Μεταμφιεσμένη σε άσχημη, η Έφη τελείωσε το Λύκειο με επιτυχία και χωρίς ούτε μία στιγμή αδυναμίας.Όλοι ομολογούσαν ότι είχε εκπληκτική προσωπικότητα αλλά δυστυχώς δεν είχε πάρει την ομορφιά της μητέρας της, την επαινούσαν για τις επιδόσεις της σχολείο και για τη δύναμη του μυαλού της, κάτι που πριν τη μεταμφίεση το έκαναν πολύ σπανιότερα και το μόνο που λίγο την έφερνε σε δύσκολη θέση ήταν όταν την παρώτρυναν να δεί κάποιον γιατρό για την επιδερμίδα της ή όταν με επιμονή της έλεγαν να κάνει κάτι για να δείχνει πιο όμορφη, όπως να αλλάξει κούρεμα, να βάλει φακούς, κοκ. Όλα αυτά τα αντιμετώπιζε με ένα αόριστο "ναι, θα πάω αύριο" ή με δικαιολογίες όπως " οι φακοί δεν κάθονται στο μάτι μου" ή "πήγα σε γιατρό και δε βρήκε τίποτα".
Συνέχισε αυτή την τακτική και κατά τη διάρκεια των σπουδών της, γλωσσολογία και μετάφραση
. Εκεί, παρά την ηθελημένη ασκήμια της, υπήρχαν κάποια αγόρια που ενδιαφέρθηκαν να την πλησιάσουν. Όπως ο Μάρκος.
Ο Μάρκος ήταν πολύ συνηθισμένος. Ούτε πολύ έξυπνος, ούτε πολύ αθλητικός και οπωσδήποτε ούτε πολύ όμορφος. Αλλά από την άλλη ούτε και πολύ άσχημος. Και παραξενεύτηκε η Έφη όταν της ζήτησε να βγούν γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο αόρατη για το αντίθετο φύλο που συχνά συζητούσαν μπροστά της ή και μαζί της τα ερωτικά τους, σα να μην είχε σημασία, λες και δεν έτρεχε τίποτα.
Με αμφιβολία, δέχτηκε την πρότασή του. Βγήκαν μαζί μερικές φορές. Πριν περάσουν δύο εβδομάδες, δεν τον άντεχε άλλο. Οι φίλες της χαίρονταν που επιτέλους βρήκε κάποιον κι αυτή, αλλά η ίδια έβλεπε ότι ο Μάρκος ήταν μαζί της γιατί δεν μπορούσε να βρεί τίποτα καλύτερο, από ένα είδος ενοχής για την ασχήμια του. Με υπερβολική ένταση της έκανε χατήρια ή κοπλιμέντα, με δουλικό τρόπο και χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας. Ανέχθηκε την αγένειά της όταν κάποια φορά του φέρθηκε σκληρά επειδή μπέρδεψε το ένα εστιατόριο με το άλλο και ήταν όπως όλα έδειχναν, ένα ψυχολογικό δουλικό. Όταν το συζήτησε με τις φίλες της, εκείνες γελώντας της είπαν ότι θα γινόταν τέλειος σύζυγος και τότε η Έφη έφριξε. Τί είδους πλάσματα ήταν αυτά τα ανθρώπινα σκουλήκια, αρσενικά και θηλυκά; Σιχάθηκε τόσο που πρόσθεσε λίγο ακόμα πηλό στην κρέμα της, δίνοντας αφορμή στις φίλες της να της επιτεθούν για άλλη μία φορά για να την πείσουν να δεί κάποιον δερματολόγο, πράγμα που για άλλη μία φορά την έκανε να γελά από μέσα της. ¨Να πάτε εσείς στο γιατρό, βλαμμένα!" σκεφτόταν.
Ένα βράδυ, μελετούσε μισοκαθισμένη στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας της. Ήταν νωρίς το φθινόπωρο, κι ακόμα είχε ζέστη. Την πήρε τηλέφωνο η φίλη της η Μαρία. "Πάμε για μπύρα στην παραλία. Έρχεσαι;" Δέχτηκε. Λίγη ώρα αργότερα, η πόρτα της χτύπησε και την άνοιξε, αρπάζοντας βιαστικά τα κλειδιά και την τσάντα της από το τραπεζάκι. Παρατήρησε ότι η Μαρία την κοιτούσε άναυδη.
-Τι;, είπε η Έφη.
-Πως είσαι έτσι; απόρησε η Μαρία.
-Τί έχω, που;
-Το πρόσωπό σου. Τί έκανες;
-Τί εννοείς, είπε η Έφη, πιάνοντας το πρόσωπό της.
-Κοιτάξου στον καθρέφτη.
Το έκανε.
Είχε ξεχάσει ότι πριν αρχίσει το διάβασμα είχε αφαιρέσει την μεταμφίεσή της, όπως πάντα, για να μελετά πιο εύκολα.
-Πως έγινε αυτό; τη ρώτησε η Μαρία. Είναι απίστευτο.
Και ξεκίνησε να της λέει πόσο δίκιο είχε που της έλεγε τόσό καιρό να βάλει φακούς επαφής, και να βάλει μεηκ άπ, και να αλλάξει κούρεμα, όταν τη διέκοψε η Έφη.
Την έβαλε να καθίσει και της είπε όλη την ιστορία.
-Δεν πας καλά! Δεν πας καθόλου καλά!
-Έτσι είμαι εγώ, απάντησε μειδιώντας η Έφη.
-Καλά, και πες μου για να καταλάβω, ο πατέρας σου δεν πήρε χαμπάρι τίποτα;
-Όχι.
-Και αν βρείς κάποιον να σου αρέσει; Αν ερωτευτείς;
-χαχαχα.
-Τί γελάς; σοβαρά μιλάω.
-Αυτό, βασικά, δεν έχει συμβεί ως τώρα, οπότε δεν βλέπω πως θα γίνει από δω και πέρα. δεύτερον, αν κρίνω από αυτά που καταλαβαίνω, το να ερωτευτείς δεν είναι κάτι το καλό, αλλά κατι το ασύμφορο και νιώθω περίφημα που το έχω αποφύγει.
Η Μαρία την κοιτούσε, μην πιστεύοντας αυτά που άκουγε.
Είσαι λεσβία;
-χαχαχααααααα. όχι, δεν είμαι λεσβία, Μαρία!
-Θες ψυχολόγο, της είπε τελικά.
-Γιατί, βρε Μαρία; Εγώ περνάω καλά και κάνω τη δουλειά μου μια χαρά, εσένα τί σε πειράζει;
-Δεν είναι φυσιολογικό! Δεν το καταλαβαίνεις; Περνάς όλη σου τη ζωή μασκαρεμένη, αυτό ανήκει στη σφαίρα της παθολογίας!
-Αυτό θα μπορούσα να πω κι εγώ για εσένα. Σε έχει κανείς ποτέ άβαφη;
-Ιιιι! Δεν είναι το ίδιο! δεν είναι καθόλου το ίδιο!
-Είναι και παραείναι! και αν θέλεις να ξέρεις, εγώ δεν πειράζω κανέναν. Εσύ έβαλες τον καημένο τον Γιώργο να πάρει αποβολή μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι σε αγαπάει.
- Δεν το έκανα! αυτός πήγε και έκλεψε τα θέματα!
-Αφού του κλάφτηκες ότι θα έμενες τη χρονιά, φορώντας την κοντή φούστα, ψεύτικες βλεφαρίδες και τρία κιλά σοβά!
- Τι λες τώρα! Να πας στο διάολο! Σε νόμιζα φίλη μου!
-Κοίτα, δεν θέλω να σε κρίνω. Ο Γιώργος είναι ηλίθιος, όλοι το ξέρουν αυτό. Αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο καθένας έχει τον τρόπο του. Εγώ έχω τον δικό μου.
Η Μαρία κουνούσε το κεφάλι της.
-Όχι. Όχι, δεν είναι σωστό.
-Γιατί; είπε η Έφη μειδιώντας ακόμα. Εγώ λέω ότι εσείς είστε που κάνετε λάθος, που σπαταλάτε χρόνο και ενέργεια για τον κάθε κομπλεξικό που θέλει επιβεβαίωση, που από τις δέκα μέρες σχέσεως τις οκτώ τις περνάτε είτε με τσακωμούς είτε ζήλειες είτε με παρεξηγήσεις, και μετά πάτε και πίνετε επειδή ένας ηλίθιος είπε μία κουβέντα, και χάνετε τα μαθήματα για μίας βραδιάς υποθέσεις.
-Με λες εύκολη;
-Όχι! Όχι. Απλά λέω ότι δεν είναι καλή επένδυση! Δεν συμφέρει! Αν μπορούσες να το κάνεις χωρίς να σου κοστίσει, ή αν η απόλαυση ήταν μεγαλύτερη του κόπου και της στεναχώριας, τότε θα έλεγα ότι βγαίνεις κερδισμένη. Αλλά σας κοιτάζω όλες και δεν είστε ποτέ χαρούμενες. Είτε που θα κλαίτε, είτε που θα είστε έξω φρενών με τη σχέση σας. Όποτε βγαίνουμε, μόνο αυτό συζητάμε, πότε ο ένας σου έκανε αυτό πότε ο άλλος έκανε στην άλλη οτ άλλο και ποτέ,μα ποτέ δε συζητάμε τί ωραία που περνάτε ή τι καλός που είναι κάποιος. Και όταν το βλέπω αυτό, λέω "Ουφ! εγώ γλίτωσα!"
Η Μαρία την κοίταξε μην πιστεύοντας αυτά που άκουγε. Κουνούσε αρνητικά το κεφάλι της.
-Και πότε λες να αντιμετωπίσεις τον κόσμο; είπε τελικά. Για πόσο θα παίζεις κρυφτούλι; Πόσο καιρό θα αποφεύγεις την πραγματικότητα;
-Δεν ξέρω. Το έχω σκεφτεί κι εγώ αυτό. Αλλά είναι τόσο εύκολο. Τόσο βολικό!
-Δεν ζείς τη ζωή σου, όμως.
-Εγώ το να ζείς τη ζωή σου το βλέπω αλλιώς.
-Δεν ξέρω.... Για άλλη μία φορά η Μαρία κουνούσε το κεφάλι της.
-Κοίτα, καταλαβαίνω γιατί τα λές αυτά, και ξέρω ότι έχεις δίκιο σε μερικά, αλλά είναι κάτι που θέλω. Δεν πρέπει να με μαρτυρήσεις.
-Μέχρι πότε;
-Δεν ξέρω. Μέχρι να αποφοιτήσω, τουλάχιστον. Μη με μαρτυρήσεις!
-Καλά, είπε απρόθυμα η Μαρία. Θα έρθεις τώρα; Θα πάμε για μπύρες;
Η Έφη δέχτηκε, αφού πρώτα φόρεσε το προσωπείο της, υπό το βλέμμα της Μαρίας που εμβρόντητη παρακολουθούσε τη μεταμόρφωση.
Η Μαρία δεν την μαρτύρησε ποτέ. Ωστόσο, η Έφη δεν σταμάτησε να κρύβει το πρόσωπό της. Τελείωσε τη σχολή της, βρήκε μία δουλειά, μετά μία άλλη και σε όλο αυτό το διάστημα παρέμειναν φίλες οι δύο κοπέλες, ίσως λόγω του μυστικού αυτού, που όμως κάποια στιγμή έπαψε να είναι μυστικό όχι γιατί αποκαλύφθηκε, κάτι που ποτέ δεν έγινε, αλλά λόγω συνήθειας. Το είχαν συνηθίσει και οι δύο τόσο πολύ, που ούτε καν το συζητούσαν από ένα σημείο και μετά. Η Μαρία παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα, ενώ η Έφη έπαιρνε δουλειές και προαγωγές τη μία μετά την άλλη, χωρίς βαρίδια, όπως έλεγε όταν τη ρωτούσαν πότε θα παντρευτεί ή αν θα νοικοκυρευτεί ποτέ.
Μετά, η Έφη βρήκε δουλειά στο μεταφραστικό στις Βρυξέλλες. Αναγκαστικά, έπρεπε να φύγει.
Οι δύο φίλες αποχαιρετίστηκαν, με συγκίνηση. Με άλουστα και αχτένιστα μαλλιά, με πατομπούκαλα γυαλιά, με φτηνιάρικο τζήν και φαρδύ πουκάμισο δύο νούμερα μεγαλύτερο και με κιτρινιασμένο πρόσωπο, επιβιβάστηκε στην πτήση για τη νέα της ζωή.
Συνέχισε αυτή την τακτική και κατά τη διάρκεια των σπουδών της, γλωσσολογία και μετάφραση
. Εκεί, παρά την ηθελημένη ασκήμια της, υπήρχαν κάποια αγόρια που ενδιαφέρθηκαν να την πλησιάσουν. Όπως ο Μάρκος.
Ο Μάρκος ήταν πολύ συνηθισμένος. Ούτε πολύ έξυπνος, ούτε πολύ αθλητικός και οπωσδήποτε ούτε πολύ όμορφος. Αλλά από την άλλη ούτε και πολύ άσχημος. Και παραξενεύτηκε η Έφη όταν της ζήτησε να βγούν γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο αόρατη για το αντίθετο φύλο που συχνά συζητούσαν μπροστά της ή και μαζί της τα ερωτικά τους, σα να μην είχε σημασία, λες και δεν έτρεχε τίποτα.
Με αμφιβολία, δέχτηκε την πρότασή του. Βγήκαν μαζί μερικές φορές. Πριν περάσουν δύο εβδομάδες, δεν τον άντεχε άλλο. Οι φίλες της χαίρονταν που επιτέλους βρήκε κάποιον κι αυτή, αλλά η ίδια έβλεπε ότι ο Μάρκος ήταν μαζί της γιατί δεν μπορούσε να βρεί τίποτα καλύτερο, από ένα είδος ενοχής για την ασχήμια του. Με υπερβολική ένταση της έκανε χατήρια ή κοπλιμέντα, με δουλικό τρόπο και χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας. Ανέχθηκε την αγένειά της όταν κάποια φορά του φέρθηκε σκληρά επειδή μπέρδεψε το ένα εστιατόριο με το άλλο και ήταν όπως όλα έδειχναν, ένα ψυχολογικό δουλικό. Όταν το συζήτησε με τις φίλες της, εκείνες γελώντας της είπαν ότι θα γινόταν τέλειος σύζυγος και τότε η Έφη έφριξε. Τί είδους πλάσματα ήταν αυτά τα ανθρώπινα σκουλήκια, αρσενικά και θηλυκά; Σιχάθηκε τόσο που πρόσθεσε λίγο ακόμα πηλό στην κρέμα της, δίνοντας αφορμή στις φίλες της να της επιτεθούν για άλλη μία φορά για να την πείσουν να δεί κάποιον δερματολόγο, πράγμα που για άλλη μία φορά την έκανε να γελά από μέσα της. ¨Να πάτε εσείς στο γιατρό, βλαμμένα!" σκεφτόταν.
Ένα βράδυ, μελετούσε μισοκαθισμένη στο κρεβάτι της γκαρσονιέρας της. Ήταν νωρίς το φθινόπωρο, κι ακόμα είχε ζέστη. Την πήρε τηλέφωνο η φίλη της η Μαρία. "Πάμε για μπύρα στην παραλία. Έρχεσαι;" Δέχτηκε. Λίγη ώρα αργότερα, η πόρτα της χτύπησε και την άνοιξε, αρπάζοντας βιαστικά τα κλειδιά και την τσάντα της από το τραπεζάκι. Παρατήρησε ότι η Μαρία την κοιτούσε άναυδη.
-Τι;, είπε η Έφη.
-Πως είσαι έτσι; απόρησε η Μαρία.
-Τί έχω, που;
-Το πρόσωπό σου. Τί έκανες;
-Τί εννοείς, είπε η Έφη, πιάνοντας το πρόσωπό της.
-Κοιτάξου στον καθρέφτη.
Το έκανε.
Είχε ξεχάσει ότι πριν αρχίσει το διάβασμα είχε αφαιρέσει την μεταμφίεσή της, όπως πάντα, για να μελετά πιο εύκολα.
-Πως έγινε αυτό; τη ρώτησε η Μαρία. Είναι απίστευτο.
Και ξεκίνησε να της λέει πόσο δίκιο είχε που της έλεγε τόσό καιρό να βάλει φακούς επαφής, και να βάλει μεηκ άπ, και να αλλάξει κούρεμα, όταν τη διέκοψε η Έφη.
Την έβαλε να καθίσει και της είπε όλη την ιστορία.
-Δεν πας καλά! Δεν πας καθόλου καλά!
-Έτσι είμαι εγώ, απάντησε μειδιώντας η Έφη.
-Καλά, και πες μου για να καταλάβω, ο πατέρας σου δεν πήρε χαμπάρι τίποτα;
-Όχι.
-Και αν βρείς κάποιον να σου αρέσει; Αν ερωτευτείς;
-χαχαχα.
-Τί γελάς; σοβαρά μιλάω.
-Αυτό, βασικά, δεν έχει συμβεί ως τώρα, οπότε δεν βλέπω πως θα γίνει από δω και πέρα. δεύτερον, αν κρίνω από αυτά που καταλαβαίνω, το να ερωτευτείς δεν είναι κάτι το καλό, αλλά κατι το ασύμφορο και νιώθω περίφημα που το έχω αποφύγει.
Η Μαρία την κοιτούσε, μην πιστεύοντας αυτά που άκουγε.
Είσαι λεσβία;
-χαχαχααααααα. όχι, δεν είμαι λεσβία, Μαρία!
-Θες ψυχολόγο, της είπε τελικά.
-Γιατί, βρε Μαρία; Εγώ περνάω καλά και κάνω τη δουλειά μου μια χαρά, εσένα τί σε πειράζει;
-Δεν είναι φυσιολογικό! Δεν το καταλαβαίνεις; Περνάς όλη σου τη ζωή μασκαρεμένη, αυτό ανήκει στη σφαίρα της παθολογίας!
-Αυτό θα μπορούσα να πω κι εγώ για εσένα. Σε έχει κανείς ποτέ άβαφη;
-Ιιιι! Δεν είναι το ίδιο! δεν είναι καθόλου το ίδιο!
-Είναι και παραείναι! και αν θέλεις να ξέρεις, εγώ δεν πειράζω κανέναν. Εσύ έβαλες τον καημένο τον Γιώργο να πάρει αποβολή μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι σε αγαπάει.
- Δεν το έκανα! αυτός πήγε και έκλεψε τα θέματα!
-Αφού του κλάφτηκες ότι θα έμενες τη χρονιά, φορώντας την κοντή φούστα, ψεύτικες βλεφαρίδες και τρία κιλά σοβά!
- Τι λες τώρα! Να πας στο διάολο! Σε νόμιζα φίλη μου!
-Κοίτα, δεν θέλω να σε κρίνω. Ο Γιώργος είναι ηλίθιος, όλοι το ξέρουν αυτό. Αλλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο καθένας έχει τον τρόπο του. Εγώ έχω τον δικό μου.
Η Μαρία κουνούσε το κεφάλι της.
-Όχι. Όχι, δεν είναι σωστό.
-Γιατί; είπε η Έφη μειδιώντας ακόμα. Εγώ λέω ότι εσείς είστε που κάνετε λάθος, που σπαταλάτε χρόνο και ενέργεια για τον κάθε κομπλεξικό που θέλει επιβεβαίωση, που από τις δέκα μέρες σχέσεως τις οκτώ τις περνάτε είτε με τσακωμούς είτε ζήλειες είτε με παρεξηγήσεις, και μετά πάτε και πίνετε επειδή ένας ηλίθιος είπε μία κουβέντα, και χάνετε τα μαθήματα για μίας βραδιάς υποθέσεις.
-Με λες εύκολη;
-Όχι! Όχι. Απλά λέω ότι δεν είναι καλή επένδυση! Δεν συμφέρει! Αν μπορούσες να το κάνεις χωρίς να σου κοστίσει, ή αν η απόλαυση ήταν μεγαλύτερη του κόπου και της στεναχώριας, τότε θα έλεγα ότι βγαίνεις κερδισμένη. Αλλά σας κοιτάζω όλες και δεν είστε ποτέ χαρούμενες. Είτε που θα κλαίτε, είτε που θα είστε έξω φρενών με τη σχέση σας. Όποτε βγαίνουμε, μόνο αυτό συζητάμε, πότε ο ένας σου έκανε αυτό πότε ο άλλος έκανε στην άλλη οτ άλλο και ποτέ,μα ποτέ δε συζητάμε τί ωραία που περνάτε ή τι καλός που είναι κάποιος. Και όταν το βλέπω αυτό, λέω "Ουφ! εγώ γλίτωσα!"
Η Μαρία την κοίταξε μην πιστεύοντας αυτά που άκουγε. Κουνούσε αρνητικά το κεφάλι της.
-Και πότε λες να αντιμετωπίσεις τον κόσμο; είπε τελικά. Για πόσο θα παίζεις κρυφτούλι; Πόσο καιρό θα αποφεύγεις την πραγματικότητα;
-Δεν ξέρω. Το έχω σκεφτεί κι εγώ αυτό. Αλλά είναι τόσο εύκολο. Τόσο βολικό!
-Δεν ζείς τη ζωή σου, όμως.
-Εγώ το να ζείς τη ζωή σου το βλέπω αλλιώς.
-Δεν ξέρω.... Για άλλη μία φορά η Μαρία κουνούσε το κεφάλι της.
-Κοίτα, καταλαβαίνω γιατί τα λές αυτά, και ξέρω ότι έχεις δίκιο σε μερικά, αλλά είναι κάτι που θέλω. Δεν πρέπει να με μαρτυρήσεις.
-Μέχρι πότε;
-Δεν ξέρω. Μέχρι να αποφοιτήσω, τουλάχιστον. Μη με μαρτυρήσεις!
-Καλά, είπε απρόθυμα η Μαρία. Θα έρθεις τώρα; Θα πάμε για μπύρες;
Η Έφη δέχτηκε, αφού πρώτα φόρεσε το προσωπείο της, υπό το βλέμμα της Μαρίας που εμβρόντητη παρακολουθούσε τη μεταμόρφωση.
Η Μαρία δεν την μαρτύρησε ποτέ. Ωστόσο, η Έφη δεν σταμάτησε να κρύβει το πρόσωπό της. Τελείωσε τη σχολή της, βρήκε μία δουλειά, μετά μία άλλη και σε όλο αυτό το διάστημα παρέμειναν φίλες οι δύο κοπέλες, ίσως λόγω του μυστικού αυτού, που όμως κάποια στιγμή έπαψε να είναι μυστικό όχι γιατί αποκαλύφθηκε, κάτι που ποτέ δεν έγινε, αλλά λόγω συνήθειας. Το είχαν συνηθίσει και οι δύο τόσο πολύ, που ούτε καν το συζητούσαν από ένα σημείο και μετά. Η Μαρία παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα, ενώ η Έφη έπαιρνε δουλειές και προαγωγές τη μία μετά την άλλη, χωρίς βαρίδια, όπως έλεγε όταν τη ρωτούσαν πότε θα παντρευτεί ή αν θα νοικοκυρευτεί ποτέ.
Μετά, η Έφη βρήκε δουλειά στο μεταφραστικό στις Βρυξέλλες. Αναγκαστικά, έπρεπε να φύγει.
Οι δύο φίλες αποχαιρετίστηκαν, με συγκίνηση. Με άλουστα και αχτένιστα μαλλιά, με πατομπούκαλα γυαλιά, με φτηνιάρικο τζήν και φαρδύ πουκάμισο δύο νούμερα μεγαλύτερο και με κιτρινιασμένο πρόσωπο, επιβιβάστηκε στην πτήση για τη νέα της ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου