Οι γυναίκες έβαλαν την Ειρήνη στη μέση για να της εξηγήσουν τα περί ερωτικών ζητημάτων, ωστόσο η αμορφωσιά και η σεμνοτυφία τις έκανε να μιλάνε μπερδεμένα. Ανέφεραν πολλές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, για τις οποίες η ίδια ήξερε ότι είναι μπαρούφες μιας και, έχοντας δει τα ζώα να ζευγαρώνουν, καθώς και ορισμένους ανθρώπους, ήταν φανερό ότι αυτές οι περιορισμένες γυναίκες έλεγαν ό,τι τους κατέβαινε στο κεφάλι. Ακόμα πιο δύσκολο ήταν το γεγονός ότι η ίδια αρνούνταν να μιλήσει, πράγμα που σήμαινε ότι δεν μπορούσε να ρωτήσει αυτά που διακαώς ήθελε να μάθει. Έτσι, στην αρχή τις κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει και μόλις κατάλαβε ότι άρχισαν τις σαχλαμάρες και τις ασάφειες και τα μασήματα των λόγων, σηκώθηκε, σήκωσε τα φουστάνια της και πλησίασε το παράθυρο.
"Επ! Τί πας να κάνεις;!"
Μάταια φώναζαν. Σε ένα δευτερόλεπτο είχε βγεί από το παράθυρο και πήγε στο δάσος.
Πήγε στο ποτάμι, μετά το γύρισμα. Έβγαλε τα ρούχα της και κολύμπησε. Πιάστηκε από ένα πεσμένο κούτσουρο και όσο το νερό κυλούσε πάνω της, σκεφτόταν. Να πάνε στο διάολο. Όλα απαγορεύονται... Το μόνο καλό είναι το φαί... Και ο Αντρέας... Αλλά δε με θέλει... Θα βρώ άλλον. .. Αλλά δε με αφήνουν. Γιατί, γιατί, τόση βλακεία! Θα γυρίσω στο δάσος να κάνω ότι γουστάρω... Δεν έχει άντρες το δάσος.
Έκανε μία γκριμάτσα αγανάκτησης.
Βούτηξε άλλη μία φορά και μετά βγήκε και ντύθηκε, βλαστημώντας. Μισούσε τα ρούχα γιατί τη δυσκόλευαν. Πήγε μέχρι το σπίτι, αλλά δεν μπήκε μέσα. Αντί για αυτό, πήγε πίσω από το στάβλο, όπου τέτοια ώρα θα ήταν μέσα ο Αντρέας όπως συνήθως. Άνοιξε το πίσω πορτάκι και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος τον κάλεσε.
"Πσσστ!"
"Τί; Τί θες;"
"Μιλήσουμε. Έλα"
Αυτός τακτοποίησε κάποια πράγματα σκούπισε τα χέρια του και την ακολούθησε στο δάσος.
Μόλις έφτασαν αρκετά μακρυά ώστε να μην τους ακούσει κανείς, σταμάτησαν.
"Να ρωτήσω." του είπε. "Δε με αγαπάς; εντάξει. Αν φιλήσω κάποιον, εσύ τι θες;" Παρά τα σπασμένα της λόγια, την κατάλαβε.
"Δεν στα εξηγήσανε οι γυναίκες;" δυσανασχέτησε ο Αντρέας.
"Βλακείες!"
"Τί σου είπανε δηλαδή;"
"Βότανα, χορτάρια, γάμος, προξενειό.." έφτυσε τις λέξεις η Ειρήνη, λες και ήταν σκουληκιασμένα κεράσια. Ο Αντρέας αναστέναξε. Πάντα το ίδιο πρόβλημα, η βλακεία των γυναικών.
"Κάτσε κάτω" της είπε, και της εξήγησε ό,τι ήξερε για την αναπαραγωγή των ανθρώπων. Παρόλο που ντρεπόταν να μιλάει σε γυναίκα για τέτοια θέματα, η παντελής έλλειψη ενοχής ή συστολής της Ειρήνης τον βοήθησε να το ξεπεράσει. Αυτή την άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Τον ρωτούσε πράγματα που μόνο ένας έμπειρος άντρας μπορούσε να απαντήσει. Καμμία σχέση με αυτά που της είχαν πεί οι γυναίκες.
"Εσύ φιλάς ένα κορίτσι, άλλο κορίτσι... Εγώ;"
"Κοίτα, δεν είναι το ίδιο. Μπορεί να μείνεις έγκυος. Να κάνεις μωρό"
"Ε, και;"
"Ένα παιδί πρέπει να έχει πατέρα!"
"Γιατί;"
"Για να το προσέχει!"
"Θα τα προσέχω εγώ και η Αγνή, κι ο πατέρας,..." είπε απλά η Ειρήνη.
Ο Αντρέας δεν είχε τη μόρφωση ούτε την καλλιέργεια να της εξηγήσει την προαιώνια μάχη των φύλων με όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές της προεκτάσεις.
"Δεν είναι τόσο απλό.... Είναι και οι αρρώστιες."
"Τί αρρώστιες;"
"Ε.... Μερικές φορές, επειδή εκεί κάτω δεν είναι και πολύ καθαρά, μερικές φορές παθαίνεις αρρώστιες... και άμα κοιμηθείς με κάποιον μπορεί να κολλήσεις ή να τις κολλήσεις στον άλλον."
"Εσύ έχεις πάθει;"
"Ναι, μία φορά"
"Τί;"
"Πονούσα πολύ και για κάμποσο καιρό δεν μπορούσα να κατουρήσω. Απαίσια ήταν. Είχα και πυρετό..."
Η Ειρήνη είχε ύφος σα να μην είχε ακούσει και τίποτα το συνταρρακτικό. Εντάξει, μπορούσε να αντέξει μερικές μέρες χωρίς κατούρημα...Ο Αντρέας την κατάλαβε, και συνέχισε.
"Για τις γυναίκες είναι αλλιώς. Αν αρρωστήσει μία γυναίκα, τότε μπορεί να χάσει το παιδί ή να πεθάνει και η ίδια. Η Μαρία του Αλέκου που είχε αρρωστήσει έβγαλε ανάπηρο παιδί."
"Άδικο!" είπε στο τέλος η Ειρήνη.
"Άδικο-ξεάδικο, έτσι είναι."
"Θα είμαι μόνη μου για πάντα;" ήταν έτοιμη ή να εκραγεί ή να κλάψει.
"Δεν το ξέρεις αυτό. Υπάρχουν πολλά καλά παιδιά που σε θέλουν."
"Βρωμάνε!"
"Άλλος ένας λόγος που πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική!"
Την είδε να λυγίζει και τη λυπήθηκε. Άλλαξε κουβέντα.
"Γιατί δεν μιλάς στους άλλους;"
"Όχι έτοιμη"
"Ε, δεν πειράζει, δεν θα σε κοροϊδέψουν. Θα χαρούν πάρα πολύ αν ακούσουν ότι μπορείς να μιλάς"
"Όχι!" έκανε γνέφοντας έντονα με τα χέρια. Δεν εννοούσε αυτό. "Εγώ!" Έδειξε με το δάχτυλο το μέτωπό της. "Όχι έτοιμη!"
Αυτός έγνεψε καταφατικά. Καταλάβαινε.
"Εντάξει" της είπε. Σηκώθηκε. "Λοιπόν, πάω πίσω. Εσύ τι θα κάνεις;"
"Νιοχώρι" του απάντησε.
"Τί να κάνεις εκεί;" απόρησε ο Αντρέας.
"Δοκιμάσω άντρες"
"Τι!"
"Μόνο φιλί" του εξήγησε μόλις τον είδε να θυμώνει
"Τώρα δε στα εξήγησα; Δεν άκουγες;!"
Η Ειρήνη σηκώθηκε. Στάθηκε μπροστά του.
"Φιλί εσύ;"
"Όχι!"
"Εσύ κορίτσι πίσω από δέντρο," του είπε δείχνοντάς τον με το δάχτυλο και μετά τον εαυτό της, " εγώ Νιοχώρι"
'Έλα μαζί μου" της είπε. "Για λίγο. Να σου εξηγήσω"
Στο δρόμο της επιστροφής, ο Αντρέας προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη, χωρίς επιτυχία.
"Δεν είναι μόνο για τις γυναίκες δύσκολα, αν θες να ξέρεις. Γιατί αν οι γυναίκες δεν κοιμούνται με τους άντρες, τότε οι άντρες με ποιόν θα κοιμηθούν; Για αυτό αναγκάζονται και πάνε με γυναίκες που δεν είναι.... δεν είναι σωστές, ας πούμε. Μερικοί, άμα είναι και μεθυσμένοι, κάνουν μεγάλες χαζομάρες! Εγώ με εκείνο το κορίτσι, πίσω από το δέντρο; Είχα πάνω από χρόνο να το κάνω. Είναι πολλή η μοναξιά.... Και δεν ήταν καλό κορίτσι..."
Έφτασαν. Μπήκαν στο στάβλο από το πίσω πορτάκι. Ο Αντρέας πήρε τα εργαλεία του να συνεχίσει τη δουλειά του ενώ η Ειρήνη ανέβηκε στο άλογο.
"Θα πας Νιοχώρι τελικά;"
"Ναι" είπε και έφυγε γρήγορα με το άλογο.
"Να προσέχεις πολύ."
Την κοιτούσε που έφευγε σκεφτικός. Αυτό το αγρίμι ήταν πιο συνειδητοποιημένο από τις κατίνες του χωριού. Αυτό και μόνο αρκούσε να βρεί τον μπελά της.
"Επ! Τί πας να κάνεις;!"
Μάταια φώναζαν. Σε ένα δευτερόλεπτο είχε βγεί από το παράθυρο και πήγε στο δάσος.
Πήγε στο ποτάμι, μετά το γύρισμα. Έβγαλε τα ρούχα της και κολύμπησε. Πιάστηκε από ένα πεσμένο κούτσουρο και όσο το νερό κυλούσε πάνω της, σκεφτόταν. Να πάνε στο διάολο. Όλα απαγορεύονται... Το μόνο καλό είναι το φαί... Και ο Αντρέας... Αλλά δε με θέλει... Θα βρώ άλλον. .. Αλλά δε με αφήνουν. Γιατί, γιατί, τόση βλακεία! Θα γυρίσω στο δάσος να κάνω ότι γουστάρω... Δεν έχει άντρες το δάσος.
Έκανε μία γκριμάτσα αγανάκτησης.
Βούτηξε άλλη μία φορά και μετά βγήκε και ντύθηκε, βλαστημώντας. Μισούσε τα ρούχα γιατί τη δυσκόλευαν. Πήγε μέχρι το σπίτι, αλλά δεν μπήκε μέσα. Αντί για αυτό, πήγε πίσω από το στάβλο, όπου τέτοια ώρα θα ήταν μέσα ο Αντρέας όπως συνήθως. Άνοιξε το πίσω πορτάκι και αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος τον κάλεσε.
"Πσσστ!"
"Τί; Τί θες;"
"Μιλήσουμε. Έλα"
Αυτός τακτοποίησε κάποια πράγματα σκούπισε τα χέρια του και την ακολούθησε στο δάσος.
Μόλις έφτασαν αρκετά μακρυά ώστε να μην τους ακούσει κανείς, σταμάτησαν.
"Να ρωτήσω." του είπε. "Δε με αγαπάς; εντάξει. Αν φιλήσω κάποιον, εσύ τι θες;" Παρά τα σπασμένα της λόγια, την κατάλαβε.
"Δεν στα εξηγήσανε οι γυναίκες;" δυσανασχέτησε ο Αντρέας.
"Βλακείες!"
"Τί σου είπανε δηλαδή;"
"Βότανα, χορτάρια, γάμος, προξενειό.." έφτυσε τις λέξεις η Ειρήνη, λες και ήταν σκουληκιασμένα κεράσια. Ο Αντρέας αναστέναξε. Πάντα το ίδιο πρόβλημα, η βλακεία των γυναικών.
"Κάτσε κάτω" της είπε, και της εξήγησε ό,τι ήξερε για την αναπαραγωγή των ανθρώπων. Παρόλο που ντρεπόταν να μιλάει σε γυναίκα για τέτοια θέματα, η παντελής έλλειψη ενοχής ή συστολής της Ειρήνης τον βοήθησε να το ξεπεράσει. Αυτή την άκουγε με ανοιχτό το στόμα. Τον ρωτούσε πράγματα που μόνο ένας έμπειρος άντρας μπορούσε να απαντήσει. Καμμία σχέση με αυτά που της είχαν πεί οι γυναίκες.
"Εσύ φιλάς ένα κορίτσι, άλλο κορίτσι... Εγώ;"
"Κοίτα, δεν είναι το ίδιο. Μπορεί να μείνεις έγκυος. Να κάνεις μωρό"
"Ε, και;"
"Ένα παιδί πρέπει να έχει πατέρα!"
"Γιατί;"
"Για να το προσέχει!"
"Θα τα προσέχω εγώ και η Αγνή, κι ο πατέρας,..." είπε απλά η Ειρήνη.
Ο Αντρέας δεν είχε τη μόρφωση ούτε την καλλιέργεια να της εξηγήσει την προαιώνια μάχη των φύλων με όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές της προεκτάσεις.
"Δεν είναι τόσο απλό.... Είναι και οι αρρώστιες."
"Τί αρρώστιες;"
"Ε.... Μερικές φορές, επειδή εκεί κάτω δεν είναι και πολύ καθαρά, μερικές φορές παθαίνεις αρρώστιες... και άμα κοιμηθείς με κάποιον μπορεί να κολλήσεις ή να τις κολλήσεις στον άλλον."
"Εσύ έχεις πάθει;"
"Ναι, μία φορά"
"Τί;"
"Πονούσα πολύ και για κάμποσο καιρό δεν μπορούσα να κατουρήσω. Απαίσια ήταν. Είχα και πυρετό..."
Η Ειρήνη είχε ύφος σα να μην είχε ακούσει και τίποτα το συνταρρακτικό. Εντάξει, μπορούσε να αντέξει μερικές μέρες χωρίς κατούρημα...Ο Αντρέας την κατάλαβε, και συνέχισε.
"Για τις γυναίκες είναι αλλιώς. Αν αρρωστήσει μία γυναίκα, τότε μπορεί να χάσει το παιδί ή να πεθάνει και η ίδια. Η Μαρία του Αλέκου που είχε αρρωστήσει έβγαλε ανάπηρο παιδί."
"Άδικο!" είπε στο τέλος η Ειρήνη.
"Άδικο-ξεάδικο, έτσι είναι."
"Θα είμαι μόνη μου για πάντα;" ήταν έτοιμη ή να εκραγεί ή να κλάψει.
"Δεν το ξέρεις αυτό. Υπάρχουν πολλά καλά παιδιά που σε θέλουν."
"Βρωμάνε!"
"Άλλος ένας λόγος που πρέπει να είσαι πολύ προσεκτική!"
Την είδε να λυγίζει και τη λυπήθηκε. Άλλαξε κουβέντα.
"Γιατί δεν μιλάς στους άλλους;"
"Όχι έτοιμη"
"Ε, δεν πειράζει, δεν θα σε κοροϊδέψουν. Θα χαρούν πάρα πολύ αν ακούσουν ότι μπορείς να μιλάς"
"Όχι!" έκανε γνέφοντας έντονα με τα χέρια. Δεν εννοούσε αυτό. "Εγώ!" Έδειξε με το δάχτυλο το μέτωπό της. "Όχι έτοιμη!"
Αυτός έγνεψε καταφατικά. Καταλάβαινε.
"Εντάξει" της είπε. Σηκώθηκε. "Λοιπόν, πάω πίσω. Εσύ τι θα κάνεις;"
"Νιοχώρι" του απάντησε.
"Τί να κάνεις εκεί;" απόρησε ο Αντρέας.
"Δοκιμάσω άντρες"
"Τι!"
"Μόνο φιλί" του εξήγησε μόλις τον είδε να θυμώνει
"Τώρα δε στα εξήγησα; Δεν άκουγες;!"
Η Ειρήνη σηκώθηκε. Στάθηκε μπροστά του.
"Φιλί εσύ;"
"Όχι!"
"Εσύ κορίτσι πίσω από δέντρο," του είπε δείχνοντάς τον με το δάχτυλο και μετά τον εαυτό της, " εγώ Νιοχώρι"
'Έλα μαζί μου" της είπε. "Για λίγο. Να σου εξηγήσω"
Στο δρόμο της επιστροφής, ο Αντρέας προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη, χωρίς επιτυχία.
"Δεν είναι μόνο για τις γυναίκες δύσκολα, αν θες να ξέρεις. Γιατί αν οι γυναίκες δεν κοιμούνται με τους άντρες, τότε οι άντρες με ποιόν θα κοιμηθούν; Για αυτό αναγκάζονται και πάνε με γυναίκες που δεν είναι.... δεν είναι σωστές, ας πούμε. Μερικοί, άμα είναι και μεθυσμένοι, κάνουν μεγάλες χαζομάρες! Εγώ με εκείνο το κορίτσι, πίσω από το δέντρο; Είχα πάνω από χρόνο να το κάνω. Είναι πολλή η μοναξιά.... Και δεν ήταν καλό κορίτσι..."
Έφτασαν. Μπήκαν στο στάβλο από το πίσω πορτάκι. Ο Αντρέας πήρε τα εργαλεία του να συνεχίσει τη δουλειά του ενώ η Ειρήνη ανέβηκε στο άλογο.
"Θα πας Νιοχώρι τελικά;"
"Ναι" είπε και έφυγε γρήγορα με το άλογο.
"Να προσέχεις πολύ."
Την κοιτούσε που έφευγε σκεφτικός. Αυτό το αγρίμι ήταν πιο συνειδητοποιημένο από τις κατίνες του χωριού. Αυτό και μόνο αρκούσε να βρεί τον μπελά της.