Όπως γνωρίζουν όσοι με γνωρίζουν, είμαι δασκάλα αγγλικών. Αυτό σημαίνει πολλά.
Σημαίνει ότι, όπως όλες οι αγγλικούδες, η παιδαγωγική δεν συμπεριλαμβάνεται στα τυπικά προσόντα μου. Είναι πολλές που από μόνες τους αναζητούν τέτοιες συμβουλές ή κατευθύνσεις σε βιβλία, σεμινάρια και συζητήσεις. Δυστυχώς η προσωπικότητα της καθεμίας μας είναι το πιο σημαντικό πράγμα, διότι αυτή καθορίζει το τί βιβλία θα αναζητήσεις, το πως θα ερμηνεύσεις αυτά που θα διαβάσεις και το πως η γνώση αυτή θα φιλτραριστεί για τρίτη φορά βγαίνοντας έξω προς τον μαθητή.
Ξεκίνησα δεκαοχτώ χρονών και ένα χρόνο αργότερα με έκπληξη άκουσα ότι οι μαθητές μου θεωρούσαν ότι ήμουν η καλύτερη δασκάλα που είχαν ποτέ. Εκτός από τους ίδιους τους μαθητές, ήταν και οι βαθμοί τους που υποστήριζαν αυτό το συμπέρασμα καθώς κανείς δεν έπαιρνε λιγότερο από 80%, εκείνη την πρώτη χρονιά, ακόμα και μαθητές που πρωτύτερα ήταν αδύνατοι ή αδιάφοροι. Ενώ ήξερα ότι πήγαιναν καλά, δεν το θεωρούσα κάτι το σπουδαίο γιατί δεν έκανα κάτι το ξεχωριστό: απλά έμπαινα στο μάθημα και έλεγα τα δικά μου, παιδί κι εγώ ο ίδια σχεδόν.
Δεν ακολουθούσα κάποια συγκεκριμένη στρατηγική, δεν είχα κάποιο κόλπο, δεν έμπαινα στο μάθημα με κάποιο στόχο. Απλά ήξερα ποιά σελίδα του βιβλίου έπρεπε να κάνω και σε ποιό τμήμα και αυτό ήταν όλο. Αυτό που μου άρεσε, χωρίς να καταλαβαίνω πως στο καλό το κάνω, ήταν ότι μαθητές που είχαν σοβαρά προβλήματα και είχαν μείνει πίσω, μαθητές που όλοι οι άλλοι δάσκαλοι είχαν καταδικάσει και λέγαμε ότι αυτός δεν πρόκειται να μάθει ποτέ αγγλικά, κατάφερνα να τους κάνω καλύτερους και να τους κάνω να ενδιαφερθούν. Για αυτό τον λόγο, πολύ συχνά μου έδιναν τέτοια τμήματα που απαιτούσαν αυτό το επιπλέον κάτι.
Κάποια στιγμή, αυτό χάθηκε. Ή καλύτερα, μου το έχασαν.
Δυστυχώς εμείς οι μεγάλοι νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα καλύτερα και για αυτό θέλουμε να επεμβαίνουμε σε πράγματα που καμμία δουλειά δεν έχουμε να επεμβαίνουμε. Οι γονείς όταν είναι κακοί ενοχλούνται από τη σύγκριση με έναν καλό δάσκαλο και δεν το λέω για να ευλογήσω τα γένια μου, γιατί αυτό είναι κάτι που όλοι οι δάσκαλοι βλέπουν μπροστά τους. Αν, πχ ένα παιδί τρώει ξύλο στο σπίτι, τότε έναν ευγενικό δάσκαλο τον θεοποιεί. Ή, αντίστοιχα, αν ένα παιδί που είναι πνιγμένο στις υλιστικές δωροδοκίες της γονικής αδιαφορίας, θα θεοποιήσει έναν αυστηρό αλλά λογικό δάσκαλο που πραγματικά νοιάζεται. Ο γονιός, σε αυτή την περίπτωση είτε που δεν θα καταλάβει τίποτα και απλά θα δεχτεί ότι είσαι καλός δάσκαλος (το καλό σενάριο), είτε που, αν το παιδί μιλάει όλην ώρα για εσένα, θα συγκρίνει τον εαυτό του (το καταστροφικό σενάριο) καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είσαι μουρλή δασκάλα και αναφέρω αυτή τη λέξη διότι αυτή μου προσάπτουν πολύ συχνά. Και αυτό μου έχει συμβεί πολλές φορές, να μου λένε οι γονείς "μα τί τους κάνεις;"" ή "καλά το έχεις χάσει" ή ότι είμαι κακιά και διάφορα άλλα. Το κακιά μου το λένε γιατί τους βάζω δύσκολα διαγωνίσματα και γιατί σε μερικά ζητήματα είμαι ανυποχώρητη, όπως όταν μου λένε "κυρία δεν διάβασα, να γράψω το τεστ αύριο" και εγώ τους απαντώ "απλά θα τα πας χάλια" και τους δίνω την κόλλα με την οδηγία να κάνουν ό,τι μπορούν, γιατί και στις εξετάσεις έτσι θα είναι.
Το δεύτερο σενάριο, λοιπόν, το καταστροφικό, γίνεται διότι οι γονείς αυτού του τύπου είναι κι αυτοί οι ίδιοι που χρειάζονται βοήθεια. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω αυτό, έκανα πολλά λάθη και έχασα πολλούς μαθητές. Ο καταπιεστικός γονιός που δεν του αρκεί το άριστα αλλά τυραννά το παιδάκι για να πάρει άριστα με χίλιους τόνους, είναι ο ίδιος ανασφαλής και ψυχικά κουρνιασμένος σε μία γωνιά του υποσυνείδητου να κλαίει για λίγη αποδοχή. Δεν είναι κακός άνθρωπος. Απλά δεν ξέρει.
Κι έτσι, αποφάσισα αντί να βάλω την ταμπέλα "κακός γονιός" και να τους μιλώ συγκαταβατικά, όπως είναι πολύ εύκολο να κάνει ο οποιοσδήποτε, μέσα στα λίγα λεπτά που διαρκεί η συνομιλία μας κάθε φορά που έρχονται να ενημερωθούν να τους κάνω μία συνοπτική ψυχανάλυση. Και το κάνω αυτό με τον εξής τρόπο, τους φέρομαι σα να ήταν μικρά παιδιά, τους μιλώ όπως στους μαθητές μου. Τους κοιτώ στα μάτια και τους εξηγώ απλά πράγματα, με ειλικρίνεια.
Ωστόσο, δεν έχω μπορέσει να εξηγήσω σε κανέναν το τί είναι αυτό που κάνω, γιατί δεν κάνω κάτι. Εξακολουθώ να μην έχω κάποιο συγκεκριμένο σύστημα, μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτό γιατί για εμένα κάθε τμήμα είναι διαφορετικό και κάθε παιδί ακόμα διαφορετικότερο. Όταν με ρωτάνε "τι κάνεις όταν ένας μαθητής....;" δεν ξέρω τί να πω.
Κάθισα, λοιπόν, και ανέτειμνα τον εαυτό μου επί μακρόν. Παρατηρώντας τον εαυτό μου είδα τα εξής. Καταρχάς, μου αρέσει απίστευτα αυτό που κάνω, τόσο που όταν είμαι στην αίθουσα να ξεχνάω κυριολεκτικά τα πάντα. Δεύτερον, αγαπάω τα παιδάκια σα να ήταν δικά μου και όταν αγαπάς κάποιον όλα πάνε καλά. Αυτά όμως είναι πράγματα που κάνουν και άλλοι δάσκαλοι. Γιατί εγώ είμαι αλλιώς; Γιατί εγώ είμαι η μουρλή; Τι είναι αυτό που
κάνω; Σίγουρα, θα υπάρχει κάποια κοινή συνισταμένη στις προσεγγίσεις παιδιών και τμημάτων. Κατέληξα στα εξής τρία συμπεράσματα.
Πρώτον, μιλάω στα παιδιά. Κάνουμε συζητήσεις στο μάθημα κατά τις οποίες μπορούν να πουν κυριολεκτικά το οτιδήποτε. Αρχικά δεν το είχα συνειδητοποιήσει, τότε που πρώτο=άρχιζα στα 18 μου, αλλά είναι τελικά αυτή η ψυχοθεραπεία σλας εξομολόγηση που κάνει τα παιδιά να ανοιχτούν και να νιώσουν άνετα, ότι τα αγαπάς και τα αποδέχεσαι. Σε αυτές τις συζητήσεις δεν λείπει η κριτική, διότι ο μόνος τρόπος να μην κάνεις κριτική είναι όταν αδιαφορείς. Η κριτική αυτή είναι, όμως, πάντα ευγενική και καλοπροαίρετη, πάντα με αγάπη. Έτσι, τα παιδιά μπορούν να μου πουν τα πάντα, ακόμα και όταν πρόκειται για εμένα. Έτσι έχω ακούσει πράγματα όπως "κυρία δείχνετε σαν εκατό χρονών" ή "κυρία, θα σας δείξω εγώ!' που με είχε κάνει να γελάσω απίστευτα. Κι όμως, αυτό προσφέρει αποσυμπίεση, ανακούφιση και απελευθερώνει το μυαλό ώστε να μπορεί να κάνει άλλα πράγματα.
Δεύτερον, τα περιμένω. Αυτό είναι κάτι που οι συνάδελφοι στο δημόσιο δεν μπορούν να κάνουν. Αν ένα παιδί ή τμήμα δυσκολεύεται, τότε αφιερώνω επιπλέον χρόνο, δίνω εξάσκηση και πιο ειδικευμένες ασκήσεις. Δεν προχωράω παρακάτω αν δεν είμαι σίγουρη ότι όλοι μπορούν να προχωρήσουν παρακάτω. Πολλοί δάσκαλοι δεν το κάνουν αυτό και είναι μέγα σφάλμα, όχι μόνο για τα παιδάκια, αλλά γιατί σε τελευταία ανάλυση, όλα τα παιδιά είναι πελάτες και πληρώνουν για να λάβουν την ίδια υπηρεσία. Όπως δεν θα πλήρωνες έναν υδραυλικό αν δε σου έφτιαχνε τη βρύση, έτσι και με το δάσκαλο, αν δε σου μάθει αυτό που θες, δεν αξίζει τα λεφτά του.
Τρίτον, και τελευταίον, τους δημιουργώ απορίες. Δυστυχώς, είναι έτσι το σύστημά μας που να πνίγει την έμφυτη περιέργεια. Οι μεγάλοι δε σηκώνουν αμφισβήτηση ούτε έχουν χρόνο για εσένα, μικρέ. Απλά κάνε αυτό που σου λένε. Για να ξυπνήσω το ένστικτο αυτό που τόσο έντεχνα και αποτελεσματικά έχουν καταστείλει άλλοι, τους αφήνω να κάνουν λάθη μόνο και μόνο για να σηκώσουν το κεφάλι και να πουν "γιατί κυρία;" ή τους δίνω σε σταγόνες την ύλη, ώστε να ρωτήσουν "και σε αυτή την περίπτωση τί κάνουμε;" για να κερδίσουν την επόμενη σταγόνα. Τους βάζω να γράφουν δύσκολα κείμενα, για να συνηθίσει το μυαλό τους την πρόκληση αντί να την φοβάται και τους ζητώ να με ρωτήσουν μόνο σαν τελευταία λύση, αν δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνουν. Όταν έχουν άγνωστη λέξη, τους λέω να λύσουν την άσκηση όπως μπορούν και τους εξηγώ τη λέξη κατόπιν, για να εξασκηθεί η τέχνη του να αντλείς συμπεράσματα και να συνδυάζεις νοήματα.
Όταν τα συνειδητοποίησα όλα αυτά, έχασα το ρυθμό μου, όπως όταν σκεφτόμαστε την αναπνοή μας και γίνεται ακανόνιστη και τότε για κάποιο διάστημα όλα πήγαιναν στραβά. Ευτυχώς, μπόρεσα να ρεγουλάρω τον εαυτό μου και ανέκτησα το ρυθμό μου, κυρίως κάνοντας άλλα πράγματα. Ασχολήθηκα με οτιδήποτε μπορούσε να με απορροφήσει από τον εαυτό μου, γιατί όταν ασχολούμαστε όλην ώρα με τον εαυτό μας τον χάνουμε, κοινός τόπος για όσους ξέρουν δύο πράγματα.
Αν έδινα κάποια συμβουλή σε κάποιον νέο δάσκαλο αυτό θα ήταν να αγαπάς τον εαυτό σου και να λες την αλήθεια στον εαυτό σου. Όλα τα άλλα έρχονται. Τα χρωματιστά χαρτάκια και τα άλλα καραγκιοζιλίκια που κάνουν αντί να νοιάζονται οι επαγγελματίες αδιάφοροι, είναι για όσους δεν έχουν αγάπη και προσωπικότητα.