Πάντα πίστευα πως το ανθρώπινο μυαλοσώμα είναι σοφά σχεδιασμένο ώστε να περιέχει όλα όσα χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες της ζωής και πως αυτός ο σχεδιασμός, σε αντίθεση με τις πρόσφατες εξελίξεις σε θεωρίες και τεχνολογίες, έχει δοκιμαστεί και αντέξει σε πολύ πιο δύσκολα περιβάλλοντα, για πολύ μεγαλύτερο διάστημα, και αυτό γιατί ο άνθρωπος, σαν είδος, έχει και τον λόγο που επιτρέπει στα άτομα να ενσωματώσουν στη διάνοιά τους τις σκέψεις άλλων. Αυτό σημαίνει πως αυτό που κατέληξε μέσα μας μετά από τόσους αιώνες δεν είναι μόνο το τί κουβαλάει η γενεαλογική μας γραμμή, αλλά η συλλογική μνήμη όλων των κοινωνιών ως τώρα.
Με λίγα λόγια, αυτό που περιφρονούμε ως ένστικτο δεν είναι απλά μία ζωώδης, άλογη αντίδραση αλλά η συσσωρευμένη εμπειρία χιλιετιών που το σοφό υποσυνείδητο μας προσφέρει ακριβώς όταν το χρειαζόμαστε.
Οι πολύπλοκοι ψυχολογικοί, σωματικοί και εγκεφαλικοί μηχανισμοί που συνδυάζονται για την αντιμετώπιση κάθε κατάστασης, υπερβαίνουν σε αποτελεσματικότητα τις εκάστοτε μόδες ή θεωρίες που συνειδητά ακολουθούμε αλλά ασυνείδητα καταρρίπτουμε εν ριπή οφθαλμού.
Τα παραδείγματα πολλά.
Ο μηχανισμός του άγχους, για παράδειγμα, ο πλέον χρήσιμος κατά τη γνώμη μου, είναι πραγματικά σοφός γιατί δείχνει στο άτομο μέχρι πότε να υπομείνει και να αντέξει αλλά από την άλλη ακριβώς πότε να γυρίσει και να φύγει τρέχοντας, μία λειτουργία υψίστης σημασίας όπως όλοι καταλαβαίνουμε.
Και, γνωρίζοντας όλα αυτά, σκέφτηκα πως πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, κυρίως με τους συνανθρώπους μου, έχουν τη λύση τους μέσα μου και μέσα τους. Είναι σίγουρο, απολύτως βέβαιο, πως αν νιώσω θυμό ή έλξη, φιλία ή προστατευτικότητα, τότε αυτό είναι γιατί κάτι μέσα μου το θεωρεί απαραίτητο. Ακόμα και αν τελικά καταλήξω να μην ακολουθήσω αυτή την πορεία, η τελική πράξη μου θα είναι και αυτή προϊόν της ίδιας διεργασίας εντός μου, όσο κι αν θέλω να πιστεύω πως είμαι λογικό όν, ή μάλλον ακριβώς επειδή είμαι τέτοιο, είμαι προϊόν γενεών λογικών όντων.
Ένα απλό παράδειγμα. Περπατώ στο δρόμο με τα παιδιά. Αυτά βαδίζουν πιο αργά, αφού είναι μικρότερα, κι αναγκάζομαι είτε να περπατήσω πιο αργά είτε να τα τραβάω, να τους γκρινιάζω, κοκ, ενώ συχνά αυτά σταματάνε ή γυρνάνε να κοιτάξουν κάτι ή σταματούν για να χαζέψουν, σωστά; Λάθος. Εγώ απλά περπατάω και αποδέχομαι το γεγονός ότι είναι μικρότερα, άρα θα ακολουθήσουν πίσω μου. Το δικό μου ένστικτο θα μου υποδείξει να περπατήσω, για να γίνει η δουλειά που θέλω,ενώ το δικό τους ένστικτο είναι όχι να προσπαθήσουν να βρίσκονται δίπλα μου αλλά να περπατούν πίσω μου, όπως τα νεαρά ζώα στη φύση. Τί έχω να κερδίσω; Λιγότερη γκρίνια, για αρχή. Δεύτερον τα παιδιά με αυτό τον τρόπο μαθαίνουν πως να συμπεριφέρονται στο δρόμο αυτόνομα, δηλαδή χωρίς τις διαρκείς μου υποδείξεις, απλά ακολουθώντας το παράδειγμά μου . Αν εγώ πολεμήσω αυτό το ένστικτο, τότε τα δεινά που ακολουθούν είναι πολλά. Πρώτον και κύριον, καταστρέφω μέσα τους το ίδιο ένστικτο, πράγμα τρομερό γιατί ποτέ ξανά δεν θα μπορέσουν να είναι αυτάρκεις, τα μαθαίνω με λίγα λόγια να μην ακούνε τις δικές τους εσωτερικές "φωνές" των ενστίκτων, να έχουν για πάντα ανασφάλεια. Δεύτερον, αναγκάζομαι να γκρινιάζω, πράγμα που δε βοηθάει στη σχέση μου με τα παιδιά, χαλάει τη διάθεση όλων και, τρίτον, ακόμα και αν η δουλειά μου γίνει, θα είναι με μεγάλο κόστος, είναι ασύμφορο, αφού θα έχω επενδύσει τόσον κόπο, να σέρνω τα παιδιά φωνάζοντας.
Παρομοίως, ειδικά στις σχέσεις με τους ανθρώπους, οι λύσεις είναι μέσα μας, στα ερωτικά μας, στις επαγγελματικές μας σχέσεις και στους φίλους μας και τα δεινά μας ξεκινούν όταν αποφασίζουμε να μην ακούσουμε αυτές τις φωνές.
Ο λόγος που το κάνουμε αυτό είναι γιατί έχουμε μάθει να περιφρονούμε αυτές τις φωνές ως "ένστικτα" και μας έχουν μάθει να έχουμε τη "λογική" ως μπούσουλα. Πιο σωστό είναι να συνδυάζουμε αυτά τα δύο και το ένστικτό μας να μην το καταδικάζουμε μεμιάς, αλλά να το συμπεριλαμβάνουμε στη λογική μας απόφαση, η οποία παρεπιπτόντως είναι και αυτή ένστικτο.
Πολλές φορές, για παράδειγμα, χάριν ευγένειας κρατάμε μέσα μας πράγματα που ο θυμός μας κάνει να θέλουμε να πούμε. Μπορεί να μην τα πούμε, αλλά να δείξουμε τον θυμό μας με άλλον τρόπο, και αυτό είναι εντάξει, εφόσον ο θυμός τελικά εκφράστηκε και δεν έμεινε μέσα μας να γαγγραινιάζει το είναι μας. Αν αποφασίσουμε να μην εκφράσουμε το θυμό, και πάλι είναι εντάξει εφόσον υπάρχει απώτερος σκοπός γιατί και πάλι καίγεται σε μία ψυχολογική γεννήτρια, στην οποία το τελικό καλό αποτέλεσμα εκτονώνει κάθε τι το αρνητικό. Αν όμως ο λόγος που δεν εκφράστηκε ο θυμός είναι απλά ο φόβος και η ενοχή ή η ανασφάλεια, τι θα πεί ο ένας και ο άλλος, τότε αποτελεί παραβίαση του
εαυτού μας και , ως τέτοια, έχει ολέθρια αποτελέσματα. Αν το κάνουμε αυτό επί μακρόν, τότε όλα μας πάνε στραβά και δεν μπορούμε να καταλάβουμε το γιατί.
Ο μηχανισμός έχει ως εξής.
Λαμβάνοντας μία απόφαση κόντρα στο ένστικτό μου, δίνω στον συνάνθρωπο μήνυμα αναντίστοιχο με τη διάθεση ή τις προθέσεις μου. Αν αυτό επαναληφθεί (όπως και γίνεται τις περισσότερες φορές εφόσον το άτομο είναι ανασφαλές) τότε η σχέση μου με το άτομο αυτό θα είναι για πάντα προβληματική, όσο καλή και να είναι η συνειδητή μου πρόθεση, όσο και αν το αγαπάω, όσο και να εκτιμώ τον συνάνθρωπό μου.
Παράδειγμα: ο σύζυγος. Ανησυχώ για την υγεία του, για αυτό θέλω να τον προσέξω, να του φτιάξω τα πιο καλά φαγητά, να είναι στα ζεστά, να πίνει αρκετά υγρά, κοκ. Από την αγωνία μου, γίνομαι καταπιεστική. Γκρινιάζω αν δεν φάει ή αν δεν βάλει το μπουφάν του και δεν τον αφήνω στην ησυχία του αν δεν με ακούσει. Αποτέλεσμα: ο σύζυγος βαριέται να με ακούει και δεν κάνει τίποτα από όσα λέω. Τσακωνόμαστε. Απλά και μόνο για να διεκδικήσει ζωτικό χώρο, κάνει το αντίθετο από αυτό που του λέω, όσο δίκιο και αν έχω, γιατί απλά θέλει να μην ακούει γκρίνιες όλην ώρα. Ιδανικά, ο σύζυγος διαθέτει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και όταν νιώσει άρρωστος ή πως κάτι δεν πάει καλά, θα φοβηθεί από μόνος του και θα αρχίσει τις δίαιτες και τις κούρες χωρίς να του το πω εγώ. Αν δεν το νιώσει από μόνος του, τότε είναι ηλίθιος και καλά θα κάνετε αν απομακρυνθείτε εγκαίρως. Είτε έτσι, είτε αλλιώς είναι ο ίδιος υπεύθυνος για τον εαυτό του και η γυναίκα καλά θα κάνει να μην εκτονώνει τα μητρικά της ένστικτα σε ενήλικους ανθρώπους.
Με λίγα λόγια, όταν όλα μας πάνε στραβά, είναι γιατί εμείς βάζουμε τρικλοποδιές στον εαυτό μας, δεν αφήνουμε να εξελιχθούν τα πράγματα φυσικά αλλά εκβιάζουμε εξελίξεις γιατί νομίζουμε πως εμείς ξέρουμε καλύτερα ή, ακόμα χειρότερα, ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα από εμάς.
Δεν αφήνουμε τον σύντροφό μας να φάει ότι θέλει, γιατί έτσι εμείς τον βλέπουμε ως χαζό (λες και δεν ξέρει ο άλλος τί κάνει και τί δεν κάνει, ή τί παχαίνει ή τι φέρνει αυπνία), δεν αφήνουμε το παιδί μας να πάρει μία απόφαση γιατί εμείς φοβόμαστε τα γεράματά μας, δεν αφήνουμε τον συνεργάτη μας να έχει δίκιο γιατί εμείς έχουμε άδικο, δεν αφήνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό να κάνει ότι θέλει γιατί δεν τον αναγνωρίζουμε.
Με λίγα λόγια, αυτό που περιφρονούμε ως ένστικτο δεν είναι απλά μία ζωώδης, άλογη αντίδραση αλλά η συσσωρευμένη εμπειρία χιλιετιών που το σοφό υποσυνείδητο μας προσφέρει ακριβώς όταν το χρειαζόμαστε.
Οι πολύπλοκοι ψυχολογικοί, σωματικοί και εγκεφαλικοί μηχανισμοί που συνδυάζονται για την αντιμετώπιση κάθε κατάστασης, υπερβαίνουν σε αποτελεσματικότητα τις εκάστοτε μόδες ή θεωρίες που συνειδητά ακολουθούμε αλλά ασυνείδητα καταρρίπτουμε εν ριπή οφθαλμού.
Τα παραδείγματα πολλά.
Ο μηχανισμός του άγχους, για παράδειγμα, ο πλέον χρήσιμος κατά τη γνώμη μου, είναι πραγματικά σοφός γιατί δείχνει στο άτομο μέχρι πότε να υπομείνει και να αντέξει αλλά από την άλλη ακριβώς πότε να γυρίσει και να φύγει τρέχοντας, μία λειτουργία υψίστης σημασίας όπως όλοι καταλαβαίνουμε.
Και, γνωρίζοντας όλα αυτά, σκέφτηκα πως πολλά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζω, κυρίως με τους συνανθρώπους μου, έχουν τη λύση τους μέσα μου και μέσα τους. Είναι σίγουρο, απολύτως βέβαιο, πως αν νιώσω θυμό ή έλξη, φιλία ή προστατευτικότητα, τότε αυτό είναι γιατί κάτι μέσα μου το θεωρεί απαραίτητο. Ακόμα και αν τελικά καταλήξω να μην ακολουθήσω αυτή την πορεία, η τελική πράξη μου θα είναι και αυτή προϊόν της ίδιας διεργασίας εντός μου, όσο κι αν θέλω να πιστεύω πως είμαι λογικό όν, ή μάλλον ακριβώς επειδή είμαι τέτοιο, είμαι προϊόν γενεών λογικών όντων.
Ένα απλό παράδειγμα. Περπατώ στο δρόμο με τα παιδιά. Αυτά βαδίζουν πιο αργά, αφού είναι μικρότερα, κι αναγκάζομαι είτε να περπατήσω πιο αργά είτε να τα τραβάω, να τους γκρινιάζω, κοκ, ενώ συχνά αυτά σταματάνε ή γυρνάνε να κοιτάξουν κάτι ή σταματούν για να χαζέψουν, σωστά; Λάθος. Εγώ απλά περπατάω και αποδέχομαι το γεγονός ότι είναι μικρότερα, άρα θα ακολουθήσουν πίσω μου. Το δικό μου ένστικτο θα μου υποδείξει να περπατήσω, για να γίνει η δουλειά που θέλω,ενώ το δικό τους ένστικτο είναι όχι να προσπαθήσουν να βρίσκονται δίπλα μου αλλά να περπατούν πίσω μου, όπως τα νεαρά ζώα στη φύση. Τί έχω να κερδίσω; Λιγότερη γκρίνια, για αρχή. Δεύτερον τα παιδιά με αυτό τον τρόπο μαθαίνουν πως να συμπεριφέρονται στο δρόμο αυτόνομα, δηλαδή χωρίς τις διαρκείς μου υποδείξεις, απλά ακολουθώντας το παράδειγμά μου . Αν εγώ πολεμήσω αυτό το ένστικτο, τότε τα δεινά που ακολουθούν είναι πολλά. Πρώτον και κύριον, καταστρέφω μέσα τους το ίδιο ένστικτο, πράγμα τρομερό γιατί ποτέ ξανά δεν θα μπορέσουν να είναι αυτάρκεις, τα μαθαίνω με λίγα λόγια να μην ακούνε τις δικές τους εσωτερικές "φωνές" των ενστίκτων, να έχουν για πάντα ανασφάλεια. Δεύτερον, αναγκάζομαι να γκρινιάζω, πράγμα που δε βοηθάει στη σχέση μου με τα παιδιά, χαλάει τη διάθεση όλων και, τρίτον, ακόμα και αν η δουλειά μου γίνει, θα είναι με μεγάλο κόστος, είναι ασύμφορο, αφού θα έχω επενδύσει τόσον κόπο, να σέρνω τα παιδιά φωνάζοντας.
Παρομοίως, ειδικά στις σχέσεις με τους ανθρώπους, οι λύσεις είναι μέσα μας, στα ερωτικά μας, στις επαγγελματικές μας σχέσεις και στους φίλους μας και τα δεινά μας ξεκινούν όταν αποφασίζουμε να μην ακούσουμε αυτές τις φωνές.
Ο λόγος που το κάνουμε αυτό είναι γιατί έχουμε μάθει να περιφρονούμε αυτές τις φωνές ως "ένστικτα" και μας έχουν μάθει να έχουμε τη "λογική" ως μπούσουλα. Πιο σωστό είναι να συνδυάζουμε αυτά τα δύο και το ένστικτό μας να μην το καταδικάζουμε μεμιάς, αλλά να το συμπεριλαμβάνουμε στη λογική μας απόφαση, η οποία παρεπιπτόντως είναι και αυτή ένστικτο.
Πολλές φορές, για παράδειγμα, χάριν ευγένειας κρατάμε μέσα μας πράγματα που ο θυμός μας κάνει να θέλουμε να πούμε. Μπορεί να μην τα πούμε, αλλά να δείξουμε τον θυμό μας με άλλον τρόπο, και αυτό είναι εντάξει, εφόσον ο θυμός τελικά εκφράστηκε και δεν έμεινε μέσα μας να γαγγραινιάζει το είναι μας. Αν αποφασίσουμε να μην εκφράσουμε το θυμό, και πάλι είναι εντάξει εφόσον υπάρχει απώτερος σκοπός γιατί και πάλι καίγεται σε μία ψυχολογική γεννήτρια, στην οποία το τελικό καλό αποτέλεσμα εκτονώνει κάθε τι το αρνητικό. Αν όμως ο λόγος που δεν εκφράστηκε ο θυμός είναι απλά ο φόβος και η ενοχή ή η ανασφάλεια, τι θα πεί ο ένας και ο άλλος, τότε αποτελεί παραβίαση του
εαυτού μας και , ως τέτοια, έχει ολέθρια αποτελέσματα. Αν το κάνουμε αυτό επί μακρόν, τότε όλα μας πάνε στραβά και δεν μπορούμε να καταλάβουμε το γιατί.
Ο μηχανισμός έχει ως εξής.
Λαμβάνοντας μία απόφαση κόντρα στο ένστικτό μου, δίνω στον συνάνθρωπο μήνυμα αναντίστοιχο με τη διάθεση ή τις προθέσεις μου. Αν αυτό επαναληφθεί (όπως και γίνεται τις περισσότερες φορές εφόσον το άτομο είναι ανασφαλές) τότε η σχέση μου με το άτομο αυτό θα είναι για πάντα προβληματική, όσο καλή και να είναι η συνειδητή μου πρόθεση, όσο και αν το αγαπάω, όσο και να εκτιμώ τον συνάνθρωπό μου.
Παράδειγμα: ο σύζυγος. Ανησυχώ για την υγεία του, για αυτό θέλω να τον προσέξω, να του φτιάξω τα πιο καλά φαγητά, να είναι στα ζεστά, να πίνει αρκετά υγρά, κοκ. Από την αγωνία μου, γίνομαι καταπιεστική. Γκρινιάζω αν δεν φάει ή αν δεν βάλει το μπουφάν του και δεν τον αφήνω στην ησυχία του αν δεν με ακούσει. Αποτέλεσμα: ο σύζυγος βαριέται να με ακούει και δεν κάνει τίποτα από όσα λέω. Τσακωνόμαστε. Απλά και μόνο για να διεκδικήσει ζωτικό χώρο, κάνει το αντίθετο από αυτό που του λέω, όσο δίκιο και αν έχω, γιατί απλά θέλει να μην ακούει γκρίνιες όλην ώρα. Ιδανικά, ο σύζυγος διαθέτει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και όταν νιώσει άρρωστος ή πως κάτι δεν πάει καλά, θα φοβηθεί από μόνος του και θα αρχίσει τις δίαιτες και τις κούρες χωρίς να του το πω εγώ. Αν δεν το νιώσει από μόνος του, τότε είναι ηλίθιος και καλά θα κάνετε αν απομακρυνθείτε εγκαίρως. Είτε έτσι, είτε αλλιώς είναι ο ίδιος υπεύθυνος για τον εαυτό του και η γυναίκα καλά θα κάνει να μην εκτονώνει τα μητρικά της ένστικτα σε ενήλικους ανθρώπους.
Με λίγα λόγια, όταν όλα μας πάνε στραβά, είναι γιατί εμείς βάζουμε τρικλοποδιές στον εαυτό μας, δεν αφήνουμε να εξελιχθούν τα πράγματα φυσικά αλλά εκβιάζουμε εξελίξεις γιατί νομίζουμε πως εμείς ξέρουμε καλύτερα ή, ακόμα χειρότερα, ότι κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα από εμάς.
Δεν αφήνουμε τον σύντροφό μας να φάει ότι θέλει, γιατί έτσι εμείς τον βλέπουμε ως χαζό (λες και δεν ξέρει ο άλλος τί κάνει και τί δεν κάνει, ή τί παχαίνει ή τι φέρνει αυπνία), δεν αφήνουμε το παιδί μας να πάρει μία απόφαση γιατί εμείς φοβόμαστε τα γεράματά μας, δεν αφήνουμε τον συνεργάτη μας να έχει δίκιο γιατί εμείς έχουμε άδικο, δεν αφήνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό να κάνει ότι θέλει γιατί δεν τον αναγνωρίζουμε.
4 σχόλια:
Ε ρε τί τραβάει ο καψερόοος....
Γενικά μιλάω. Για τους άλλους...
;)
Βρε το κατάλαβα, αλλά στείλ'τον διακοπές καλού κακού!!!
χαχαχαχαααααααααααααααααααααααα
Εγώ;
ΕΓΩ;
που είμαι ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ λογικής και ψυχραιμίας;
Δημοσίευση σχολίου