Τρίτη 13 Μαΐου 2014

Περί Ανέμων - ο Φευγάτος

Μία μέρα, πριν από πολλά χρόνια, μπήκα στην αίθουσα για να κάνω μάθημα σε ένα ζωηρό τμήμα, γεμάτο διαφορετικά παιδιά, όλα τους μοναδικά και κανένα ίδιο με το άλλο. Με μία ματιά είδα ότι σήμερα έλειπε μόνο ένας και από μέσα μου βλαστήμησα γιατί θα έκανα παράδοση σημαντικής γραμματικής και αυτός που έλειπε ήταν από αυτούς που χρειαζόταν περισσότερες εξηγήσεις από τους άλλους. Λέω, το λοιπόν από μέσα μου πάλι, θα τα βάλω να κάνουν μία άσκηση μήπως το παιδί εμφανιστεί λίγο αργότερα, όπως πολύ συχνά τυχαίνει με τους μαθητές.

Όντως, δίνω την άσκηση, την εξηγώ, δίνω καναδυό παραδείγματα και αυτά έσκυψαν τα κεφαλάκια τους και συγκεντρώθηκαν στην εργασία που τους έβαλα. Επικράτησε σιωπή. Κοίταξα τα ρολόι. Αν δεν είχε έρθει ο απών ώσπου να τελειώσουμε με την άσκηση, θα αναγκαζόμουν να προχωρήσω χωρίς αυτόν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, χτυπάει η πόρτα και μπαίνει ο Άλεξ. Ζήτησε συγγνώμη για την αργοπορία, τη δέχτηκα, αλλά κάτι πήγαινε πολύ στραβά. Κάτι πάνω του ήταν περίεργο και μου πήρε αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να το καταλάβω.

Ο Άλεξ φορούσε το μπουφάν του με δύο τρόπους ανάποδα: το μέσα έξω και το πάνω κάτω. Για να φανταστείς την εικόνα θα σου πω ότι η κουκούλα ανέμιζε σαν ουρά στον πισινό του. Χρειάστηκε να κρατηθώ με όλη την αυτοκυριαρχία μου να μην γελάσω.

Οι υπόλοιποι, σκυμμένοι πάνω από την εργασία, δεν είχαν δεί το χάλι του Άλεξ πράγμα που δεν ήθελα να συμβεί γιατί έτσι και το έβλεπαν θα γινόταν χαμός και μπαη-μπάη μάθημα μετά. Λες και δεν έτρεχε τίποτα, του είπα να βγάλει το μπουφάν του, το οποίο και έπραξε, ενώ εγώ άφηνα έναν αναστεναγμό ανακούφισης που αποφύγαμε τα γέλια και τις κοροϊδίες αυτή τη φορά. Γύρισα στο παράθυρο κρατώντας τα μούτρα μου, δήθεν με έπιασε βήχας, για να κρύψω ένα γέλιο που δεν έλεγε να καθήσει φρόνιμα,

Ο Άλεξ πήγε στο θρανίο του ενώ εγώ γύρισα στο απουσιολόγιο να σημειώσω ότι ήρθε και σηκώνοντας το κεφάλι παρατηρώ ότι ο Άλεξ δεν έκανε τίποτα, παρά μόνο καθόταν με τα χέρια πάνω στο θρανίο με ουδέτερο βλέμμα.
"Άλεξ, κάνουμε μία άσκηση. Άνοιξε το τετράδιό σου κι εσύ."
"Γιές Μις" μου λέει κι εγώ έκανα μία γύρα στα θρανία να κοιτάξω πως πάνε οι υπόλοιποι.
Τελειώνοντας τη γύρα, ο Άλεξ ήταν ακόμα στην ίδια στάση, με τα χέρια στο θρανία και απλανές βλέμμα να κοιτάει τριγύρω.
Άλεξ" είπα όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσα, "άνοιξε το τετράδιό σου".
Οι άλλοι πήραν χαμπάρι ότι κάτι γίνεται με τον Άλεξ και άρχισαν κοιτάνε λοξά, αν και κρατούσαν ακόμα την ψυχραιμία τους.
Και τότε ο Άλεξ έδωσε την χαριστική βολή στο μάθημα.
"Ωχ, κυρία! Έχασα την τσάντα μου!" και τα πρώτα χάχανα ακούστηκαν από την ομήγυρι.

"Πως την έχασες;"
"Δεν ξέρω, κυρία. Δεν είναι εδώ."
Κρατώντας ήρεμη στάση, τον ρώτησα μήπως την είχε αφήσει στην αίθουσα αναμονής ή στο αυτοκίνητο του μπαμπά του, αλλά το παιδί είπε ότι είχε έρθει μόνο του σήμερα και ότι δεν κάθησε στην αίθουσα αναμονής γιατί ήρθε κατευθείαν στην αίθουσα.
"Για θυμήσου, Άλεξ, μήπως πήγες πουθενά αλλού όπως ερχόσουν;"
Σκέφτηκε για λίγο.
"Όχι, κυρία"
Τα υπόλοιπα παιδιά είχαν από ώρα παρατήσει την εργασία τους και γελούσαν σιγανά.
"Πήγαινε στη γραμματεία να πάρεις τηλέφωνο στο σπίτι σου μήπως την άφησες εκεί, για να σου τη φέρουν οι γονείς σου"
"Όχι, κυρία, την είχα μαζί μου όταν έφυγα."
Σε αυτό το σημείο είχε καταστεί σαφές ότι ο Άλεξ είτε που ψεύδονταν είτε που με δούλευε είτε που όντως είχε ξεχάσει κάτι, πράγμα πολύ πιθανό: ήταν κάτι που ο Άλεξ το έκανε συχνά.
Τα χάχανα αυξάνονταν και έπρεπε να δώσω ένα τέλος, αν ήθελα να κάνω γραμματική σήμερα. Ήμουν έτοιμη να του δώσω μερικά πρόχειρα χαρτιά για να βολευτεί για σήμερα, όταν χτύπησε η πόρτα. Στραφήκαμε όλοι να δούμε ποιός ήταν.
Ήταν η γραμματέας του φροντιστηρίου.

"Είναι κανενός αυτή η τσάντα;"
"Α, ναι! Δικιά μου είναι!"
"Την είχε ξεχάσει στο περίπτερο"
"Α, ναι! Σταμάτησα να πάρω τσίχλες! Χο χο."
"Βρε, Άλεξ! Πήρες τις τσίχλες και άφησες την τσάντα;"
Το υπόλοιπο τμήμα είχε πλέον παραδοθεί σε ασυγκράτητα γέλια και πειράγματα (ευκαιρία έψαχναν) και δεν μπορούσα πλέον να κάνω τίποτα παρά να αποδεχτώ τη μοίρα μου. Τα άφησα να γελάσουν, γέλασα κι εγώ με την ευκαιρία και τελικά το μόνο που μπόρεσα να κάνω εκείνη την ημέρα ήταν να εξετάσω την άσκηση που είχα βάλει στην αρχή και να δώσω δουλειά για το σπίτι.

Όταν χτύπησε το κουδούνι, κοιτώντας τις πλατούλες τους και τα κεφαλάκια τους καθώς έφευγαν άκουσα τον Άλεξ να λέει:
"Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε το μάθημα σήμερα."




Δεν υπάρχουν σχόλια: