Η Έφη είχε επίγνωση του γεγονότος ότι ήταν τελεσίδικα ερωτευμένη. Ο Τσέζαρε είχε έναν τρόπο να χρησιμοποιεί την αλήθεια όπως ο ιεροεξεταστής ένα πυρακτωμένο σιδερένιο εργαλείο. Ήταν αδίστακτος και όχι μόνο δεν το έκρυβε, αλλά το χρησιμοποιούσε και αυτό με τον ίδιο τρόπο. Δεν ήθελε απλά να την κάνει να καταπιεί κάθε λέξη που είχε ξεστομίσει, αλλά να την κάνει να το θέλει και η ίδια, να το επιθυμεί διακαώς και μάλιστα να τον παρακαλάει για αυτό. Το είχε δηλώσει ξεκάθαρα, άλλωστε.
Δεν της το είχε πεί, αλλά είχε φύγει για Αμερική, μετά σε κάποια αποστολή στην Βαλτική και σε κάποια άσκηση στη Μεσόγειο. Τον σκεφτόταν κάθε μέρα, κάθε δευτερόλεπτο, μερικές φορές με θυμό για την κακία του και, άλλες φορές, αναρωτιόταν που να είναι και πως να τα περνάει. Μερικές φορές ανησυχούσε για αυτόν. Ένα βράδυ, έβλεπε τηλεόραση στο διαμέρισμά της όταν τον είδε να κάνει ανακοινώσεις σε ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων για μία σύρραξη σε κάποια αφρικανική χώρα. Ανέβασε την ένταση για να ακούσει τη φωνή του, ενώ από μέσα της προσεύχονταν να είναι καλά. Είχε πάψει να μιλάει για ασύμφορους άντρες αλλά όχι γιατί την είχε απειλήσει. Άλλωστε, αυτός σίγουρα θα την είχε ξεχάσει το επόμενο δευτερόλεπτο. Αναρωτήθηκε και η ίδια γιατί έπαψε να εκθέτει τις θεωρίες της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ένιωθε άσχημα λόγω της απουσίας του. Είχε γίνει αμίλητη γενικώς, όχι μόνο σε αυτό το ζήτημα αλλά για όλα. Σκατά, σκέφτηκε, έκπληκτη και η ίδια με την ξαφνική αλλαγή του λεξιλογίου της, την έκανε να βωμολοχεί. Όχι, δεν θα το κάνω. Δεν θα ξαναβρίσω, σκέφτηκε. Και δεν ξαναέβρισε, παρόλο που συνέχισε να νιώθει τα ίδια πράγματα, ανάμικτη αγάπη με οργή.
Ένα απόγευμα, μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά όταν έλαβε ένα μήνυμα, από άγνωστο αριθμό. "Εδώ Τσέζαρε. Είμαι εδώ για δύο μέρες. Ξενοδοχείο Τάδε στις οκτώ. Έλα άβαφη" και από δίπλα ένα χαμογελάκι. Η Έφη χαμογέλασε. Παραλίγο να ξαναβρίσει για να αναθεματίσει τον αφελή εαυτό της που ενώ ήξερε τί γινόταν, έπεφτε οικειοθελώς στην παγίδα, ακριβώς όπως το είχε πεί αυτός, ολόκληρη και με φόρα. Ήταν αριστοτέχνης του είδους του, παραδέχτηκε σιωπηλά στον εαυτό της, χωρίς μπορεί να πάψει να χαμογελάει. "Πολύ καλός!" σκέφτηκε.
Φυσικά και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανταποκριθεί στην πρόσκλησή του. Πήγε ντυμένη όπως πάντα, αλλά άβαφη όπως της είχε ζητήσει. Τον ζήτησε στη ρεσεψιόν και της είπαν ότι την περίμενε στο δωμάτιό του. Η Έφη χαμογέλασε πάλι στον εαυτό της. "Ωραία, λοιπόν" σκέφτηκε. "Αυτό είναι." και πήγε στο ασανσέρ, έξω από την πόρτα του και, εν μέσω μίας ζαλιστικής χαράς, χτύπησε την πόρτα του.
Μόλις τον είδε, η χαρά έσβησε.
Το βλέμμα του είχε την ίδια σκληρότητα που θυμόταν από την τελευταία τους συζήτηση. Για αυτόν δεν ήταν παιχνίδι, αλλά πόλεμος. Της χαμογελούσε και την κάλεσε να μπεί μέσα, αλλά εκείνη ένιωθε σα να πήγαινε στο ικρίωμα. Ωστόσο μπήκε.
Τον ρώτησε για το πού ήταν όλον αυτό τον καιρό, πως τα περνούσε σε όλα αυτά τα μέρη και άκουγε της ιστορίες του για χώρες και καταστάσεις ξένες. Εκείνος δεν έκανε τίποτα από όλα όσα περίμενε εκείνη. Όλα ήταν φιλικά. Η ώρα περνούσε και αντάλλαζαν ιστορίες σαν δύο παλιόφιλοι. Αυτό την έκανε να νιώσει ανακούφιση, ίσως γιατί πίστεψε για μία στιγμή ότι δεν θα χρειαζόταν να πολεμήσει τελικά αυτόν τον πόλεμο. Και πέρασε κι άλλο η ώρα, χωρίς να γίνει τίποτα. η Έφη πήγε τουαλέτα και βγαίνοντας συνειδητοποίησε ότι πεινούσε. Τον βρήκε όρθιο να κοιτάει στο παράθυρο.
-Τι θα κάνουμε τώρα; τον ρώτησε, εννοώντας αν θα πήγαιναν κάπου αλλού για φαΐ ή ποτό, κάτι τέτοιο.
Αντί για αυτό, την πλησίασε πολύ, όπως είχε ξανακάνει άλλοτε, και της είπε:
-Ό,τι θες. Θα κάνω ό,τι θες.
Ώστε ήταν πόλεμος, σκέφτηκε η Έφη. Ένιωσε ότι δεν μπορούσε ούτε ήθελε να πολεμήσει. Ωστόσο, μιας και ήταν εδώ, μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της μία μικρή απόλαυση, μία δόση ευχαρίστησης.
-Οτιδήποτε θέλω;
-Οτιδήποτε.
-Με παντρεύεσαι; είπε μειδιώντας.
Ο Τσέζαρε γέλασε με το αστείο.
Η Έφη, έσκυψε, και του έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μετά σηκώθηκε, του έβγαλε το σακάκι της στολής, μετά ξεκούμπωσε το άσπρο πουκάμισο. Θεέ μου, είναι τέλειος!, σκέφτονταν. Μύρισε το λαιμό του και χάιδεψε το στήθος του. Απίθανος. Σήκωσε τη φανέλα του και την έβγαλε και αυτή. Ψηλάφισε την κοιλιά και την πλάτη του. 'Ένα εξαίρετο δείγμα!" παραδέχτηκε στον εαυτό της. "Να φύγω τώρα ή να κάτσω λίγο ακόμα;" αναρωτήθηκε. Δεν σκόπευε να κάνει σεξ μαζί του, αλλά θα ήθελε να απολαύσει λίγο ακόμα την παρουσία του, το παιχνίδι με τα αγγίγματα. "Λίγο ακόμα" αποφάσισε, και έβαλε τις παλάμες της στο πρόσωπό του. Την αγκάλιασε από τη μέση χωρίς να κάνει τίποτα άλλο, εκτός από το να χαμογελάει σκληρά και σαρδόνια, όπως συνήθιζε. Τον κοίταξε στα μάτια. Αναρωτήθηκε αν η σκληρότητα στο βλέμμα του ήταν αντανάκλαση του χαρακτήρα του, όπως πιστεύεται, ή αν, όπως και εκείνη, έτυχε το πρόσωπό του να έχει αυτό το σχήμα, όπως άλλοι έχουν μεγάλα αυτιά ή μικρή μύτη. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Λίγο ακόμα.
Πλησίασε τα χείλη στο λαιμό του για να τον μυρίσει. Τον φίλησε στο μάγουλο, και μετά κοντά στο αυτί. Τώρα ήταν η στιγμή να φύγει. Παρέμεινε με τα χείλη στο πρόσωπό του, όταν ο Τσέζαρε της ψιθύρισε γέρνοντας ελαφρά στο δικό της αυτί.
-Όπως νιώθεις τώρα, έτσι νιώθω κι εγώ.
Η Έφη συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. Αυτός συνέχισε.
-Έτσι είναι με την αγάπη. Εξάπτεις και εξάπτεσαι. Την φίλησε πολύ απαλά στο πρόσωπο. Δίνεις και δίνεσαι. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Την ξαναφίλησε.
Η Έφη έκανε πίσω, τότε.
Τον κοίταξε. Μόλις είχε μιλήσει για αγάπη. Φυσικά και δεν μπορούσε να το εννοεί. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ξαφνικά την χτύπησε κατακούτελα η αλήθεια ότι οι αποφάσεις της δεν αφορούσαν μόνο τον εαυτό της, αλλά και εκείνον. Μπορούσε να πάρει αποφάσεις που θα ήταν τρομερές και για τους δύο. Δεν ήθελε να του κάνει κάτι τρομερό. Είτε ασυναίσθητα το εννοούσε, είτε επρόκειτο για ένα όπλο στον πόλεμο εναντίον της, η λέξη "αγάπη" ήταν βαρειά.
Αναστέναξε, χάιδεψε τα μπράτσα του και είπε.
-Τώρα πρέπει να φύγω. Απομακρύνθηκε για να πάρει την τσάντα της. Αυτός γέλασε.
-Ξέρεις που να με βρείς, της είπε.
Η Έφη τότε νευρίασε πραγματικά. Ήταν αδίστακτος και δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσει την ικανοποίηση να την δεί εκτός εαυτού, ωστόσο αν δεν έλεγε κατί θα έσκαγε. Κι έτσι του μίλησε ήρεμα.
-Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, όπως το είχες πεί. Είσαι ένας σκληρός άνθρωπος. Αυτό δεν μπορεί να είναι καλό ούτε για εμένα, ούτε για εσένα.
-Λυπάμαι, απάντησε ο Τσέζαρε.
-Δεν λυπάσαι. Δεν λυπάσαι καθόλου. Γιατί αν λυπόσουν θα έκανες κάτι για αυτό. Αν λυπόσουν για κάτι, θα μετάνιωνες και θα το άλλαζες. Αυτό είναι η μετάνοια, να συνειδητοποιείς ότι έκανες κάτι λάθος και να προσπαθήσεις να το διορθώσεις. Εσύ δεν λυπάσαι ούτε μετανιώνεις για τίποτα. Δεν πρόκειται να αλλάξεις ποτέ.
-Ενώ εσύ έχεις αλλάξει;
-Όχι. Δεν έχω δεί ποτέ κανέναν να αλλάζει. Για αυτό σου λέω, δεν υπάρχει τρόπος να μην γίνει δυσάρεστο το όλο θέμα. Εγώ είμαι έτσι, εσύ είσαι αλλιώς και κανείς μας δεν θα αλλάξει. Γιατί να μπούμε στον κόπο να πονάμε ο ένας τον άλλον με εξωφρενικές προσδοκίες;
-Έχεις παραισθήσεις. Αν ήταν όλοι σαν εσένα δεν υπήρχε τίποτα, ούτε έρωτας ούτε άνθρωποι, ούτε τίποτα. Είσαι μία θλιβερή, τσιγγούνικη ύπαρξη, δεν έχεις ίχνος ανθρωπιάς.
Ήταν ολοφάνερα θυμωμένος. Συνέχισε να μιλά θυμωμένα.
-Είπες για εμένα ότι είμαι πόρνη. Σου έχω νέα. Υπάρχει και ένα άλλο είδος πόρνης, το χειρότερο είδος πουτάνας, αυτή που παίζει με το μυαλό και την ψυχή σου. Αντί να πουλάει το μ***** της πουλάει την ηθική της. Αλλά εσύ ούτε καν αυτό, εσύ πουλάς εξυπνάδα. Αυτό κάνεις, πουλάς το μόνο πράγμα που σου έμεινε, και μάλιστα φτηνά, μόνο και μόνο για να κάνεις την έξυπνη στις φίλες σου και να έχεις την ικανοποίηση ότι είσαι καλύτερη χωρίς να κάνεις τίποτα, τίποτα! Γιατί εκτός από εξυπνάδες, τί άλλο έχεις να μας πείς; Τί άλλο έχεις κάνει; Τί μπορείς να μας πείς από τη μίζερη ζωή σου; Τίποτα!... Με τις κανονικές πουτάνες, ξέρεις που βρίσκεσαι, είναι όλα απλά, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, το κάνεις και τελειώνεις. Αλλά με μερικές σαν εσένα, δε βγάζεις ποτέ άκρη, σου ρημάζουν τη ζωή. Είστε μονίμως ανικανοποίητες και νομίζετε ότι σας φταίνε οι άντρες. Σας δίνουμε τον εαυτό μας και θέλετε περισσότερα, με πρόφαση ότι είστε ηθικές. Αυτές είναι οι χειρότερες πουτάνες!
Ο Τσέζαρε πλέον ύψωσε τη φωνή.
-Αλλά είσαι και χαζή πουτάνα, γιατί εγώ είμαι εδώ, τώρα, αλλά εσύ σκέφτεσαι τον εγωισμούλη σου. Να πάρεις τον εγωισμό σου και όξω από δω. Όξω!
Την έπιασε απότομα από το μπράτσο, την τράβηξε ως την είσοδο, άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε έξω.
-Όξω, ηλίθια πουτάνα!
Έξω, μόνη στο διάδρομο, η Έφη είχε μείνει κόκκαλο.
Ω, θεέ μου!
Με μουδιασμένα αισθήματα πήγε σπίτι.
Φαίνεται πως τελικά την αγαπούσε.
Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν!!;
Ο ίδιος, να το ήξερε, άραγε;
Κι εκείνη έπαιξε μαζί του, ενώ αυτός ήταν ειλικρινής. Τί ντροπή!
Τί θα έκανε τώρα;
Δεν της το είχε πεί, αλλά είχε φύγει για Αμερική, μετά σε κάποια αποστολή στην Βαλτική και σε κάποια άσκηση στη Μεσόγειο. Τον σκεφτόταν κάθε μέρα, κάθε δευτερόλεπτο, μερικές φορές με θυμό για την κακία του και, άλλες φορές, αναρωτιόταν που να είναι και πως να τα περνάει. Μερικές φορές ανησυχούσε για αυτόν. Ένα βράδυ, έβλεπε τηλεόραση στο διαμέρισμά της όταν τον είδε να κάνει ανακοινώσεις σε ένα έκτακτο δελτίο ειδήσεων για μία σύρραξη σε κάποια αφρικανική χώρα. Ανέβασε την ένταση για να ακούσει τη φωνή του, ενώ από μέσα της προσεύχονταν να είναι καλά. Είχε πάψει να μιλάει για ασύμφορους άντρες αλλά όχι γιατί την είχε απειλήσει. Άλλωστε, αυτός σίγουρα θα την είχε ξεχάσει το επόμενο δευτερόλεπτο. Αναρωτήθηκε και η ίδια γιατί έπαψε να εκθέτει τις θεωρίες της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ένιωθε άσχημα λόγω της απουσίας του. Είχε γίνει αμίλητη γενικώς, όχι μόνο σε αυτό το ζήτημα αλλά για όλα. Σκατά, σκέφτηκε, έκπληκτη και η ίδια με την ξαφνική αλλαγή του λεξιλογίου της, την έκανε να βωμολοχεί. Όχι, δεν θα το κάνω. Δεν θα ξαναβρίσω, σκέφτηκε. Και δεν ξαναέβρισε, παρόλο που συνέχισε να νιώθει τα ίδια πράγματα, ανάμικτη αγάπη με οργή.
Ένα απόγευμα, μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά όταν έλαβε ένα μήνυμα, από άγνωστο αριθμό. "Εδώ Τσέζαρε. Είμαι εδώ για δύο μέρες. Ξενοδοχείο Τάδε στις οκτώ. Έλα άβαφη" και από δίπλα ένα χαμογελάκι. Η Έφη χαμογέλασε. Παραλίγο να ξαναβρίσει για να αναθεματίσει τον αφελή εαυτό της που ενώ ήξερε τί γινόταν, έπεφτε οικειοθελώς στην παγίδα, ακριβώς όπως το είχε πεί αυτός, ολόκληρη και με φόρα. Ήταν αριστοτέχνης του είδους του, παραδέχτηκε σιωπηλά στον εαυτό της, χωρίς μπορεί να πάψει να χαμογελάει. "Πολύ καλός!" σκέφτηκε.
Φυσικά και δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανταποκριθεί στην πρόσκλησή του. Πήγε ντυμένη όπως πάντα, αλλά άβαφη όπως της είχε ζητήσει. Τον ζήτησε στη ρεσεψιόν και της είπαν ότι την περίμενε στο δωμάτιό του. Η Έφη χαμογέλασε πάλι στον εαυτό της. "Ωραία, λοιπόν" σκέφτηκε. "Αυτό είναι." και πήγε στο ασανσέρ, έξω από την πόρτα του και, εν μέσω μίας ζαλιστικής χαράς, χτύπησε την πόρτα του.
Μόλις τον είδε, η χαρά έσβησε.
Το βλέμμα του είχε την ίδια σκληρότητα που θυμόταν από την τελευταία τους συζήτηση. Για αυτόν δεν ήταν παιχνίδι, αλλά πόλεμος. Της χαμογελούσε και την κάλεσε να μπεί μέσα, αλλά εκείνη ένιωθε σα να πήγαινε στο ικρίωμα. Ωστόσο μπήκε.
Τον ρώτησε για το πού ήταν όλον αυτό τον καιρό, πως τα περνούσε σε όλα αυτά τα μέρη και άκουγε της ιστορίες του για χώρες και καταστάσεις ξένες. Εκείνος δεν έκανε τίποτα από όλα όσα περίμενε εκείνη. Όλα ήταν φιλικά. Η ώρα περνούσε και αντάλλαζαν ιστορίες σαν δύο παλιόφιλοι. Αυτό την έκανε να νιώσει ανακούφιση, ίσως γιατί πίστεψε για μία στιγμή ότι δεν θα χρειαζόταν να πολεμήσει τελικά αυτόν τον πόλεμο. Και πέρασε κι άλλο η ώρα, χωρίς να γίνει τίποτα. η Έφη πήγε τουαλέτα και βγαίνοντας συνειδητοποίησε ότι πεινούσε. Τον βρήκε όρθιο να κοιτάει στο παράθυρο.
-Τι θα κάνουμε τώρα; τον ρώτησε, εννοώντας αν θα πήγαιναν κάπου αλλού για φαΐ ή ποτό, κάτι τέτοιο.
Αντί για αυτό, την πλησίασε πολύ, όπως είχε ξανακάνει άλλοτε, και της είπε:
-Ό,τι θες. Θα κάνω ό,τι θες.
Ώστε ήταν πόλεμος, σκέφτηκε η Έφη. Ένιωσε ότι δεν μπορούσε ούτε ήθελε να πολεμήσει. Ωστόσο, μιας και ήταν εδώ, μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της μία μικρή απόλαυση, μία δόση ευχαρίστησης.
-Οτιδήποτε θέλω;
-Οτιδήποτε.
-Με παντρεύεσαι; είπε μειδιώντας.
Ο Τσέζαρε γέλασε με το αστείο.
Η Έφη, έσκυψε, και του έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μετά σηκώθηκε, του έβγαλε το σακάκι της στολής, μετά ξεκούμπωσε το άσπρο πουκάμισο. Θεέ μου, είναι τέλειος!, σκέφτονταν. Μύρισε το λαιμό του και χάιδεψε το στήθος του. Απίθανος. Σήκωσε τη φανέλα του και την έβγαλε και αυτή. Ψηλάφισε την κοιλιά και την πλάτη του. 'Ένα εξαίρετο δείγμα!" παραδέχτηκε στον εαυτό της. "Να φύγω τώρα ή να κάτσω λίγο ακόμα;" αναρωτήθηκε. Δεν σκόπευε να κάνει σεξ μαζί του, αλλά θα ήθελε να απολαύσει λίγο ακόμα την παρουσία του, το παιχνίδι με τα αγγίγματα. "Λίγο ακόμα" αποφάσισε, και έβαλε τις παλάμες της στο πρόσωπό του. Την αγκάλιασε από τη μέση χωρίς να κάνει τίποτα άλλο, εκτός από το να χαμογελάει σκληρά και σαρδόνια, όπως συνήθιζε. Τον κοίταξε στα μάτια. Αναρωτήθηκε αν η σκληρότητα στο βλέμμα του ήταν αντανάκλαση του χαρακτήρα του, όπως πιστεύεται, ή αν, όπως και εκείνη, έτυχε το πρόσωπό του να έχει αυτό το σχήμα, όπως άλλοι έχουν μεγάλα αυτιά ή μικρή μύτη. Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Λίγο ακόμα.
Πλησίασε τα χείλη στο λαιμό του για να τον μυρίσει. Τον φίλησε στο μάγουλο, και μετά κοντά στο αυτί. Τώρα ήταν η στιγμή να φύγει. Παρέμεινε με τα χείλη στο πρόσωπό του, όταν ο Τσέζαρε της ψιθύρισε γέρνοντας ελαφρά στο δικό της αυτί.
-Όπως νιώθεις τώρα, έτσι νιώθω κι εγώ.
Η Έφη συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. Αυτός συνέχισε.
-Έτσι είναι με την αγάπη. Εξάπτεις και εξάπτεσαι. Την φίλησε πολύ απαλά στο πρόσωπο. Δίνεις και δίνεσαι. Της χάιδεψε τα μαλλιά. Την ξαναφίλησε.
Η Έφη έκανε πίσω, τότε.
Τον κοίταξε. Μόλις είχε μιλήσει για αγάπη. Φυσικά και δεν μπορούσε να το εννοεί. Δεν υπήρχε περίπτωση. Ξαφνικά την χτύπησε κατακούτελα η αλήθεια ότι οι αποφάσεις της δεν αφορούσαν μόνο τον εαυτό της, αλλά και εκείνον. Μπορούσε να πάρει αποφάσεις που θα ήταν τρομερές και για τους δύο. Δεν ήθελε να του κάνει κάτι τρομερό. Είτε ασυναίσθητα το εννοούσε, είτε επρόκειτο για ένα όπλο στον πόλεμο εναντίον της, η λέξη "αγάπη" ήταν βαρειά.
Αναστέναξε, χάιδεψε τα μπράτσα του και είπε.
-Τώρα πρέπει να φύγω. Απομακρύνθηκε για να πάρει την τσάντα της. Αυτός γέλασε.
-Ξέρεις που να με βρείς, της είπε.
Η Έφη τότε νευρίασε πραγματικά. Ήταν αδίστακτος και δεν υπήρχε περίπτωση να του δώσει την ικανοποίηση να την δεί εκτός εαυτού, ωστόσο αν δεν έλεγε κατί θα έσκαγε. Κι έτσι του μίλησε ήρεμα.
-Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, όπως το είχες πεί. Είσαι ένας σκληρός άνθρωπος. Αυτό δεν μπορεί να είναι καλό ούτε για εμένα, ούτε για εσένα.
-Λυπάμαι, απάντησε ο Τσέζαρε.
-Δεν λυπάσαι. Δεν λυπάσαι καθόλου. Γιατί αν λυπόσουν θα έκανες κάτι για αυτό. Αν λυπόσουν για κάτι, θα μετάνιωνες και θα το άλλαζες. Αυτό είναι η μετάνοια, να συνειδητοποιείς ότι έκανες κάτι λάθος και να προσπαθήσεις να το διορθώσεις. Εσύ δεν λυπάσαι ούτε μετανιώνεις για τίποτα. Δεν πρόκειται να αλλάξεις ποτέ.
-Ενώ εσύ έχεις αλλάξει;
-Όχι. Δεν έχω δεί ποτέ κανέναν να αλλάζει. Για αυτό σου λέω, δεν υπάρχει τρόπος να μην γίνει δυσάρεστο το όλο θέμα. Εγώ είμαι έτσι, εσύ είσαι αλλιώς και κανείς μας δεν θα αλλάξει. Γιατί να μπούμε στον κόπο να πονάμε ο ένας τον άλλον με εξωφρενικές προσδοκίες;
-Έχεις παραισθήσεις. Αν ήταν όλοι σαν εσένα δεν υπήρχε τίποτα, ούτε έρωτας ούτε άνθρωποι, ούτε τίποτα. Είσαι μία θλιβερή, τσιγγούνικη ύπαρξη, δεν έχεις ίχνος ανθρωπιάς.
Ήταν ολοφάνερα θυμωμένος. Συνέχισε να μιλά θυμωμένα.
-Είπες για εμένα ότι είμαι πόρνη. Σου έχω νέα. Υπάρχει και ένα άλλο είδος πόρνης, το χειρότερο είδος πουτάνας, αυτή που παίζει με το μυαλό και την ψυχή σου. Αντί να πουλάει το μ***** της πουλάει την ηθική της. Αλλά εσύ ούτε καν αυτό, εσύ πουλάς εξυπνάδα. Αυτό κάνεις, πουλάς το μόνο πράγμα που σου έμεινε, και μάλιστα φτηνά, μόνο και μόνο για να κάνεις την έξυπνη στις φίλες σου και να έχεις την ικανοποίηση ότι είσαι καλύτερη χωρίς να κάνεις τίποτα, τίποτα! Γιατί εκτός από εξυπνάδες, τί άλλο έχεις να μας πείς; Τί άλλο έχεις κάνει; Τί μπορείς να μας πείς από τη μίζερη ζωή σου; Τίποτα!... Με τις κανονικές πουτάνες, ξέρεις που βρίσκεσαι, είναι όλα απλά, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, το κάνεις και τελειώνεις. Αλλά με μερικές σαν εσένα, δε βγάζεις ποτέ άκρη, σου ρημάζουν τη ζωή. Είστε μονίμως ανικανοποίητες και νομίζετε ότι σας φταίνε οι άντρες. Σας δίνουμε τον εαυτό μας και θέλετε περισσότερα, με πρόφαση ότι είστε ηθικές. Αυτές είναι οι χειρότερες πουτάνες!
Ο Τσέζαρε πλέον ύψωσε τη φωνή.
-Αλλά είσαι και χαζή πουτάνα, γιατί εγώ είμαι εδώ, τώρα, αλλά εσύ σκέφτεσαι τον εγωισμούλη σου. Να πάρεις τον εγωισμό σου και όξω από δω. Όξω!
Την έπιασε απότομα από το μπράτσο, την τράβηξε ως την είσοδο, άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε έξω.
-Όξω, ηλίθια πουτάνα!
Έξω, μόνη στο διάδρομο, η Έφη είχε μείνει κόκκαλο.
Ω, θεέ μου!
Με μουδιασμένα αισθήματα πήγε σπίτι.
Φαίνεται πως τελικά την αγαπούσε.
Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν!!;
Ο ίδιος, να το ήξερε, άραγε;
Κι εκείνη έπαιξε μαζί του, ενώ αυτός ήταν ειλικρινής. Τί ντροπή!
Τί θα έκανε τώρα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου