Όταν βρίσκεται κανείς σε επαφή με πολλούς ανθρώπους καθημερινά, μαθαίνει αργά ή γρήγορα πως αυτό που λέμε φυσιολογικό δεν αποτελεί στόχο (όπως όταν λέμε "φυσιολογική οικογένεια," ή ζωή ή άνθρωπος) αλλά περισσότερο καταδίκη.
Και είναι καταδίκη, γιατί αν πιστέψουμε εκείνον τον ορισμό του φυσιολογικού κατά τον οποίον αυτό ορίζεται ως η επικρατέστερη κατάσταση, τότε θαρρώ πως θα συμφωνήσετε μαζί μου: η επικρατέστερη κατάσταση είναι η μέτρια. Άρα, δεν μπορείς να λες "Θέλω μία φυσιολογική ζωή" ή οικογένεια ή επάγγελμα ή οτιδήποτε άλλο, γιατί κανείς δεν θέλει κάτι το μέτριο αν και συχνά αναγκαζόμαστε να συμβιβαστούμε με αυτό. Ο στόχος μας δεν (θα έπρεπε να) είναι το μέτριο, αλλά το άριστο και για αυτό μοχθούμε, ειδάλλως δεν ήταν ανάγκη να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.
Αυτό που με συντρίβει κάθε φορά που συναντώ στους ανθρώπους γύρω μου δεν είναι τόσο η άγνοια αλλά η διανοητική αδιαφορία εκείνου που δεν νοιάζεται για τη γνώση, εκείνου που δεν έχει περιέργεια, εκείνου που ποτέ δεν αναρωτιέται πως γίνονται τα πράγματα, εκείνου που δεν αναζητά απαντήσεις.
Για παράδειγμα, έκανα μάθημα με ένα κορίτσι. Για τους σκοπούς του μαθήματος, σχεδίασα στο χαρτί που χρησιμοποιώ αντί για πίνακα όταν βαριέμαι να σηκωθώ, ένα δελφίνι που πηδά έξω από τη θάλασσα. Τώρα, αυτό είναι κάτι που έχω εξασκήσει, και ενώ δεν είμαι κανένας ρέμπραντ, μπορώ με μερικές μολυβιές να δώσω στον μαθητή να καταλάβει τί εννοώ. Ήταν ένα καλό σκίτσο. Το κορίτσι με κοίταξε με θαυμασμό. "Κυρία, είναι σαν αυτά τα έτοιμα!" είπε και, όταν της είπα πως τα έτοιμα κάποιος τα ετοιμάζει και συνήθως αυτός είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, το κορίτσι με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. "Τι λέτε κυρία!". Δεν ήταν από θαυμασμό, διότι ήταν ένα απλό σκίτσο, αλλά από δυσπιστία. Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νούς της πως τα πράγματα δεν έρχονται έτοιμα.
Και είναι απορίας άξιον, το πως στην εποχή μας που η γνώση βρίσκεται κυριολεκτικά στο τσεπάκι μας, πως στο καλό υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι που δεν την αναζητούν, που δεν έχουν την περιέργεια. Δεν είναι μόνο το κορίτσι αυτό, που κατά τα άλλα είναι ένα έξυπνο κορίτσι, καλή μαθήτρια, κοινωνικό πλάσμα και γενικά δεν υστερεί σε τίποτα. Δεν είναι μόνο αυτή, είναι πολλοί που δέχονται την συνταγογραφημένη , φαινομενικά ελεγχόμενη, πραγματικότητα ως μοναδική.
Και είναι να τρελαίνεσαι γιατί, αν τώρα που η γνώση είναι στην άκρη του χεριού μας, εμείς επιλέγουμε την ασχετοσύνη, τότε τί θα γινόταν παλιά, τότε που ούτε βιβλία υπήρχαν, ούτε καν δάσκαλοι; Εκατό, χίλια χρόνια πριν, σε τί κατάσταση διανοητικής χολέρας πρέπει να βρίσκονταν οι άνθρωποι, όταν εκτός από βιβλία και δασκάλους, δεν είχαν ούτε σαπούνι, ούτε νερό ούτε μεταφορές ούτε στέγη, στην ουσία, ούτε καν τροφή εκτός από όσα έβγαιναν κατά καιρούς και με αγώνα από την γη;
Οι γιατροί του παρελθόντος δεν είχαν τα διαγνωστικά θαύματα που έχουμε τώρα, αλλά ψηλαφιστά και συχνά μαντεύοντας, έπαιζαν με τις πιθανότητες και κάθε γέννα ήταν ένα στοίχημα με το χάρο, γιατί ούτε κλινικές υπήρχαν ούτε παιδίατροι παρά μόνο κάτι μαίες, που λίγα μπορούσαν να κάνουν. Οι γυναίκες όλες είχαν καναδυό νεκρά παιδιά σε κάθε οικογένεια και αυτό ήταν το φυσιολογικό. Ένας πονόδοντος είχε άλλες διαστάσεις χωρίς τα τωρινά παυσίπονα και χωρίς τις μοντέρνες οδοντιατρικές τεχνικές. Μία γρίπη μπορούσε πολύ εύκολα να σε σκοτώσει ή να σημαδέψει για μία ζωή, η υγιεινή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη αφού απλά και μόνο για να βρείς νερό έπρεπε να τραβήξεις έναν απίστευτο γολγοθά, από το ποτάμι ή την πηγή μέχρι το σπίτι, να βράσεις το νερό, να ανακατέψεις, όχι απορρυπαντικό του θεού, αλλά αλυσίβα και ξύδι και να τρίβεις για πάντα. Ένα σπασμένο πόδι, ας πούμε, δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστεί παρά μόνο ο πρακτικός-εμπειρικός ενώ για τις εσωτερικές βλάβες απλά δεν υπήρχε τίποτα. Συχνά ούτε καν γίνονταν αντιληπτές μέχρι που ο άνθρωπος πέθαινε και κανείς δεν ήξερε το γιατί. Απλά του έδιναν μαντζούνια και γιατροσόφια, και παρακολουθούσαν τί θα γίνει. Τώρα με το παραμικρό κάνουμε αναλύσεις, εξετάσεις, καλλιέργειες, μετρήσεις και τσεκ-απ. Τότε αν πάθαινες εγκεφαλικό έλεγαν ότι ξεμωράθηκες, ή ίσως πως είδες θείο όραμα, ότι τρελάθηκες απλά και είτε μπορούσαν να σε συντηρήσουν είτε που δεν μπορούσαν.
Οι δουλειές ήταν όλες χειρωνακτικές, με εξαίρεση λίγες, ελάχιστες. Επειδή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, οι δρόμοι ήταν όλοι χωματόδρομοι, εκτός ίσως από κάποιες μεγαλουπόλεις και οι δρόμοι γίνονταν ποτάμια λάσπης με την κάθε βροχή λερώνοντας τα πάντα, ενώ οι ακαθαρσίες από τα άλογα και από τα σπίτια έμπαιναν και αυτές μέσα σε αυτό το βρωμερό χείμαρρο. Φαντάσου, λοιπόν, με τί παπούτσια έμπαιναν στο σπίτι που δεν διέθετε νερό, βρύση ή λουτρό, μετά από μία μέρα βαρειάς χειρωνακτικής δουλειάς οι άνθρωποι και με τί χέρια κάθονταν να φάνε...
Η ζάχαρη, ο καφές το κακάο ήταν άγνωστα, μπορείς να το φανταστείς αυτό; Το αλκοόλ ήταν πιο δύσκολα διαθέσιμο, ανάλογα με τις σοδειές και τον καιρό, κρασί ή μπύρα και σε καμμία περίπτωση δεν έμοιαζαν με τα τωρινά ποτά, μιας και συχνά περιείχαν σποράκια ή κατακάθια ήταν θολά, ειδικά αν ήσουν πένητας. Εκτός από τα προφανή (φαστ φουντ, εστιατόρια και καφετέριες) όπου εκτός από φαγητό οι άνθρωποι στις μέρες μας χαίρονται και την κοινωνικοποίηση σε άλλο επίπεδο, οι σημερινές μας ανάγκες ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητες για τον άνθρωπο του παρελθόντος. Ο μέσος άνθρωπος δεν είχε πρόσβαση σε κρέας όπως εμείς τώρα, παρά μόνο αν ήταν λεφτάς κι αφέντης. Αυγά και γάλα έπρεπε να δουλεύεις νυχθημερόν στο χωράφι για να τα παράγεις (ή να τα αγοράσεις) και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φυσικές καταστροφές άφηναν στο έλεος του χειμώνα
ολόκληρους πληθυσμούς. Πως να περάσεις τον χειμώνα με ξυλόσομπα αντί για καλοριφέρ, σε ένα σπίτι δίχως νερό και ρεύμα, χωρίς μόνωση, ούτε ψυγείο, ούτε τηλεόραση ούτε υπολογιστή ούτε καν τουαλέτα;
Οι ελλείψεις σε τροφές και υγιεινή, πρόληψη και αντισύλληψη και ιατρική και γνώση, έφερναν μαζί τους ένα σωρό δυσπλασίες, σύνδρομα, ασθένειες και τερατογενέσεις ενώ κάθε λαός είχε και τη δική του αβιταμίνωση ανάλογα με το τι (δεν) παρήγαγε ο κάθε τόπος. Η ομορφιά κουβαλούσε άλλο βάρος, τότε, και η νιότη κρατούσε λίγο, ειδικά για τις γυναίκες, οι οποίες χωρίς πλυντήρια, σερβιέτες και τρεχούμενο νερό ήταν δεμένες με την σκλαβιά του νοικοκυριού, για αυτό και κατέληγαν ανελεύθερες, καταπιεσμένες, αμόρφωτες, γκρινιάρες, υστερικές, άρρωστες στην ουσία, και ανάλογα διαπαιδαγωγούσαν τα παιδιά τους. Η διαπαιδαγώγηση συνεχίζονταν με τον ίδιο συνήθως τρόπο είτε σε σχολεία είτε σε εκκλησίες, όπου οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά παιδαγωγικά ορθές, μίας και τις τελευταίες τρείς χιλιετίες σχεδόν όλοι πίστευαν πως ο άνθρωπος γεννιέται κακός και γίνεται καλός με το ξύλο.
Πως να αναπτύξεις τις νοητικές σου λειτουργίες και κριτική σκέψη υπό αυτές τις συνθήκες; Πως να μην πιστέψεις το παπαδαριό και τους θεομπαίχτες; Πως να αμφισβητήσεις τις αξίες και το κατεστημένο, πως να φέρεις αντιρρήσεις όταν μυαλό και σώμα είναι σκεβρωμένα από τον κάματο;
Τότε δεν το έκαναν γιατί δεν μπορούσαν.
Τώρα διδάσκουμε στα παιδιά να μην αμφισβητούν τίποτα στο όνομα της επιστήμης
Έχουμε, λοιπόν, πρόβλημα.
.
Και είναι καταδίκη, γιατί αν πιστέψουμε εκείνον τον ορισμό του φυσιολογικού κατά τον οποίον αυτό ορίζεται ως η επικρατέστερη κατάσταση, τότε θαρρώ πως θα συμφωνήσετε μαζί μου: η επικρατέστερη κατάσταση είναι η μέτρια. Άρα, δεν μπορείς να λες "Θέλω μία φυσιολογική ζωή" ή οικογένεια ή επάγγελμα ή οτιδήποτε άλλο, γιατί κανείς δεν θέλει κάτι το μέτριο αν και συχνά αναγκαζόμαστε να συμβιβαστούμε με αυτό. Ο στόχος μας δεν (θα έπρεπε να) είναι το μέτριο, αλλά το άριστο και για αυτό μοχθούμε, ειδάλλως δεν ήταν ανάγκη να κουνήσουμε το δαχτυλάκι μας.
Αυτό που με συντρίβει κάθε φορά που συναντώ στους ανθρώπους γύρω μου δεν είναι τόσο η άγνοια αλλά η διανοητική αδιαφορία εκείνου που δεν νοιάζεται για τη γνώση, εκείνου που δεν έχει περιέργεια, εκείνου που ποτέ δεν αναρωτιέται πως γίνονται τα πράγματα, εκείνου που δεν αναζητά απαντήσεις.
Για παράδειγμα, έκανα μάθημα με ένα κορίτσι. Για τους σκοπούς του μαθήματος, σχεδίασα στο χαρτί που χρησιμοποιώ αντί για πίνακα όταν βαριέμαι να σηκωθώ, ένα δελφίνι που πηδά έξω από τη θάλασσα. Τώρα, αυτό είναι κάτι που έχω εξασκήσει, και ενώ δεν είμαι κανένας ρέμπραντ, μπορώ με μερικές μολυβιές να δώσω στον μαθητή να καταλάβει τί εννοώ. Ήταν ένα καλό σκίτσο. Το κορίτσι με κοίταξε με θαυμασμό. "Κυρία, είναι σαν αυτά τα έτοιμα!" είπε και, όταν της είπα πως τα έτοιμα κάποιος τα ετοιμάζει και συνήθως αυτός είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, το κορίτσι με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. "Τι λέτε κυρία!". Δεν ήταν από θαυμασμό, διότι ήταν ένα απλό σκίτσο, αλλά από δυσπιστία. Δεν μπορούσε να χωρέσει ο νούς της πως τα πράγματα δεν έρχονται έτοιμα.
Και είναι απορίας άξιον, το πως στην εποχή μας που η γνώση βρίσκεται κυριολεκτικά στο τσεπάκι μας, πως στο καλό υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι που δεν την αναζητούν, που δεν έχουν την περιέργεια. Δεν είναι μόνο το κορίτσι αυτό, που κατά τα άλλα είναι ένα έξυπνο κορίτσι, καλή μαθήτρια, κοινωνικό πλάσμα και γενικά δεν υστερεί σε τίποτα. Δεν είναι μόνο αυτή, είναι πολλοί που δέχονται την συνταγογραφημένη , φαινομενικά ελεγχόμενη, πραγματικότητα ως μοναδική.
Και είναι να τρελαίνεσαι γιατί, αν τώρα που η γνώση είναι στην άκρη του χεριού μας, εμείς επιλέγουμε την ασχετοσύνη, τότε τί θα γινόταν παλιά, τότε που ούτε βιβλία υπήρχαν, ούτε καν δάσκαλοι; Εκατό, χίλια χρόνια πριν, σε τί κατάσταση διανοητικής χολέρας πρέπει να βρίσκονταν οι άνθρωποι, όταν εκτός από βιβλία και δασκάλους, δεν είχαν ούτε σαπούνι, ούτε νερό ούτε μεταφορές ούτε στέγη, στην ουσία, ούτε καν τροφή εκτός από όσα έβγαιναν κατά καιρούς και με αγώνα από την γη;
Οι γιατροί του παρελθόντος δεν είχαν τα διαγνωστικά θαύματα που έχουμε τώρα, αλλά ψηλαφιστά και συχνά μαντεύοντας, έπαιζαν με τις πιθανότητες και κάθε γέννα ήταν ένα στοίχημα με το χάρο, γιατί ούτε κλινικές υπήρχαν ούτε παιδίατροι παρά μόνο κάτι μαίες, που λίγα μπορούσαν να κάνουν. Οι γυναίκες όλες είχαν καναδυό νεκρά παιδιά σε κάθε οικογένεια και αυτό ήταν το φυσιολογικό. Ένας πονόδοντος είχε άλλες διαστάσεις χωρίς τα τωρινά παυσίπονα και χωρίς τις μοντέρνες οδοντιατρικές τεχνικές. Μία γρίπη μπορούσε πολύ εύκολα να σε σκοτώσει ή να σημαδέψει για μία ζωή, η υγιεινή ήταν σχεδόν ανύπαρκτη αφού απλά και μόνο για να βρείς νερό έπρεπε να τραβήξεις έναν απίστευτο γολγοθά, από το ποτάμι ή την πηγή μέχρι το σπίτι, να βράσεις το νερό, να ανακατέψεις, όχι απορρυπαντικό του θεού, αλλά αλυσίβα και ξύδι και να τρίβεις για πάντα. Ένα σπασμένο πόδι, ας πούμε, δεν υπήρχε τρόπος να αντιμετωπιστεί παρά μόνο ο πρακτικός-εμπειρικός ενώ για τις εσωτερικές βλάβες απλά δεν υπήρχε τίποτα. Συχνά ούτε καν γίνονταν αντιληπτές μέχρι που ο άνθρωπος πέθαινε και κανείς δεν ήξερε το γιατί. Απλά του έδιναν μαντζούνια και γιατροσόφια, και παρακολουθούσαν τί θα γίνει. Τώρα με το παραμικρό κάνουμε αναλύσεις, εξετάσεις, καλλιέργειες, μετρήσεις και τσεκ-απ. Τότε αν πάθαινες εγκεφαλικό έλεγαν ότι ξεμωράθηκες, ή ίσως πως είδες θείο όραμα, ότι τρελάθηκες απλά και είτε μπορούσαν να σε συντηρήσουν είτε που δεν μπορούσαν.
Οι δουλειές ήταν όλες χειρωνακτικές, με εξαίρεση λίγες, ελάχιστες. Επειδή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, οι δρόμοι ήταν όλοι χωματόδρομοι, εκτός ίσως από κάποιες μεγαλουπόλεις και οι δρόμοι γίνονταν ποτάμια λάσπης με την κάθε βροχή λερώνοντας τα πάντα, ενώ οι ακαθαρσίες από τα άλογα και από τα σπίτια έμπαιναν και αυτές μέσα σε αυτό το βρωμερό χείμαρρο. Φαντάσου, λοιπόν, με τί παπούτσια έμπαιναν στο σπίτι που δεν διέθετε νερό, βρύση ή λουτρό, μετά από μία μέρα βαρειάς χειρωνακτικής δουλειάς οι άνθρωποι και με τί χέρια κάθονταν να φάνε...
Η ζάχαρη, ο καφές το κακάο ήταν άγνωστα, μπορείς να το φανταστείς αυτό; Το αλκοόλ ήταν πιο δύσκολα διαθέσιμο, ανάλογα με τις σοδειές και τον καιρό, κρασί ή μπύρα και σε καμμία περίπτωση δεν έμοιαζαν με τα τωρινά ποτά, μιας και συχνά περιείχαν σποράκια ή κατακάθια ήταν θολά, ειδικά αν ήσουν πένητας. Εκτός από τα προφανή (φαστ φουντ, εστιατόρια και καφετέριες) όπου εκτός από φαγητό οι άνθρωποι στις μέρες μας χαίρονται και την κοινωνικοποίηση σε άλλο επίπεδο, οι σημερινές μας ανάγκες ήταν κάθε άλλο παρά αυτονόητες για τον άνθρωπο του παρελθόντος. Ο μέσος άνθρωπος δεν είχε πρόσβαση σε κρέας όπως εμείς τώρα, παρά μόνο αν ήταν λεφτάς κι αφέντης. Αυγά και γάλα έπρεπε να δουλεύεις νυχθημερόν στο χωράφι για να τα παράγεις (ή να τα αγοράσεις) και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φυσικές καταστροφές άφηναν στο έλεος του χειμώνα
ολόκληρους πληθυσμούς. Πως να περάσεις τον χειμώνα με ξυλόσομπα αντί για καλοριφέρ, σε ένα σπίτι δίχως νερό και ρεύμα, χωρίς μόνωση, ούτε ψυγείο, ούτε τηλεόραση ούτε υπολογιστή ούτε καν τουαλέτα;
Οι ελλείψεις σε τροφές και υγιεινή, πρόληψη και αντισύλληψη και ιατρική και γνώση, έφερναν μαζί τους ένα σωρό δυσπλασίες, σύνδρομα, ασθένειες και τερατογενέσεις ενώ κάθε λαός είχε και τη δική του αβιταμίνωση ανάλογα με το τι (δεν) παρήγαγε ο κάθε τόπος. Η ομορφιά κουβαλούσε άλλο βάρος, τότε, και η νιότη κρατούσε λίγο, ειδικά για τις γυναίκες, οι οποίες χωρίς πλυντήρια, σερβιέτες και τρεχούμενο νερό ήταν δεμένες με την σκλαβιά του νοικοκυριού, για αυτό και κατέληγαν ανελεύθερες, καταπιεσμένες, αμόρφωτες, γκρινιάρες, υστερικές, άρρωστες στην ουσία, και ανάλογα διαπαιδαγωγούσαν τα παιδιά τους. Η διαπαιδαγώγηση συνεχίζονταν με τον ίδιο συνήθως τρόπο είτε σε σχολεία είτε σε εκκλησίες, όπου οι συνθήκες ήταν κάθε άλλο παρά παιδαγωγικά ορθές, μίας και τις τελευταίες τρείς χιλιετίες σχεδόν όλοι πίστευαν πως ο άνθρωπος γεννιέται κακός και γίνεται καλός με το ξύλο.
Πως να αναπτύξεις τις νοητικές σου λειτουργίες και κριτική σκέψη υπό αυτές τις συνθήκες; Πως να μην πιστέψεις το παπαδαριό και τους θεομπαίχτες; Πως να αμφισβητήσεις τις αξίες και το κατεστημένο, πως να φέρεις αντιρρήσεις όταν μυαλό και σώμα είναι σκεβρωμένα από τον κάματο;
Τότε δεν το έκαναν γιατί δεν μπορούσαν.
Τώρα διδάσκουμε στα παιδιά να μην αμφισβητούν τίποτα στο όνομα της επιστήμης
Έχουμε, λοιπόν, πρόβλημα.
.
2 σχόλια:
Ας μην μπερδεύουμε την διάθεση και επιδίωξη για βελτίωση του εαυτού μας και των συνθηκών μας, με την αρίστευση. Ευτυχισμένοι είναι όσοι έχουν μια φυσιολογική ζωή. Η ποικιλία οδηγεί σε μια «μετριότητα», ενώ η συνεχής επιδίωξη της αριστείας καταδικάζει σε μια μονοτονία.
Παρεμπιπτόντως, αυτά είναι πάνω κάτω και τα επιχειρήματα των νεοφιλελεύθερων λαμόγιων για την υπεροχή του άκρατου ανταγωνισμού έναντι μιας πιο ρυθμισμένης και ισορροπημένης οικονομίας – και ξέρεις πόσο κάθετα και πολέμια διαφωνώ μαζί τους!
Είναι πολύ εύκολο να χαθεί το νόημα ανάμεσα στις λέξεις και στο ποιός τις λέει, ειδικά αν αυτοί οι νεο-φιλο-τέτοιοι σκόπιμα διαστρέφουν τις έννοιες των λέξεων αυτών. Ακόμα και η λέξη φιλελεύθερος είναι ένα παράδειγμα τέτοιας διαστροφής, γιατί φίλος της ελευθερίας, και μάλιστα νέος, θα έπρεπε να είναι κάτι το καλό.
Η επιδίωξη του καλύτερου και η περιέργεια για το περιβάλλον δεν είναι εμμονή ούτε επιδίωξη αριστείας, αλλά ένστικτο. Ακόμα και τα μωρά (ή μάλλον ειδικά τα μωρά που δεν έχουν κάνει εντατικά μαθήματα βολέματος και συμμορφωσης από τους μεγάλους ακόμα) διαθέτουν την περιέργεια και την επινοητικότητα ώστε να επιβιώσουν.
Απλά, μεγαλώνοντας μαθαίνουν να διοχετεύουν αυτές τις ικανότητες στο ντύσιμο, στην επιλογή ποτού ή αξεσουάρ για το αυτοκίνητο ή ακόμα και στην επιλογή τρόπου λούφας.
5 Αυγούστου 2013 - 12:32 π.μ. Διαγραφή
Δημοσίευση σχολίου