Πριν από πάρα πολύ καιρό, ήμουν γύρω στα 20-κάτι, είχαμε στην παρέα τη ραδιοφωνική ένα παιδί που είχε διάφορα προβλήματα. Τραύλιζε, ψεύδιζε, είχε διάφορα έντονα τικ και ήταν έκδηλο ότι εκτός από όλα αυτά είχε και τα ψυχολογικά που συνήθως τα συνοδεύουν. Καλό παιδί γενικώς, αλλά δεν καταλάβαινες τί έλεγε και σα να μην έφταναν όλα τα κακά της μοίρας του, ήταν και υπέρβαρος. Και είχε και λίγα μαλλιά.
Επίσης έκδηλο ήταν ότι με είχε ερωτευτεί. Όσο ήμασταν μεγάλη η παρέα, δεν έλεγε τίποτα, δείλιαζε. Μετά η παρέα άρχισε να φυλλορροεί κατά την πορεία των βίων μας, και μείναμε στην Πρέβεζα από
όλη την παρέα αυτός κι εγώ να κάνουμε εκπομπές, οπότε κάποια στιγμή, το έβλεπα ότι έρχονταν, και τελικά μου το ξεφούρνισε. Φυσικά ήξερε ότι δεν είχε ελπίδα αλλά υπήρξα κάτι παραπάνω από σαφής διότι τα άτομα με ψυχολογικές εκκρεμότητες είναι εύκολο να παρερμηνεύσουν τις προθέσεις των άλλων με λιγότερες εκκρεμότητες.
Ωστόσο, θες επειδή ο Έρωτας είχε εξαφανιστεί εκείνον τον καιρό και μου την είχε βαρέσει στα νεύρα, λίγο επειδή εκείνο τον καιρό υπήρχαν κι άλλες αλλαγές, μεγάλες, στη ζωή μου, θες επειδή είχε έναν απολύτως εκνευριστικό τρόπο να με κοιτάει σα ζητιάνος, θες επειδή είχαν ενταθεί λόγω ερωτικής απογοήτευσης τα συμπτώματά του, δεν τον άντεχα άλλο. Είχα φτάσει στο σημείο να τον αποφεύγω. Σκέφτηκα, όμως, δεν είναι αυτός τρόπος να περνάς τις ημέρες σου, αθηνόβιο. Δεν είναι δυνατόν να περιορίζεσαι επειδή ένας άσχετος έτσι θέλει. Βρες λύση. Και την βρήκα, η κακούργα. Την επόμενη φορά που ήρθε στο στούντιο την ώρα της εκπομπής μου, του είπα ευθέως και χωρίς καμμία περιστροφή, κατάμουτρα και ανηλεώς ότι δεν ήθελα να έρχεται και ότι δεν τον άντεχα άλλο, ότι δεν ήθελα να κάνουμε παρέα, ούτε καν να μου μιλάει. Ότι δεν τον χωνεύω. Το παιδί , όπως ήταν φυσιολογικό, αγανάκτησε και έφυγε.
Ένιωσα τύψεις, αλλά οι μέρες μου έγιναν λιγότερο δυσάρεστες και περισσότερο ευχάριστες. Επίσης, δεν ήξερα τί άλλο να έκανα, εφόσον ο άνθρωπος αυτός είχε ολοκάθαρα προσκολληθεί σε εμένα αλλά εγώ δεν μπορούσα ούτε να έχω την ευθύνη για την ύπαρξή του, ούτε για τα ψυχολογικά του, ούτε ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω με άλλο τρόπο. Έλεγα από μέσα μου ότι ήταν πολύ χειρότερο για αυτόν να νομίζει λάθος πράγματα και ότι ίσως με αυτή μου την κίνηση να του έδινα μία ώθηση να ξεκολλήσει, να ξυπνήσει κατά κάποιον τρόπο. Η αλήθεια, όμως ήταν, και το ήξερα, πως απλά έκανα αυτό που ήθελα χωρίς κανέναν δισταγμό. Σε τελευταία ανάλυση σκέφτηκα, δεν έχω υποχρέωση να νταντεύω ούτε να αναθρέψω κανέναν.
Τα τικ και το τραύλισμα και το ψεύδισμά του χειροτέρεψαν πολύ. Το τικ του έγινε τόσο έντονο που πλέον πετάγονταν ολόκληρος σαν από ηλεκτρικό ρεύμα κάθε μερικά δευτερόλεπτα. Αργότερα έφυγε και αυτός από την πόλη για να σπουδάσει σε κάποια σχολή.
Δυστυχώς, ήταν πολύ φίλος με τον σύζυξ. Και εξακολουθούσα να νιώθω τύψεις, οπότε με μισή καρδιά του ζήτησα συγγνώμη. Φυσικά, δεν είχαμε και καμμιά εγκάρδια σχέση. Απλά ήμασταν υποτυπωδώς ευγενικοί ο ένας με τον άλλον, όποτε βρισκόμασταν στην ίδια παρέα.
Τα χρόνια πέρασαν. Αυτός έκανε διάφορες θεραπείες για τα συμπτώματά του, τελείωσε τη σχολή του σε λίγο περισσότερο από δεκαετία και δούλεψε σε διάφορες περιστασιακές δουλειές. Εγώ παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, δίδαξα αγγλικά (με ένα τριετές ιστιοπλοϊκό διάλειμμα), έκοψα το ραδιόφωνο, την χορωδία και άρχισα το μπλόγκιν, είκοσι χρόνια περίπου πέρασαν.
Τις προάλλες τον είδα στο δρόμο, Χαιρετιστήκαμε. Τον ρώτησα πως είναι, για την οικογένειά του, κοκ. Κάποια στιγμή κάποιος άλλος με φώναξε και γύρισα το κεφάλι να δω ποιός ήταν. Είπα καναδυό κουβέντες και ξαναγύρισα το κεφάλι για να συνεχίσω την κουβέντα μου με αυτόν, αλλά είχε εξαφανιστεί, λες και τον κατάπιε η γης. Ούτε την πλάτη του που έφευγε δεν διέκρινα πουθενά. Είχε γίνει καπνός. Έλα χριστέ και παναγιά, σκέφτηκα. Τί κόλπα είναι τούτα.
Αυτό που με έκανε να ανησυχήσω ακόμα περισσότερο για αυτό το παιδί ήταν όταν πριν από λίγε ημέρες τον ξαναείδα στον δρόμο. Ετοιμάστηκα από μακρυά να του πω μία καλημέρα, αλλά αυτός έκανε το εξής. Πήρε ειρωνική έκφραση, είπε "Α! η Τρελή!" και έστριψε σε μία γωνία.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν "Fuck!"
Πρώτη φορά εξέφραζε θυμό, είκοσι χρόνια μετά, έτσι, με αυτόν τον τρόπο στη μέση του δρόμου. Πολύ ανησυχητικό.
Δεν ξέρω τι θα απογίνει με αυτό το όχι-πλέον παιδί.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω πλέον για να λύσω αυτό το ζήτημα. Δε νομίζω ότι λύνεται, βασικά, γιατί εφόσον πρόκειται για ερωτική απογοήτευση, δεν είναι δυνατόν να του κάτσω αναδρομικά και υπό ιατρική παρακολούθηση, με τα προβλήματα που έχει.
Ξέρω στα σίγουρα ότι, μπορεί να μην χειρίστηκα σωστά το ζήτημα τότε, ωστόσο δεν είμαι εγώ η γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων του, γιατί αυτά τα είχε πολύ πριν με γνωρίσει.
Φοβάμαι ότι έχω γίνει η προσωποποίηση των αγανακτήσεών του, ότι έχει φορτώσει στο πρόσωπό μου όλα του τα ζητήματα.
Δεν μπορούσε απλά να θυμώσει με τους γονείς του όπως κάνει όλος ο κόσμος;
Επίσης έκδηλο ήταν ότι με είχε ερωτευτεί. Όσο ήμασταν μεγάλη η παρέα, δεν έλεγε τίποτα, δείλιαζε. Μετά η παρέα άρχισε να φυλλορροεί κατά την πορεία των βίων μας, και μείναμε στην Πρέβεζα από
όλη την παρέα αυτός κι εγώ να κάνουμε εκπομπές, οπότε κάποια στιγμή, το έβλεπα ότι έρχονταν, και τελικά μου το ξεφούρνισε. Φυσικά ήξερε ότι δεν είχε ελπίδα αλλά υπήρξα κάτι παραπάνω από σαφής διότι τα άτομα με ψυχολογικές εκκρεμότητες είναι εύκολο να παρερμηνεύσουν τις προθέσεις των άλλων με λιγότερες εκκρεμότητες.
Ωστόσο, θες επειδή ο Έρωτας είχε εξαφανιστεί εκείνον τον καιρό και μου την είχε βαρέσει στα νεύρα, λίγο επειδή εκείνο τον καιρό υπήρχαν κι άλλες αλλαγές, μεγάλες, στη ζωή μου, θες επειδή είχε έναν απολύτως εκνευριστικό τρόπο να με κοιτάει σα ζητιάνος, θες επειδή είχαν ενταθεί λόγω ερωτικής απογοήτευσης τα συμπτώματά του, δεν τον άντεχα άλλο. Είχα φτάσει στο σημείο να τον αποφεύγω. Σκέφτηκα, όμως, δεν είναι αυτός τρόπος να περνάς τις ημέρες σου, αθηνόβιο. Δεν είναι δυνατόν να περιορίζεσαι επειδή ένας άσχετος έτσι θέλει. Βρες λύση. Και την βρήκα, η κακούργα. Την επόμενη φορά που ήρθε στο στούντιο την ώρα της εκπομπής μου, του είπα ευθέως και χωρίς καμμία περιστροφή, κατάμουτρα και ανηλεώς ότι δεν ήθελα να έρχεται και ότι δεν τον άντεχα άλλο, ότι δεν ήθελα να κάνουμε παρέα, ούτε καν να μου μιλάει. Ότι δεν τον χωνεύω. Το παιδί , όπως ήταν φυσιολογικό, αγανάκτησε και έφυγε.
Ένιωσα τύψεις, αλλά οι μέρες μου έγιναν λιγότερο δυσάρεστες και περισσότερο ευχάριστες. Επίσης, δεν ήξερα τί άλλο να έκανα, εφόσον ο άνθρωπος αυτός είχε ολοκάθαρα προσκολληθεί σε εμένα αλλά εγώ δεν μπορούσα ούτε να έχω την ευθύνη για την ύπαρξή του, ούτε για τα ψυχολογικά του, ούτε ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω με άλλο τρόπο. Έλεγα από μέσα μου ότι ήταν πολύ χειρότερο για αυτόν να νομίζει λάθος πράγματα και ότι ίσως με αυτή μου την κίνηση να του έδινα μία ώθηση να ξεκολλήσει, να ξυπνήσει κατά κάποιον τρόπο. Η αλήθεια, όμως ήταν, και το ήξερα, πως απλά έκανα αυτό που ήθελα χωρίς κανέναν δισταγμό. Σε τελευταία ανάλυση σκέφτηκα, δεν έχω υποχρέωση να νταντεύω ούτε να αναθρέψω κανέναν.
Τα τικ και το τραύλισμα και το ψεύδισμά του χειροτέρεψαν πολύ. Το τικ του έγινε τόσο έντονο που πλέον πετάγονταν ολόκληρος σαν από ηλεκτρικό ρεύμα κάθε μερικά δευτερόλεπτα. Αργότερα έφυγε και αυτός από την πόλη για να σπουδάσει σε κάποια σχολή.
Δυστυχώς, ήταν πολύ φίλος με τον σύζυξ. Και εξακολουθούσα να νιώθω τύψεις, οπότε με μισή καρδιά του ζήτησα συγγνώμη. Φυσικά, δεν είχαμε και καμμιά εγκάρδια σχέση. Απλά ήμασταν υποτυπωδώς ευγενικοί ο ένας με τον άλλον, όποτε βρισκόμασταν στην ίδια παρέα.
Τα χρόνια πέρασαν. Αυτός έκανε διάφορες θεραπείες για τα συμπτώματά του, τελείωσε τη σχολή του σε λίγο περισσότερο από δεκαετία και δούλεψε σε διάφορες περιστασιακές δουλειές. Εγώ παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, δίδαξα αγγλικά (με ένα τριετές ιστιοπλοϊκό διάλειμμα), έκοψα το ραδιόφωνο, την χορωδία και άρχισα το μπλόγκιν, είκοσι χρόνια περίπου πέρασαν.
Τις προάλλες τον είδα στο δρόμο, Χαιρετιστήκαμε. Τον ρώτησα πως είναι, για την οικογένειά του, κοκ. Κάποια στιγμή κάποιος άλλος με φώναξε και γύρισα το κεφάλι να δω ποιός ήταν. Είπα καναδυό κουβέντες και ξαναγύρισα το κεφάλι για να συνεχίσω την κουβέντα μου με αυτόν, αλλά είχε εξαφανιστεί, λες και τον κατάπιε η γης. Ούτε την πλάτη του που έφευγε δεν διέκρινα πουθενά. Είχε γίνει καπνός. Έλα χριστέ και παναγιά, σκέφτηκα. Τί κόλπα είναι τούτα.
Αυτό που με έκανε να ανησυχήσω ακόμα περισσότερο για αυτό το παιδί ήταν όταν πριν από λίγε ημέρες τον ξαναείδα στον δρόμο. Ετοιμάστηκα από μακρυά να του πω μία καλημέρα, αλλά αυτός έκανε το εξής. Πήρε ειρωνική έκφραση, είπε "Α! η Τρελή!" και έστριψε σε μία γωνία.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν "Fuck!"
Πρώτη φορά εξέφραζε θυμό, είκοσι χρόνια μετά, έτσι, με αυτόν τον τρόπο στη μέση του δρόμου. Πολύ ανησυχητικό.
Δεν ξέρω τι θα απογίνει με αυτό το όχι-πλέον παιδί.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω πλέον για να λύσω αυτό το ζήτημα. Δε νομίζω ότι λύνεται, βασικά, γιατί εφόσον πρόκειται για ερωτική απογοήτευση, δεν είναι δυνατόν να του κάτσω αναδρομικά και υπό ιατρική παρακολούθηση, με τα προβλήματα που έχει.
Ξέρω στα σίγουρα ότι, μπορεί να μην χειρίστηκα σωστά το ζήτημα τότε, ωστόσο δεν είμαι εγώ η γενεσιουργός αιτία των προβλημάτων του, γιατί αυτά τα είχε πολύ πριν με γνωρίσει.
Φοβάμαι ότι έχω γίνει η προσωποποίηση των αγανακτήσεών του, ότι έχει φορτώσει στο πρόσωπό μου όλα του τα ζητήματα.
Δεν μπορούσε απλά να θυμώσει με τους γονείς του όπως κάνει όλος ο κόσμος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου