδών τεράτων που με τον καιρό εξελίχθηκαν σε πιο εκλεπτυσμένα, με κάποια βοήθεια από εμάς. Ξαναφτιάξαμε την εξέλιξη βήμα-βήμα, αλλά στα μικρότερα πλάσματα υπήρχαν γονίδια παντού. Με εμάς τί θα γίνει τώρα....
Κοίταξε ο ένας το κουφάρι του άλλου, πάνω σε ένα κατάλευκο γυαλιστερό τραπέζι στη μέση της ζούγκλας. Μόνο εγώ έμεινα. Η απόφαση που θα πάρω θα είναι η τελευταία. Για μένα και για όλους. Δίπλα στο κουφάρι ήταν ένα νέο γυμνό σώμα, προς το παρόν άψυχο, επίσης πάνω σε ένα κατάλευκο τραπέζι. Έσκυψε και του έκανε τεχνητή αναπνοή. Το σώμα ανάσανε, χωρίς όμως να ξυπνήσει. Ήταν πλέον, ζωντανό. Ζωντανός.
Και τώρα η απόφαση. Πως να περάσεις όλη αυτή τη γνώση χιλιετιών σε ένα απόλυτα ακατέργαστο μυαλό; Πως να προειδοποιήσεις για τους κινδύνους και πως να αποτρέψεις τα ίδια λάθη; Η ιστορία είχε ήδη την απάντηση, αλλά ήταν αυτή που δεν ήθελε με τίποτα τα παραδεχτεί. Ναι, στο απόγειο της εξέλιξης του νού, ο εγωισμός ακόμα αποτελούσε ζήτημα. Τι ειρωνεία!
Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Ίσως και ο ίδιος να μην είχε πολύ χρόνο ακόμη. Θα ήταν καλύτερα να περιμένει να φτιαχτεί η γυναίκα, αλλά αυτό ήθελε χρόνο και δεν ήξερε αν τον είχε αυτόν τον χρόνο. Ο άνδρας δεν θα μπορούσε καν να μιλήσει, πόσο μάλλον να διασχίσει με το νού όλα εκείνα που έφεραν την ανθρωπότητα εδώ που είναι, σε εμένα δηλαδή. Αλλά η γυναίκα θα αργούσε ακόμα. Έπρεπε με τον άντρα να κάνει ότι μπορούσε, τώρα.
Είχαν κάνει λάθη. Κοίταξε με πίκρα τον νεκρό, προ-τελευταίο άνθρωπο. Κοίταξε προς τα κάτω τον εαυτό του, την άσπρη κελεμπία του. Ήταν το πιο ανάλαφρο υλικό κατασκευασμένο από νανο-νήματα, ανθεκτικότερο από οποιοδήποτε υλικό που είχε φτιαχτεί ως τώρα, απόλυτα αδιάβροχο αντι-ανεμικό και μονωτικό. Με αυτή μπορούσες να περπατήσεις στην έρημο και στο χιόνι με την ίδια άνεση. Πόσες χιλιετίες ακόμα θα έπρεπε να περάσουν μέχρι να ξαναφτιαχτεί κάτι τέτοιο...
Η απόφαση. Ήταν η ώρα που έπρεπε να αποφασίσει και ήταν μόνος. Τι και πως θα έλεγε στον νέο άνθρωπο; Η απόφαση αυτή θα έδινε σχήμα σε όλα τα μετέπειτα. Μειδίασε πικρά με την απίστευτη ειρωνεία. Για όνομα του θεού, είχε ακόμα και άσπρη γενειάδα, μιας και τα τελευταία χρόνια, μέσα στον πανικό της συνειδητοποίησης, δεν τον ένοιαζε πια η εμφάνιση. Μετά από όλα αυτά, θα το έπαιζε θεός.
Όλη αυτή η τεχνολογία, όλη αυτή η γνώση, όλη αυτή η έρευνα και η επίπονη καταγραφή, όλος αυτός ο μόχθος και η αγωνία, θα περάσουν ως έργα του θεού. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Είχαν όλα καταστραφεί και με τις έσχατες δυνάμεις τους μόλις που πρόλαβαν να στήσουν τα βασικά, εξ αρχής.
Θεός, λοιπόν.
Κατ, εικόνα.
Έσκαψε με ευκολία έναν λάκκο και έθαψε τον νεκρό φίλο του. Η νανο-στολή του τον βοηθούσε να κινείται άκοπα. Έριξε το κατάλευκο τραπέζι στα νερά του ενός ποταμού. Σήκωσε τον κοιμισμένο δευτερόπλαστο από το τραπέζι, τον ακούμπησε στο χώμα της ζούγκλας και έριξε το άλλο τραπέζι στον άλλο ποταμό. Όχι για κάποιον λόγο, απλά για την συμμετρία της ιστορίας. Άλλη σύμπτωση κι αυτή: δύο ποταμοί.
Η μόνη ένδειξη ότι κάτι είχε υπάρξει ήταν η κελεμπία του αυτή τη στιγμή. Κλαίγοντας, έγειρε. Τόσα λάθη, τόσα λάθη!
Όταν ξαναβρήκε την ψυχραιμία του, στάθηκε δίπλα από το σώμα του νέου άνθρωπου. Γονάτισε και τον ξύπνησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. Εξαίρετο δείγμα, στα αλήθεια,παρόλο που αν είχαν περισσότερο χρόνο θα μπορούσε να είχε τελειοποιήσει ακόμα περισσότερο ορισμένα πράγματα.... Μερικά χιλιόμετρα παραπέρα, η γυναίκα μεγάλωνε σε ένα ανάλογο τραπέζι. Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια χωρίς νόημα. Ένα ζώο με δυνατότητες.
Ας αρχίσω με το σημαντικότερο: την ομιλία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου