Όλα τα παιδιά τρώνε που-και-που τη σφαλιάρα τους, υπάρχουν μερικά δε που δεν τρώνε ποτέ ούτε ένα χτύπημα στον πωπό. Και γενικά, παρά τα ανθρώπινα λάθη των γονιών, τα παιδιά μεγαλώνουν και , πάντα γενικά, γίνονται και αυτά άνθρωποι, όχι τέλειοι αλλά κανονικοί, μέσες άκρες.
Υπάρχει όμως ένα σημείο, ας το ονομάσουμε σημείο ξ, στο οποίο το ξύλο παύει να είναι σφάλμα ή υπερβολή και περνά στο επίπεδο της κακοποίησης. Έτσι και περάσεις το σημείο ξ γίνονται δύο τρομερά πράγματα. Πρώτον, καταστρέφεται η σχέση με το παιδί και δεύτερον επηρεάζεται ο ψυχισμός του. Αυτά τα δύο δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συμβούν διότι προξενούν δυσκολίες στο παιδί και σίγουρα κανείς δεν θέλει να το κάνει αυτό στο παιδί του.
Αν καταστραφεί σχέση με το παιδί μας, τότε στο μέλλον θα του λέμε "πρόσεχε!" και θα μας λέει "άει γαμήσου", και θα προτιμά να ακούει τον κάθε τυχαίο παρά να μας δώσει το δικαίωμα να το ραπίσουμε άλλη μία φορά, έστω κι αν αυτό είναι μόνο ψυχολογικά ή μόνο στα λόγια.
Αν επηρεαστεί ο ψυχισμός του, θα έχει πάντα προβλήματα, διαφόρων μορφών, ξεκινώντας από χαμηλή αυτοεκτίμηση μέχρι ένας θεός ξέρει τί.
Φυσικά, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να προξενήσεις αυτά τα δεινά στο παιδί σου (υπερ-προστατευτικότητα, αδιαφορία, καταχρήσεις, βλακεία, έλλειψη επικοινωνίας, κοκ) και , φυσικά, μιλάμε για την υπερβολή, όταν δηλαδή δεν πρόκειται για μιά στον πωπό αν κάνει κάτι σοβαρό αλλά όταν η καθημερινή πραγματικότητα περιλαμβάνει έντονη βία. Αν σε αυτό το σημείο σκεφτήκατε "ε, δεν το μελάνιασα κιόλας" τότε έχετε ξεπεράσει το σημείο ξ.
Σαν παιδί την είχα υποστεί και, εκ των υστέρων, είδα τα εξής.
Είδα ότι τις περισσότερες φορές, 9 στις δέκα, ήταν άδικη.
Πολλές φορές ο ανθρώπινος, μη-τέλειος γονιός, απλά κάνει λάθος στην κρίση του. Για παράδειγμα, κάποτε έφαγα ξύλο για κάτι που είχε κάνει ο αδερφός μου. Το (πολύ) ξύλο που έφαγα, εκτός που με νευρίασε και πόνεσε απίστευτα, με έκανε να καταλάβω ότι το πρόσωπο που μου το έδινε ήταν ηλίθιο. Έλεγα ξανά και ξανά ότι δεν το έκανα, έδειξα τις αποδείξεις, αλλά δεν σταματούσε. Αφού έδειξα τις αποδείξεις και το πρόσωπο αυτό δεν κατάλαβε, αυτό σήμαινε πως ήταν ηλίθιο. Το άτομο αυτό αυτό έμαθα να το ξεγελάω, σχετικά εύκολα. Και το ξύλο είναι τις περισσότερες φορές άδικο για έναν ακόμη λόγο, γιατί είναι δυσανάλογο. Εμείς, ας πούμε, τρώγαμε ξύλο όταν δεν τρώγαμε το φαγητό μας. Κάποτε έφαγα ξύλο γιατί χρησιμοποίησα με λάθος τρόπο μία λέξη. Για να πείς ότι είσαι 100% σίγουρος πως δεν κάνεις λάθος στην κρίση σου, πρέπει να διαβάζεις μυαλά και κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Αλλά ακόμα και τότε, το ξύλο κάνει χειρότερη την κατάσταση.
Μετά, πάλι εκ των υστέρων, είδα αυτό που σαν παιδί ένοιωθα αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω: το ξύλο ήταν η εύκολη λύση. Είναι πιο εύκολο να ρίξεις ξύλο παρά να συζητήσεις, να πείσεις το παιδί, να εξηγήσεις, να διαπαιδαγωγήσεις, στο κάτω-κάτω της γραφής. Το άτομο που μου έριχνε το ξύλο ήθελε απλά να μην το σκοτίζω με τις αηδίες μου, δεν ήθελε να ασχοληθεί περισσότερο. Ήθελε να τελειώνει αυτή η υπόθεση, και τίποτα άλλο. Αν δεν έτρωγα το φαγητό μου, ας πούμε, δεν ήθελε να αναρωτηθεί αν είχα κάποια ίωση ή κάποιο άλλο πρόβλημα. Ήθελε να φάω και να τελειώνω. Αν έσπαγα κάτι, δεν αναρωτιόταν αν χτύπησα ή αν είχε συμβεί κάτι. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην το απασχολώ με τις ανοησίες μου. Αντί να μου δείξει πως γίνεται να μην σπάμε πράγματα, έμαθα με το φόβο της τιμωρίας να μην κάνω τίποτα για να μην κάνω ζημιά. Με έδερνε γιατί δεν ήθελε να ασχοληθεί πραγματικά μαζί μου.
Στο τέλος της εφηβείας υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερα και πήρε πολύ χρόνο να τα μάθω μόνη μου.
Το χειρότερο, όμως, με την βία είναι ότι θολώνει την κρίση.
Ο πόνος περνάει, το μυαλό όμως θυμάται. Θυμάμαι κάθε μία φορά που έφαγα ξύλο, γιατί έτσι είναι το μυαλό του ανθρώπου, και κάτι που επαναλαμβάνεται γίνεται βίωμα και μέρος του χαρακτήρα μας, όπως όταν κάνεις την ίδια άσκηση χίλιες φορές και φουσκώνει ο ανάλογος μυς.
Το ηλίθιο και βίαιο άτομο, παρόλο που μου έδωσε και αρκετά καλά πράγματα, έμεινε στο μυαλό μου ως ηλίθιο και βίαιο άτομο και κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει ένα τέτοιο άτομο, οπότε το έβγαλα από τη ζωή μου, όχι εσκεμμένα αλλά γιατί ενστικτωδώς δεν άντεχα να το βλέπω. Αν σε τσιμπήσει φίδι, την επόμενη φορά θα το αποφύγεις, ας πούμε.
Εκτός από το μυαλό του θύματος, όμως επηρεάζεται το μυαλό του θύτη. Όταν εγκατασταθεί μία συνήθεια εκτοπίζει μία άλλη, φυσιολογικά. Η συνήθεια που εκτοπίζεται όταν κάποιος κάνει τη βία ρουτίνα είναι η συζήτηση και η λογική. Μαθαίνεις, και ο ίδιος, τη βλακεία. Αντί να παρατηρείς το τί συμβαίνει γύρω σου και τί κάνουν οι άνθρωποι, ρίχνεις μία σφαλιάρα και ακυρώνει (νομίζεις) τα πάντα. Κι όμως, αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν, απλά εσύ εθελοτυφλείς, νομίζοντας ότι η σφαλιάρα έλυσε όλα τα προβλήματα. Η σφαλιάρα είναι δάνειο με μεγάλο τόκο.
Κάποτε, για παράδειγμα, είπα στο άτομο που με έδερνε ότι το μισώ και αυτό γέλασε, απαντώντας ότι δεν ξέρω τί λέω και ότι σίγουρα δεν το εννοούσα και ότι κατά βάθος το αγαπάω. Θυμάμαι ότι κοίταξα το άτομο αυτό με μίσος και αηδία χωρίς να πω τίποτα φυσικά. Ήταν πολύ ηλίθιο. Θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή πάρθηκε η βουβή απόφαση "κάτσε να μεγαλώσω και θα δείς". Πήρα την απόφαση να αποφεύγω το ξύλο όσο μπορούσα και όταν έτρωγα ξύλο θύμωνα, συν τοις άλλοις, και με τον εαυτό μου που δεν χειρίστηκα αρκετά έξυπνα την κατάσταση.
Κάποτε, θυμάμαι, πήγα δίπλα στο άτομο αυτό και είπα "σου χρωστάω το ποιός είμαι" με όλο το μίσος που είχα, εννοώντας όλες τις στεναχώριες και τα παράπονα. Το άτομο συγκινήθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι, γιατί ήμουν ξανθούλικο και γαλανομάτικο και τότε είδα πόσο εύκολα ξεγελιούνται οι άνθρωποι που νομίζουν ότι διαβάζουν το μυαλό σου και μάλιστα σε δέρνουν για αυτό. Ήμουν τετάρτη δημοτικού.
Ακόμα ένα δείγμα ηλιθιότητας, η υποκρισία: τη μία μου ρίχνει το ξύλο της αρκούδας και το επόμενο δευτερόλεπτο χαμογελάει λες και όλα είναι μέλι γάλα...
Πόσο απίστευτα ηλίθιο, ηλίθιο, θέ μου!
Τέλος πάντων, έκτοτε έκανα κυριολεκτικά ότι ήθελα, αλλά βουβά και ήσυχα. Δεν ξαναδιάβασα για το σχολείο, για να δω πότε θα το έπαιρνε χαμπάρι. Δεν το πήρε. Οι βαθμοί μου έπεσαν και η αντίδραση ήταν "μα γιατί, αφού διαβάζει" και μετά απλά το δέχτηκε χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς να ελέγξει ποτέ τίποτα και χωρίς ποτέ να κοιτάξει να λύσει το πρόβλημα. Έκανα διάφορα τέτοια πειράματα και διαπίστωσα ότι δεν ήξερε τίποτα αν δεν το έλεγα εγώ. Έκανα κοπάνες από το σχολείο, ας πούμε., ή πήγαινα σε μέρη που μου είχε απαγορεύσει και μετά το κοιτούσα περιμένοντας αντίδραση που ποτέ δεν ερχόταν. Έτσι, αποσύρθηκα σε μία σιωπηλή ιδιωτικότητα, μόνασα μέσα σε ένα σπίτι έξι ατόμων, περιμένοντας την ελευθερία της ενηλικίωσης.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν κάποτε που πήγε στο γυμνάσιο να ρωτήσει για τους βαθμούς μου και όταν έμαθε ότι έγραψα χαμηλά σε κάποιο διαγώνισμα είπε "θα τη δείρω όταν πάμε σπίτι" και εκτός από το φόβο της προσδοκίας της βίας, σιχάθηκα και περιφρόνησα αυτό το άτομο γιατί συνειδητοποίησα πως το έλεγε για να φανεί καλό άτομο στον καθηγητή, να δείξει ότι έκανε τα πάντα σαν γονιός και ότι η αποτυχία δεν ήταν δική της ευθύνη αλλά δική μου. Κρατήθηκα πολύ να μη γελάσω, εκείνη τη στιγμή και όταν φτάσαμε σπίτι, με κόλπα που είχα από καιρό τελειοποιήσει, απέφυγα το ξύλο. Η μία γελοιοποίηση μετά την άλλη... Έβγαζε μονίμως τα λάθος συμπεράσματα. Ήταν, στα μάτια μου, αυτό το άτομο πολύ γελοίο.
Εκ των υστέρων, παρατηρώντας ατό το άτομο σε συνδυασμό με κάποια αναγνώσματα, είδα ότι το άτομο αυτό είχε βαρειά προβλήματα. Έμαθα να αναγνωρίζω ενστικτωδώς τα συμπτώματα αυτά στη συμπεριφορά των άλλων και αυτό είναι ένα θετικό που πήρα από αυτό το άτομο. Έμαθα άτομα με τέτοια χαρακτηριστικά να τα αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι, πράγμα που με έσωσε από πολλές κακοτοπιές.
Το ζήτημα είναι πως νόμιζα ότι μεγαλώνοντας θα έφευγα και όλα θα τελείωναν.
Κι όμως, με την εφηβεία ήρθε η συνειδητοποίηση ότι αυτό που ζούσα δεν ήταν φυσιολογικό. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν μισούσαν τους γονείς τους ούτε ήθελαν να φύγουν όσο πιο μακρυά
γίνεται αλλά αντιθέτως τους αναζητούν και τους αγαπούν και νιώθουν όμορφα μαζί τους. Ήρθε τότε η ζήλεια και η ενοχή. Γιατί εγώ δεν αγαπώ αυτό το άτομο; Γιατί είμαι διαφορετική; Προσπάθησα να αγαπήσω αυτό το άτομο αλλά δεν γινόταν γιατί όταν κάποιος σε χτυπάει τότε το πρώτο συναίσθημα που σου έρχεται δεν είναι η τρυφερότητα, σωστά;
Αν έρθει κάποιος που ξέρεις, ας πούμε, και σου αστράψει ένα χαστούκι, τότε το μόνο που δεν θα συμπεράνεις είναι ότι σε αγαπάει. Αν μάλιστα το κάνει πολλές φορές, είτε που θα το ανταποδώσεις είτε που θα φροντίσεις να αποφύγεις αυτό το άτομο, σωστά;
Γιατί, λοιπόν, αυτό το άτομο είχε την προσδοκία αυτό να με χτυπάει τόσο ανελέητα αλλά εγώ να το αγαπώ;
Είναι ηλίθιο.
Σαν ενήλικη, με την ενοχή ριζωμένη μέσα μου, προσπάθησα να προσεγγίσω αυτό το άτομο. Στάθηκε αδύνατο, γιατί θεωρούσε ότι καλά έκανε και ότι όλα καλά πήγαν. Έλεγε συνέχεια "μάρτυς μου ο θεός" και "δε με νοιάζει", μέχρι που πείστηκα ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Το τελευταίο ξύλο το εισέπραξα στα 27 μου, μερικούς μήνες πριν το γάμο μου. Ήταν άσκημο και σκέφτηκα σοβαρά το ενδεχόμενο να ανταποδώσω. Θα μπορούσα, κάλλιστα. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να αγγίξω αυτό το άτομο και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελα σε καμμία περίπτωση. Σκέφτηκα, επίσης, μέσα στον καταιγισμό χτυπημάτων, πως ό,τι και να γινόταν δεν θα έδινα σε κανέναν το δικαίωμα να πεί για μένα το παραμικρό, ποτέ.
Και απλά έφυγα. Αφαίρεσα τον εαυτό μου από αυτή την πραγματικότητα.
Είναι ένα ηλίθιο άτομο.
Υπάρχει όμως ένα σημείο, ας το ονομάσουμε σημείο ξ, στο οποίο το ξύλο παύει να είναι σφάλμα ή υπερβολή και περνά στο επίπεδο της κακοποίησης. Έτσι και περάσεις το σημείο ξ γίνονται δύο τρομερά πράγματα. Πρώτον, καταστρέφεται η σχέση με το παιδί και δεύτερον επηρεάζεται ο ψυχισμός του. Αυτά τα δύο δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συμβούν διότι προξενούν δυσκολίες στο παιδί και σίγουρα κανείς δεν θέλει να το κάνει αυτό στο παιδί του.
Αν καταστραφεί σχέση με το παιδί μας, τότε στο μέλλον θα του λέμε "πρόσεχε!" και θα μας λέει "άει γαμήσου", και θα προτιμά να ακούει τον κάθε τυχαίο παρά να μας δώσει το δικαίωμα να το ραπίσουμε άλλη μία φορά, έστω κι αν αυτό είναι μόνο ψυχολογικά ή μόνο στα λόγια.
Αν επηρεαστεί ο ψυχισμός του, θα έχει πάντα προβλήματα, διαφόρων μορφών, ξεκινώντας από χαμηλή αυτοεκτίμηση μέχρι ένας θεός ξέρει τί.
Φυσικά, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να προξενήσεις αυτά τα δεινά στο παιδί σου (υπερ-προστατευτικότητα, αδιαφορία, καταχρήσεις, βλακεία, έλλειψη επικοινωνίας, κοκ) και , φυσικά, μιλάμε για την υπερβολή, όταν δηλαδή δεν πρόκειται για μιά στον πωπό αν κάνει κάτι σοβαρό αλλά όταν η καθημερινή πραγματικότητα περιλαμβάνει έντονη βία. Αν σε αυτό το σημείο σκεφτήκατε "ε, δεν το μελάνιασα κιόλας" τότε έχετε ξεπεράσει το σημείο ξ.
Σαν παιδί την είχα υποστεί και, εκ των υστέρων, είδα τα εξής.
Είδα ότι τις περισσότερες φορές, 9 στις δέκα, ήταν άδικη.
Πολλές φορές ο ανθρώπινος, μη-τέλειος γονιός, απλά κάνει λάθος στην κρίση του. Για παράδειγμα, κάποτε έφαγα ξύλο για κάτι που είχε κάνει ο αδερφός μου. Το (πολύ) ξύλο που έφαγα, εκτός που με νευρίασε και πόνεσε απίστευτα, με έκανε να καταλάβω ότι το πρόσωπο που μου το έδινε ήταν ηλίθιο. Έλεγα ξανά και ξανά ότι δεν το έκανα, έδειξα τις αποδείξεις, αλλά δεν σταματούσε. Αφού έδειξα τις αποδείξεις και το πρόσωπο αυτό δεν κατάλαβε, αυτό σήμαινε πως ήταν ηλίθιο. Το άτομο αυτό αυτό έμαθα να το ξεγελάω, σχετικά εύκολα. Και το ξύλο είναι τις περισσότερες φορές άδικο για έναν ακόμη λόγο, γιατί είναι δυσανάλογο. Εμείς, ας πούμε, τρώγαμε ξύλο όταν δεν τρώγαμε το φαγητό μας. Κάποτε έφαγα ξύλο γιατί χρησιμοποίησα με λάθος τρόπο μία λέξη. Για να πείς ότι είσαι 100% σίγουρος πως δεν κάνεις λάθος στην κρίση σου, πρέπει να διαβάζεις μυαλά και κανείς δεν μπορεί να το κάνει αυτό.
Αλλά ακόμα και τότε, το ξύλο κάνει χειρότερη την κατάσταση.
Μετά, πάλι εκ των υστέρων, είδα αυτό που σαν παιδί ένοιωθα αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω: το ξύλο ήταν η εύκολη λύση. Είναι πιο εύκολο να ρίξεις ξύλο παρά να συζητήσεις, να πείσεις το παιδί, να εξηγήσεις, να διαπαιδαγωγήσεις, στο κάτω-κάτω της γραφής. Το άτομο που μου έριχνε το ξύλο ήθελε απλά να μην το σκοτίζω με τις αηδίες μου, δεν ήθελε να ασχοληθεί περισσότερο. Ήθελε να τελειώνει αυτή η υπόθεση, και τίποτα άλλο. Αν δεν έτρωγα το φαγητό μου, ας πούμε, δεν ήθελε να αναρωτηθεί αν είχα κάποια ίωση ή κάποιο άλλο πρόβλημα. Ήθελε να φάω και να τελειώνω. Αν έσπαγα κάτι, δεν αναρωτιόταν αν χτύπησα ή αν είχε συμβεί κάτι. Το μόνο που ήθελε ήταν να μην το απασχολώ με τις ανοησίες μου. Αντί να μου δείξει πως γίνεται να μην σπάμε πράγματα, έμαθα με το φόβο της τιμωρίας να μην κάνω τίποτα για να μην κάνω ζημιά. Με έδερνε γιατί δεν ήθελε να ασχοληθεί πραγματικά μαζί μου.
Στο τέλος της εφηβείας υπήρχαν πολλά πράγματα που δεν ήξερα και πήρε πολύ χρόνο να τα μάθω μόνη μου.
Το χειρότερο, όμως, με την βία είναι ότι θολώνει την κρίση.
Ο πόνος περνάει, το μυαλό όμως θυμάται. Θυμάμαι κάθε μία φορά που έφαγα ξύλο, γιατί έτσι είναι το μυαλό του ανθρώπου, και κάτι που επαναλαμβάνεται γίνεται βίωμα και μέρος του χαρακτήρα μας, όπως όταν κάνεις την ίδια άσκηση χίλιες φορές και φουσκώνει ο ανάλογος μυς.
Το ηλίθιο και βίαιο άτομο, παρόλο που μου έδωσε και αρκετά καλά πράγματα, έμεινε στο μυαλό μου ως ηλίθιο και βίαιο άτομο και κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει ένα τέτοιο άτομο, οπότε το έβγαλα από τη ζωή μου, όχι εσκεμμένα αλλά γιατί ενστικτωδώς δεν άντεχα να το βλέπω. Αν σε τσιμπήσει φίδι, την επόμενη φορά θα το αποφύγεις, ας πούμε.
Εκτός από το μυαλό του θύματος, όμως επηρεάζεται το μυαλό του θύτη. Όταν εγκατασταθεί μία συνήθεια εκτοπίζει μία άλλη, φυσιολογικά. Η συνήθεια που εκτοπίζεται όταν κάποιος κάνει τη βία ρουτίνα είναι η συζήτηση και η λογική. Μαθαίνεις, και ο ίδιος, τη βλακεία. Αντί να παρατηρείς το τί συμβαίνει γύρω σου και τί κάνουν οι άνθρωποι, ρίχνεις μία σφαλιάρα και ακυρώνει (νομίζεις) τα πάντα. Κι όμως, αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν, απλά εσύ εθελοτυφλείς, νομίζοντας ότι η σφαλιάρα έλυσε όλα τα προβλήματα. Η σφαλιάρα είναι δάνειο με μεγάλο τόκο.
Κάποτε, για παράδειγμα, είπα στο άτομο που με έδερνε ότι το μισώ και αυτό γέλασε, απαντώντας ότι δεν ξέρω τί λέω και ότι σίγουρα δεν το εννοούσα και ότι κατά βάθος το αγαπάω. Θυμάμαι ότι κοίταξα το άτομο αυτό με μίσος και αηδία χωρίς να πω τίποτα φυσικά. Ήταν πολύ ηλίθιο. Θυμάμαι ότι εκείνη τη στιγμή πάρθηκε η βουβή απόφαση "κάτσε να μεγαλώσω και θα δείς". Πήρα την απόφαση να αποφεύγω το ξύλο όσο μπορούσα και όταν έτρωγα ξύλο θύμωνα, συν τοις άλλοις, και με τον εαυτό μου που δεν χειρίστηκα αρκετά έξυπνα την κατάσταση.
Κάποτε, θυμάμαι, πήγα δίπλα στο άτομο αυτό και είπα "σου χρωστάω το ποιός είμαι" με όλο το μίσος που είχα, εννοώντας όλες τις στεναχώριες και τα παράπονα. Το άτομο συγκινήθηκε και μου έδωσε ένα φιλάκι, γιατί ήμουν ξανθούλικο και γαλανομάτικο και τότε είδα πόσο εύκολα ξεγελιούνται οι άνθρωποι που νομίζουν ότι διαβάζουν το μυαλό σου και μάλιστα σε δέρνουν για αυτό. Ήμουν τετάρτη δημοτικού.
Ακόμα ένα δείγμα ηλιθιότητας, η υποκρισία: τη μία μου ρίχνει το ξύλο της αρκούδας και το επόμενο δευτερόλεπτο χαμογελάει λες και όλα είναι μέλι γάλα...
Πόσο απίστευτα ηλίθιο, ηλίθιο, θέ μου!
Τέλος πάντων, έκτοτε έκανα κυριολεκτικά ότι ήθελα, αλλά βουβά και ήσυχα. Δεν ξαναδιάβασα για το σχολείο, για να δω πότε θα το έπαιρνε χαμπάρι. Δεν το πήρε. Οι βαθμοί μου έπεσαν και η αντίδραση ήταν "μα γιατί, αφού διαβάζει" και μετά απλά το δέχτηκε χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς να ελέγξει ποτέ τίποτα και χωρίς ποτέ να κοιτάξει να λύσει το πρόβλημα. Έκανα διάφορα τέτοια πειράματα και διαπίστωσα ότι δεν ήξερε τίποτα αν δεν το έλεγα εγώ. Έκανα κοπάνες από το σχολείο, ας πούμε., ή πήγαινα σε μέρη που μου είχε απαγορεύσει και μετά το κοιτούσα περιμένοντας αντίδραση που ποτέ δεν ερχόταν. Έτσι, αποσύρθηκα σε μία σιωπηλή ιδιωτικότητα, μόνασα μέσα σε ένα σπίτι έξι ατόμων, περιμένοντας την ελευθερία της ενηλικίωσης.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν κάποτε που πήγε στο γυμνάσιο να ρωτήσει για τους βαθμούς μου και όταν έμαθε ότι έγραψα χαμηλά σε κάποιο διαγώνισμα είπε "θα τη δείρω όταν πάμε σπίτι" και εκτός από το φόβο της προσδοκίας της βίας, σιχάθηκα και περιφρόνησα αυτό το άτομο γιατί συνειδητοποίησα πως το έλεγε για να φανεί καλό άτομο στον καθηγητή, να δείξει ότι έκανε τα πάντα σαν γονιός και ότι η αποτυχία δεν ήταν δική της ευθύνη αλλά δική μου. Κρατήθηκα πολύ να μη γελάσω, εκείνη τη στιγμή και όταν φτάσαμε σπίτι, με κόλπα που είχα από καιρό τελειοποιήσει, απέφυγα το ξύλο. Η μία γελοιοποίηση μετά την άλλη... Έβγαζε μονίμως τα λάθος συμπεράσματα. Ήταν, στα μάτια μου, αυτό το άτομο πολύ γελοίο.
Εκ των υστέρων, παρατηρώντας ατό το άτομο σε συνδυασμό με κάποια αναγνώσματα, είδα ότι το άτομο αυτό είχε βαρειά προβλήματα. Έμαθα να αναγνωρίζω ενστικτωδώς τα συμπτώματα αυτά στη συμπεριφορά των άλλων και αυτό είναι ένα θετικό που πήρα από αυτό το άτομο. Έμαθα άτομα με τέτοια χαρακτηριστικά να τα αποφεύγω όπως ο διάολος το λιβάνι, πράγμα που με έσωσε από πολλές κακοτοπιές.
Το ζήτημα είναι πως νόμιζα ότι μεγαλώνοντας θα έφευγα και όλα θα τελείωναν.
Κι όμως, με την εφηβεία ήρθε η συνειδητοποίηση ότι αυτό που ζούσα δεν ήταν φυσιολογικό. Υπήρχαν άνθρωποι που δεν μισούσαν τους γονείς τους ούτε ήθελαν να φύγουν όσο πιο μακρυά
γίνεται αλλά αντιθέτως τους αναζητούν και τους αγαπούν και νιώθουν όμορφα μαζί τους. Ήρθε τότε η ζήλεια και η ενοχή. Γιατί εγώ δεν αγαπώ αυτό το άτομο; Γιατί είμαι διαφορετική; Προσπάθησα να αγαπήσω αυτό το άτομο αλλά δεν γινόταν γιατί όταν κάποιος σε χτυπάει τότε το πρώτο συναίσθημα που σου έρχεται δεν είναι η τρυφερότητα, σωστά;
Αν έρθει κάποιος που ξέρεις, ας πούμε, και σου αστράψει ένα χαστούκι, τότε το μόνο που δεν θα συμπεράνεις είναι ότι σε αγαπάει. Αν μάλιστα το κάνει πολλές φορές, είτε που θα το ανταποδώσεις είτε που θα φροντίσεις να αποφύγεις αυτό το άτομο, σωστά;
Γιατί, λοιπόν, αυτό το άτομο είχε την προσδοκία αυτό να με χτυπάει τόσο ανελέητα αλλά εγώ να το αγαπώ;
Είναι ηλίθιο.
Σαν ενήλικη, με την ενοχή ριζωμένη μέσα μου, προσπάθησα να προσεγγίσω αυτό το άτομο. Στάθηκε αδύνατο, γιατί θεωρούσε ότι καλά έκανε και ότι όλα καλά πήγαν. Έλεγε συνέχεια "μάρτυς μου ο θεός" και "δε με νοιάζει", μέχρι που πείστηκα ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Το τελευταίο ξύλο το εισέπραξα στα 27 μου, μερικούς μήνες πριν το γάμο μου. Ήταν άσκημο και σκέφτηκα σοβαρά το ενδεχόμενο να ανταποδώσω. Θα μπορούσα, κάλλιστα. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να αγγίξω αυτό το άτομο και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελα σε καμμία περίπτωση. Σκέφτηκα, επίσης, μέσα στον καταιγισμό χτυπημάτων, πως ό,τι και να γινόταν δεν θα έδινα σε κανέναν το δικαίωμα να πεί για μένα το παραμικρό, ποτέ.
Και απλά έφυγα. Αφαίρεσα τον εαυτό μου από αυτή την πραγματικότητα.
Είναι ένα ηλίθιο άτομο.
3 σχόλια:
Συγκλονίστηκα από την ιστορία σου... Πραγματικά μερικοί άνθρωποι δεν ξέρουν πως να είναι γονείς αλλά στην πραγματικότητα κουβαλούν επάνω τους τα βάρη της δικής τους παιδικής ηλικίας, τα οποία δούλεψαν με λάθος τρόπο στο ψυχισμό τους...
Κανείς δεν γεννιέται γονιός, δεν υπάρχουν βιβλία για να σε διδάξουν πώς να φερθείς κ πώς να μεγαλώσεις ένα παιδί, κάτι καθόλου εύκολο. Υπάρχει όμως το συναίσθημα, η αγάπη γι αυτό που γέννησες, που μεγάλωνε μέσα σου κ που σε χρειάζεται για να ζήσει. Δεν χρειάζεται να ξέρεις, απλά ακολουθείς αυτό που νιώθεις. Λυπάμαι που υπάρχουν ηλίθιοι άνθρωποι, που δεν νιώθουν. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αξίζουν να έχουν παιδιά.
Το χειρότερο όλων είναι ότι τελικά δεν ήταν και αποτελεσματικό στο σκοπό του, το ξύλο. Ούτε με περιόρισε με κανέναν τρόπο, ούτε μου έμαθε κάτι, ούτε με προφύλαξε, γιατί το παρέκαμψα τηρώντας μία στάση χαμηλών τόνων και έκανα όλα αυτά που μου απαγόρευαν, κυριολεκτικά ό,τι ήθελα.
Όπως είπα και νωρίτερα, ηλίθιο.
Δημοσίευση σχολίου