Ήταν ψηλός, αθλητικός, μελαχροινός και, παρά το κατάμαυρο πουκάμισο και παντελόνι του, ήταν όμορφος σαν άγγελος. Περίμενε έξω από το κομμωτήριο μέχρι να φύγουν όλοι και, λίγο πριν κλείσει για νύχτα, μπήκε μέσα κρατώντας το φάκελο στα χέρια του.Την είδε, ντυμένη στα άσπρα, να τακτοποιεί κάποια εργαλεία, ψαλίδια και τέτοια, με την μικροκαμωμένη της πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Χτύπησε την πόρτα απαλά, να την ειδοποιήσει χωρίς να την τρομάξει. Αυτή γύρισε το κεφάλι και δεν μπήκε στον κόπο να κρύψει την δυσαρέσκειά της. Όταν είδε πως αυτός δεν είχε έρθει στην ώρα του όπως συνήθιζε, είχε ελπίσει πως δεν θα ερχόταν, ότι κάτι θα του είχε τύχει, ότι θα είχε γλιτώσει αυτόν τον αντιπαθέστατο πελάτη. Αντίθετα, όχι μόνο δεν είχε γλιτώσει, αλλά της είχε στήσει και καρτέρι, να την ξεμοναχιάσει. Έβγαλε την ποδιά της και έσβησε όλα τα φώτα εκτός από ένα μπροστά στον καθρέφτη όπου στέκονταν.
Είναι πολύ αργά, έλα αύριο τώρα, είπε, παριστάνοντας πως ούτε κατάλαβε, ούτε είχε δεί τον φάκελο στα χέρια του.
Λίγο, να σου μιλήσω πέντε λεπτά θέλω.
Απλά να μιλήσουμε.
Δεν ήταν παράκληση, αλλά δήλωση. Σαν να έκλεινε συμφωνία.
Τι θέλεις πια!:, αναφώνησε η κοπέλα. Αυτός μίλησε.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που ήρθα; Πριν από την συνέντευξη για τη δουλειά;
Δεν απάντησε, κι αυτός συνέχισε.
Είχες πεί πως όταν ήρθα έδειχνα σαν διάβολος και πως αφού με κούρεψες ήμουν σαν άγγελος.
Γιατί έκανα καλή δουλειά, διευκρίνισε η κοπέλα.
Ναι, ναι, άλλο λέω. Την πήρα τη δουλειά γιατί με έκανες να δείχνω "σαν άγγελος". Αλλά κοίτα, είμαι, ήμουν, διάβολος, είπε και της πρότεινε τον φάκελο. Πως το κατάλαβες; Που το ήξερες; Είσαι στο πρόγραμμα;
Μπερδεμένη, έλπισε πως αν, όπως φαινόταν, επρόκειτο για μία τεράστια παρεξήγηση, θα τον ξεφορτωνόταν γρήγορα, μόλις δίνονταν οι απαραίτητες εξηγήσεις. Ποιό πρόγραμμα; ρώτησε.
Προστασίας μαρτύρων. Οι ελπίδες της χάθηκαν.
Όχι.
Τότε πως ήξερες;
Τί ήξερα, επιτέλους;!
Πως είμαι διάβολος.
Απλά έτσι μου φάνηκες, επειδή τα μαλλιά σου ήταν ατημέλητα. Δεν εννοούσα τίποτα!
Κοίτα, μέχρι τώρα όλοι με δέχονται με χαμόγελα και πίστη. Εσύ φοράς γάντια για να με κουρέψεις, συμπλήρωσε γελώντας. Η κοπέλα πήγε να δικαιολογηθεί, αλλά την σταμάτησε σηκώνοντας την παλάμη του. Άσε, σε έχω κόψει. Μόνο εμένα κουρεύεις με γάντια. Ακόμα και οι αστυνομικοί που με έπιασαν, κι ο δικαστής που με καταδίκασε, ήθελαν να πιστέψουν πως ήμουν αθώος, ακόμα κι όταν όλες οι αποδείξεις έδειχναν την ενοχή μου. Κι εσύ με είδες από μακρυά και ήξερες. Δεν το είπες απλά. Αυτό που θέλω είναι να μου πείς τι ήταν αυτό που δεν σε έπεισε. Η φωνή; Η στάση του σώματος; Το βλέμμα; Τι; Γιατί μόλις με είδες είπες να με κουρέψει η άλλη κοπέλα; Απλά θέλω να ξέρω. Τι;
Ήταν ξεκάθαρα τρελός. Αλλά είχε δίκιο. Από την πρώτη στιγμή που τον είδε να μπαίνει στο κομμωτήριο, ένιωσε μία απέχθεια έντονη και άμεση, κάτι μέσα της της έλεγε να απομακρυνθεί όσο περισσότερο μπορούσε από αυτόν τον άνθρωπο. Είχε αποφύγει να του απαντήσει έως τώρα, γιατί ήταν πελάτης, αλλά αυτός επέμενε, ξανά και ξανά, οπότε δεν μπορούσε πια να παριστάνει την ευγενική. Το μόνο που έμενε για να τον ξεφορτωθεί ήταν να του τα πεί χύμα.
Δεν ξέρω τι εννοείς ότι "ξέρω" είπε με εκνευρισμό στη φωνή. Απλά μου φαίνεσαι αποκρουστικός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είσαι ό,τι πιο απεχθές έχω δεί στη ζωή μου. Όταν σε κοιτάζω,είναι σα να βλέπω λίμνη με τοξικά απόβλητα. Ένα ερπετό. Με απωθείς όπως το ψοφίμι ενός όρνιου. Πόσο πιο σαφές έπρεπε να του καταστήσει, αναρωτήθηκε κοιτώντας τον, ψάχνοντας για λογικές αντιδράσεις.
Το ξέρω, της είπε. Και ξέρω και γιατί. Κοίτα.
Ο φάκελος είχε απομείνει πάνω στον πάγκο, μπροστά από τον καθρέφτη. Εδώ που είχε φτάσει η υπόθεση, θα έπρεπε να συνεχίσει την κουβέντα. Κοίταξε το ρολόι. Δέκα και μισή. Γύρισε σε αυτόν και άνοιξε τον φάκελο. Οι φωτογραφίες έδειχναν πτώματα, μερικά εκ των οποίων φριχτά διαμελισμένα ή καμμένα ή ξεκοιλιασμένα. Ήταν πολλά. Έμεινε ακίνητη. Τον κοίταξε. Έσκυψε, υπό το βλέμμα του. Που το πας; τον ρώτησε με φωνή σα πέτρα.
Αυτός είμαι.
Σήκωσε τα μάτια της στα δικά του.
Και σε τί ακριβώς θα βοηθήσει να βγούμε μαζί;
Θέλω να μου δείξεις πως να είμαι καλός.
Προσπάθησε να κρατήσει το χαμόγελο, αλλά αυτό έγινε γέλιο, απελπισμένο και μετά νευρικό.
Σοβαρολογώ, είπε σοβαρά.
Εκείνη δεν μπορούσε να μην χαμογελά με την γελοιότητα της κατάστασης.
Εσύ είσαι καλή. Εσύ με είδες.
Τον κοίταξε πάλι, γελώντας πάλι.Κουνούσε το κεφάλι της σα να έλεγε όχι, και γελούσε. Οι φρικιαστικές φωτογραφίες γυάλιζαν.
Βοήθα τους ανθρώπους. Καληνύχτα, είπε ειρωνικότατα.
Σκεφτόταν κοιτώντας την, στο μισοσκόταδο.
Μη με κοροϊδεύεις. Το εννοώ. Πριν ένα μήνα έκανα τον τελευταίο από αυτούς τους σκοτωμούς και τώρα αντιγράφω επιστολές και φτιάχνω καφέδες. Είμαι μόνος και κανείς δε με ξέρει. Όλοι νομίζουν... Μόνο εσύ...
Την πλησίασε, την στρίμωξε στον πάγκο του καθρέφτη και την φίλησε. Αυτή ένιωσε την επιθυμία του να φουντώνει, και τότε ξέσπασε όλο τον πανικό της, σπρώχνοντάς τον μακριά, γιατί αυτή η επιθυμία ήταν πιο σιχαμένη από τον θάνατο
Είσαι ηλίθιος; του φώναξε. Έρχεσαι εδώ να πουλήσεις τρέλα και νομίζεις ότι καλοσύνη είναι να την πέφτεις στις γυναίκες; Και περιμένεις τι; Παράσημο; Είδες εσύ κανέναν καλό να παίρνει παράσημο; Τους καλούς τους σκοτώνουν κάτι σάπιοι σαν εσένα! Μαλάκα!! Αν ήμουν γριά κακομούτσουνη θα γύρευες την καλοσύνη; Θες να γίνεις καλός, ε!:: Και νομίζεις πως έτσι είναι, μία απόφαση, να πείς θα γίνω καλός, όπως λέμε φέτος θα πάω στα γρεβενά; Νομίζεις πως θα ξεγίνουν αυτά που έκανες;!
Φώναζε, όχι για να τον πείσει, αλλά για να τον καθυστερήσει, λέγοντας ό,τι της ερχόταν στο μυαλό, τρομοκρατημένη πέραν κάθε λογικής.
Είναι πολύ της μόδας η καλοσύνη, βλέπεις, και πουλάει και στο χρηματιστήριο. Θα γίνω καλός και δε θα με νοιάζει τίποτα. Θα γίνω καλός και όλα θα πάνε καλά; Θα γίνω καλός γιατί έτσι γουστάρω; Τους καλούς τους σκοτώνουν, τους κοροϊδεύουν, τους εκμεταλλεύονται και τους καταπιέζουν. Αυτό θες να πάθεις; Οι καλοί πληρώνουν τα γαμησιάτικα κάτι τυπάκων σαν κι εσένα, κατάλαβες; Κατάλαβες!!! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ!!!
Έχω ήδη αλλάξει λίγο, της είπε αμετακίνητος.
Αυτή συνέχισε να φωνάζει.
Α, ναι; Τί μου λες!:: Οι άνθρωποι αλλάζουν το τί λένε, αλλάζουν το τί κάνουν, αλλά δεν αλλάζουν το τί είναι. Γιατί μετά από λίγο βαριούνται και ξεχνάνε και περνάει η μόδα και από συνήθεια κάνουν τις ίδιες βλακείες και μόλις δείς πόσο μανίκι είναι η καλοσύνη, θα πείς ότι εγώ φταίω και θα βρείς πρόφαση να ξανακάνεις ό,τι έκανες πάντα. Κάτσε!
Τι;
Κάτσε!! ούρλιαξε, δείχνοντας την καρέκλα. Αυτός υπάκουσε και του τύλιξε την πετσέτα γύρω από τον λαιμό.
Τί;
Θα μιλήσουμε για "καλοσύνη"....
Σε οργισμένη σιωπή, έφτιαξε βαφή σε τέσσερα μπωλάκια και την πέρασε στα μαλλιά του. Μετά σκέπασε τον καθρέφτη. Κοίταξε το ρολόι. Ήταν πιά δώδεκα η ώρα.
Του ξέπλυνε τα μαλλιά. Πήρε την ψιλή αλλά αυτός την έπιασε από τον καρπό. Της αφαίρεσε τα γάντια κοιτώντας την κατάματα. Ανατριχιάζοντας λες και έπιανε σκουπίδια, τον κούρεψε παντού στο ίδιο μήκος, μερικά χιλιοστά. αρχικά τρέμοντας και μετά ψύχραιμα. Μετά προσάρμοσε σε ακόμη μικρότερο μήκος και άρχισε με αποφασιστικότητα να τραβάει ευθείες. Της πήρε κάμποση ώρα να τελειώσει, βουβά. Τέλος, του τίναξε τις τρίχες από το λαιμό και το πρόσωπο. Τον έλουσε και τον στέγνωσε. Τράβηξε το ύφασμα από τον καθρέφτη, αλλά στο μισοσκόταδο δεν φαινόταν καλά. Του άναψε το φως. Άνοιξε το στόμα του από έκπληξη, και άγγιξε το κεφάλι του.
Είσαι τρελή;!
Του εξήγησε.
Η καλοσύνη, είναι στίγμα. Τραβάει τους μπελάδες από χίλια μίλια μακριά, όπως το αίμα τους καρχαρίες. Άμα θες να είσαι καλός, τότε δεν χρειάζεται να σου το πεί κανένας, κι αντίθετα, άμα θες να κάνεις του κεφαλιού σου τότε κανείς δε θα σε κρατήσει. Και όσα μου λες τώρα, είναι σαν τα παιδιά που λένε πως θα γίνουν αστροναύτες. Όλα σου είναι εύκολα όταν οι άνθρωποι σε αγαπούν και όταν δε σηκώνεις τις συνέπειες και τις ευθύνες, κι εσύ έχεις την ομορφιά σου να τους ξεγελάς όλους.Και νομίζεις πως επειδή δε σε γουστάρω πως είμαι έξυπνη και καλή. Αλλά ξέρεις κάτι; Αρνούμαι να είμαι η δικαιολογία σου. Δεν είμαι ούτε μάνα σου, ούτε θεός σου, ούτε δασκάλα σου. Αν θες να γίνεις καλός, τότε γίνε μόνος σου και με δική σου ευθύνη, αφού τόσο αποφασισμένος είσαι... Πήγαινε, ντε! Πες στο αφεντικό σου πως δεν είσαι αλήτης, πως είσαι καλός, που βοηθάς τους άλλους και πως τα φαινόμενα απατούν, να δούμε ακριβώς τί θα πεί. Άντε μπράβο! Για να σε δούμε! Τώρα έχεις κι εσύ το δικό σου στίγμα.
Ήταν ένας λαβύρινθος και το χρώμα ξεκινούσε από κόκκινο και κατέληγε σε μωβ, αφού περνούσε πρώτα από κίτρινο και πορτοκαλί.
Άντε! Πήγαινε, τώρα, να πείς στον κόσμο πως είσαι καλός.
Κάνεις λάθος.
Εγώ πάω για ύπνο. Εσύ πήγαινε να κάνεις το καλό, του είπε και τον έβγαλε από την πόρτα έξω στην νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου