Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Έρωτας με άλφα κεφαλαίο (2)

Συζητήσαμε πολύ, για ώρα. Αρχίζοντας από τα τυπικά, μετά επεκτείνοντας σε ψιλοκουβέντα, για αδιάφορα θέματα, για τη μουσική που του άρεσε. Δεν μπορούσα να διαβάσω τίποτα. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε τίποτα, δεν καταλάβαινα τίποτα. Τι άνθρωπος ήταν αυτός?
Ήταν έξυπνος, ήταν αστείος και αυτό ήταν προφανές, πέρα από αυτό όμως ήταν όλα άγνωστα και απροσπέλαστα. Τον αγάπησα επειδή ήταν άλυτος γρίφος ή ήταν άλυτος γρίφος επειδή ξεμυαλισμένη δεν μπορούσα να σκεφτώ σωστά δίπλα του? Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να ακούω τη φωνή του, να τον αγγίξω, να τον καταλάβω, να τον μάθω.
Αλλά δε μου έδινε κανένα σήμα, κανένα σημάδι. Δε με ήθελε ή δεν το έδειχνε?
Αναθεμάτισα τον εαυτό μου, συνέχισα να του μιλάω μέχρι που έπαψε η μουσική να παίζει.
«Χάρηκα» μου είπε
«Τα λέμε.» απάντησα και τελείωσε η γιορτή.
Σε λίγο ήρθαν τα αδέρφια μου και φύγαμε. Το μυαλό μου έμεινε εκεί, λίγο ψηλός-λίγο καστανός.

Έξω, στο πλακόστρωτο σοκάκι, είχε πέσει η νύχτα. Κουβεντιάσαμε λίγο ακόμα με τα αδέρφια μου. Ζαλισμένη λιγάκι, κρατιόμουν αγκαζέ από τον μεγάλο καθώς περπατούσαμε. Οι άλλοι δύο λέγαν τα δικά τους, για τις κοπελιές και τις δουλειές, ο μεγάλος έδινε τις συμβουλές του σα μεγάλος αδερφός, κι εγώ σιωπηλά ζούσα την τρικυμία μου. Κοίταξα πίσω μήπως τον έβλεπα πουθενά, αλλά είχε εξαφανιστεί.

Λίγο παρακάτω, τα αδέρφια μου με άφησαν για να πάνε ο καθένας όπου είχε να πάει. Τους καληνύχτησα αφηρημένα και αγκαλιάζοντας τον εαυτό μου στη βραδυνή υγρασία, ακολούθησα όποιον κατήφορο έβρισκα. Σίγουρα, αργά η γρήγορα, θα με έβγαζε στο λιμάνι. Είχα βυθιστεί στην αναπόληση της κουβέντας με τον Αγαθαρχίδα, προσπαθώντας να ζυγίσω τι είχε ειπωθεί, πως είχε ειπωθεί, μήπως εννοούσε αυτό ή εκείνο ή αν όλα ήταν στο μυαλό μου. Όπως ήταν φυσικό, χάθηκα.
Συνήρθα όταν έφτασα σε ένα αδιέξοδο, μία πόρτα μίας αυλής, οπότε δεν είχα άλλη επιλογή από το να γυρίσω πίσω και να βρω το δρόμο μου. Μετά από μία μικρή περιπλάνηση, βρήκα μία στροφή και μετά τη στροφή πορτοκαλί φως έφεγγε πίσω από τη γωνία. Μερικά βήματα και βρέθηκα στο λιμάνι.
Ήταν γεμάτο φώτα, κόσμο, μουσικές από μπαράκια, βουητό και κουβέντες. Ήταν τόσο μεθυστικά που για μία στιγμή ξέχασα τον Αγαθαρχίδα.  Στάθηκα για ένα δευτερόλεπτο.
Ήταν γεμάτο άντρες, αυτό το ήξερα ήδη. Τώρα πρόσεχα ότι ήταν όλοι ωραίοι άντρες, νέοι οι περισσότεροι, αν και διαφορετικοί μεταξύ τους. Κάτι… Κάτι ήταν ταυτόχρονα λάθος και απόλυτα γλυκό στον αέρα. Οι άντρες ήταν όλοι απασχολημένοι με τη διασκέδασή τους. Καθισμένοι σε τραπεζάκια των νυχτερινών κέντρων, όρθιοι δίπλα  στο μπαρ, περιπατώντας στο λιμάνι δίπλα στη θάλασσα, πίνοντας, κουβεντιάζοντας, γελώντας, όλοι τους τέλειοι με τον τρόπο τους. Φοβήθηκα να βγώ, ανάμεσα σε όλους αυτούς. Άλλωστε ήταν τόσο όμορφα απλά να τους κοιτάς και μόνο! Όσο έμενα εκεί, τόσο με πλημμύριζε μία καυτή έξαψη, τόσο πιο δύσκολο ήταν να πάρω την απόφαση να εκτεθώ. Ένιωθα τα μάγουλά μου να καίνε και μία χαρά πολύ ζαλιστική, ταυτόχρονα όμως και ένα δισταγμό.
Ένας σερβιτόρος κάποιου μπαρ, όρθιος ανάμεσα στα τραπεζάκια του πλακόστρωτου λιμανιού, κοιτούσε τριγύρω μήπως οι πελάτες του ήθελαν κάτι, και με είδε. Ήρθε προς εμένα.
Τον αναγνώρισα, ήταν ο Δημητράκης. Ετών δεκαοκτώ, ξανθό μαλλί καστανά μάτια, παιχνιδιάρικο βλέμμα, σταρένιος νεαρός άντρας.
«Γειά σας, τι κάνετε?» είπε ευγενικά.
«Μια χαρά. Εσύ?»
«Καλά. Εδώ στο μπαράκι δουλεύω.»
«Ναι, το είδα. Περνάς καλά?»
«Βγάζω αρκετά, μόνο που δε μένει χρόνος για κολύμπι στη θάλασσα. Κυρία, πρέπει να σας πω κάτι.»
«Ακούω»
«Εδώ, στο νησί… καταλάβατε τι γίνεται?»
«Τι γίνεται?» τον κοίταξα πλαγίως, καχύποπτη.
«Όλοι εμείς, σε όλο το νησί, είμαστε οι άντρες που επιθυμείτε ερωτικά.» Το βλέμμα του ήταν πάντα παιχνιδιάρικο, όμως τώρα με κοιτούσε στα μάτια.
Η χαρούμενη ζάλη που είχα νωρίτερα, έγινε τώρα ανεμοστρόβιλος. Θεέ μου, τι είπε τώρα αυτό το παιδί! Ήταν μαθητής μου πριν από μερικά χρόνια, και τώρα κάθεται εδώ και μου λέει ότι τον θέλω! Έβαλα το χέρι μπροστά από το ανοιχτό στόμα, κοκκίνησα όσο δεν πήγαινε άλλο. Περίμενα μία αντίδρασή του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σταθώ όρθια από τη σύγχυση.
«Τι λες τώρα!» ψέλλισα.
«Ναι, κυρία.» είπε κατάματα.
«Κοίτα, δεν….» πήγα να δώσω εξηγήσεις, τι να έλεγα όμως! Με διέκοψε χαμογελώντας.
«Δεν πειράζει κυρία. Εμένα δε με ενοχλεί. Μου την έχουν ξαναπέσει μεγαλύτερες. Όποιος δουλεύει νύχτα, βλέπουν πολλά τα μάτια του.»
«Να με συγχωρείς πολύ, αλλά δε σου την έπεσα ποτέ!»
Εκείνος γέλασε σαν παιδί, σα να ήμουν εγώ το παιδί.
«Το ξέρω, κυρία! Αλλά δεν θα βρισκόμουν εδώ αν δεν ήμουν ανάμεσα σε αυτούς που αγαπήσατε, σωστά?»
«Είναι διαφορετικό, Τζίμ.» Πάντα τον φώναζα Τζιμ, γιατί αγγλικά τον εδίδαξα. «Είναι αλήθεια, αλλά ήταν και λίγο διαφορετικό. Μου άρεσες, αλλά ήταν και λίγο καμάρι. Όταν βλέπεις ένα παιδί, που έχει όλα τα προτερήματα να κάνει οτιδήποτε θελήσει, τότε σα δάσκαλος λες ότι, να: βοήθησα να φτιαχτεί ένας σωστός άνθρωπος. Σε καμάρωνα.»
«Κυρία, είμαι σερβιτόρος» επισήμανε.
«Ναι, το ξέρω. Τι σημασία έχει αυτό όμως Τζιμ? Μπορείς να κάνεις οτιδήποτε θελήσεις, αρκεί να το θελήσεις.» Το πίστευα στα αλήθεια. Το κοκκίνισμα είχε φύγει.
«Θέλω να βγάλω λεφτά.» απάντησε.
«Τότε είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις.» Θεέ μου, πόσο όμορφος ήταν.
Σα να κατάλαβε τη σκέψη μου, μειδίασε. Αλλά τώρα δεν πείραζε. Του χαμογέλασα κι εγώ.
«Τι θα κάνετε τώρα κυρία? Να σας φέρω ένα ποτό?». Πάλι με κοιτούσε κατάματα, το μικρό καθαρματάκι.
«’Οχι, Τζιμ, ευχαριστώ. Λέω να περπατήσω λιγάκι. Έχεις τίποτα άλλο να μου πείς για αυτό το μέρος?»
«Όχι, κυρία. Είστε ελεύθερη να κάνετε ότι θέλετε. Αν χρειαστείτε τίποτα ελάτε σε εμένα.» είπε και μου έδωσε μία καρτούλα με τον αριθμό του κινητού του.
«Εντάξει. Ευχαριστώ Τζιμ.» Θα πείραζε άραγε μία αγκαλίτσα? Δεν το νομίζω, οπότε δέχτηκα να κάνω αυτό το χατήρι στον εαυτό μου. Άνοιξα τα χέρια μου κι εκείνος μπήκε στην αγκαλιά μου, για ένα δευτερόλεπτο.
«Γειά σου, Τζιμ!» πήγα να φύγω, αλλά με κράτησε απαλά από το μπράτσο.
«Γιατί κυρία? Γιατί δεν πρέπει?» Δεν προσπαθούσε να με πείσει. Απλά ρωτούσε για να μάθει.
«Τι, γιατί? Δεν το βλέπεις από μόνος σου?»
«Όχι, πείτε μου.»
«Γιατί τα παιχνίδια έχουν κανόνες, και αυτό είναι το ένα πράγμα που δεν έμαθες ποτέ.» Με άφησε. Δεν τον πείραξε αυτό που είπα, το δέχτηκε και με άφησε να φύγω, με το παιχνιδιάρικο βλέμμα του και το μειδίαμα που έχουν όσοι έχουν επίγνωση της γοητείας τους. Θεέ μου πόσο όμορφος ήταν! Όταν μεγαλώσει θα γίνει απίθανος. Πριν φύγω, μία σκέψη με τάραξε.
«Τζιμ?»
«Τι.»
«Και τα αδέρφια μου? Κι ο πατέρας μου? Τι σημαίνει αυτό?»
«Βρέθηκαν εδώ επειδή αποτελούσαν κομμάτι του εαυτού σας. Έφυγαν με το πλοίο εδώ και ώρα.»
«Πότε είναι το επόμενο?»
«Το επόμενο είναι για εσάς και θα φύγει σε μία εβδομάδα.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Οι επόμενες επτά ημέρες είναι όλες Κυριακές. Έχετε το χρόνο να κάνετε όλα όσα θέλατε. Χωρίς να σας κρίνει κανείς, χωρίς συνέπειες, χωρίς επιπλοκές. Χωρίς ποτέ κανείς να ξέρει.»
«Κι απόψε?»

«Απόψε είναι σαββατόβραδο.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: