Πέρασαν πολλές ώρες έτσι. Το βράδυ που όλα σκοτείνιασαν τριγύρω, έβλεπε την αντανάκλαση των φώτων στα τζάμια και όταν τελικά ο Γιώργος σταμάτησε σε κάποιο ξενοδοχείο, η θέα του τοίχου απέναντι ήταν τρομερά βαρετή. Έκλεισε τα μάτια. Μετά από λίγο, προσπάθησε να τα ανοίξει, και δεν το έκανε.
Τους επόμενους μήνες ο Γιώργος ταξίδεψε πολύ, κλείνοντας δουλειές, προωθώντας προϊόντα και οδηγώντας μόνος με το κινητό στο χέρι. Η Μάισα, ανήμπορη ακόμα και να δεί, ένιωθε τα άλλα φαντάσματα να έρχονται και να φεύγουν, άκουγε τις κουβέντες, αλλά της φαινόταν ενοχλητικές όπως το βουητό της μύγας, εκνευριστικές παρεμβολές, εισβολές και καταπατήσεις του ακουστικού της χώρου. Ήξερε τί να ζητήσει.
"Γιατρέ;" είπε όταν τον ένιωσε να έρχεται δίπλα της.
"Ναι;"
"Φύγετε"
Και αναστέναξε όταν έφυγαν.
Στην αρχή οι σκέψεις που ξεφύτρωναν ήταν οι ίδιες, ξανά και ξανά. Γιατί και γιατί και γιατί, μα γιατί. Μετά το μυαλό της βαρέθηκε τα ίδια θέματα ξανά και ξανά, και πήγε πίσω, στις θύμησες. Ανάκατα, σκόρπιες σκηνές άναβαν στο μυαλό της και μετά έσβηναν στη στιγμή. Στην Αφρική, στην Ελλάδα, στο καλύβι, στο υπόγειο, στο διαμέρισμα, σαν παιδί, σαν μητέρα, οι κουβέντες, τα λόγια, τα χέρια, οι οι γονείς της στο πλίνθινο καλύβι με τα καλάμια στη σκεπή, τα αδέρφια της γυμνά και ξυπόλυτα, τα ζώα με τα τεράστια κέρατα, το δικό της αυτοκίνητο, οι κουρτίνες του σπιτιού της, οι βροχές εδώ και οι βροχές εκεί, οι μυρουδιές, η πόλη, η φασαρία και η βρώμα, το πλοίο, τα πεζοδρόμια.
Μετά άκουσε όλους τους ήχους, τις φωνές των ανθρώπων, τις σκόρπιες φράσεις που κάτι σήμαιναν, ένα μουσικό καλειδοσκόπιο ασυνάρτητο μα κατά κάποιο τρόπο αρμονικό που την απασχόλησε αρκετά.
Ήταν πια Δεκέμβρης στον πραγματικό κόσμο, όμως εκείνη ακόμα ακίνητη σε εμβρυακή στάση, δεν έβλεπε ούτε ένιωθε τίποτα. Αφού ανακάτεψε τις σκέψεις της για πολύ μεγάλο διάστημα, κι αφού έλιωσε τις αναμνήσεις από την πολλή χρήση, αφού κατανάλωσε όλο της τον εαυτό, ξαφνικά θυμήθηκε το ατύχημα. Χαζό, τόσο χαζό! Ούτε καν έτρεχε! Μόλις που είχε ακουμπήσει την κολώνα, δίπλα στα χυμένα λάδια. Αλλά, πως το είχε πεί ο γιατρός; Ήταν το ανεύρυσμα. Θυμήθηκε το γκαράζ, τα φαντάσματα και τον Γιώργο. Ξαφνικά ήθελε να δεί αλλά ακόμα δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια.
Μετά, με κλειστά τα μάτια ακόμα, σκέφτηκε, τελευταίους, τον Κώστα και τα παιδιά. Με κάποιες τύψεις το παραδέχτηκε στον εαυτό της μα μετά συγχώρεσε τον εαυτό της γιατί τί σημασία είχε πια; Ήξερε ότι τα είχε δώσει όλα και ότι αν υπήρχε κάτι περισσότερο θα το είχε δώσει κι αυτό. Της φάνηκε περίεργο που τα παιδιά και ο Κώστας δεν την απασχόλησαν πολύ, αλλά όταν η σκέψη της πήγε παρακάτω δεν είχε πια καμμία άλλη προσδοκία. Από κανέναν.
Και τότε έγινε κάτι που δεν περίμενε. Έβλεπε τα πάντα χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Από το παράθυρο του συνοδηγού είχε θέα στον επαρχιακό δρόμο που έτυχε να περνάει ο Γιώργος εκείνη τη στιγμή, ένα γκρίζο χειμωνιάτικο τοπίο.
Πήρε μία βαθειά ανάσα και σηκώθηκε, η μισή μέσα στο αυτοκίνητο μέσα από τα χέρια του Γιώργου που κρατούσε το τιμόνι, και η άλλη μισή πάνω από τον ουρανό, ακουμπισμένα τα χέρια στις λαμαρίνες. Ήξερε ότι πια δεν είχε σημασία, αλλά παρόλο που έβλεπε κι έτσι, άνοιξε τα μάτια και αυτό ήταν μεγάλη ευχαρίστηση. Χαμογέλασε.
Σηκώθηκε πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πια απαραίτητο να πατάει και αιωρήθηκε μερικά εκατοστά πιο ψηλά χαμογελώντας με το νέο παιχνίδι.
"Γιατρέ;!" είπε και ο γιατρός ανέβηκε με ένα σάλτο από το πλάι του κινούμενου αυτοκινήτου.
Ο γιατρός δεν χρειαζόταν να το κάνει αυτό, αλλά το έκανε. Δεν υπήρχε για αυτόν ούτε για αυτή βαρύτητα αλλά παριστάνοντας ότι υπήρχε ήταν ακόμα άνθρωποι, από επιλογή τους. Θα μπορούσαν να αλλάξουν σχήμα ή μέγεθος αλλά η Μάισα κατάλαβε για πιο λόγο ο γιατρός κρατούσε τη γραβάτα πάντα στην ίδια μεριά που ήταν πριν πεθάνει, όπως την είχε ξεσφίξει πριν η καρδιά του τον προδώσει. Όσοι είχαν αλλάξει μορφή, έχασαν τις μνήμες τους.
Ο γιατρός αιωρήθηκε με τον ίδιο τρόπο δίπλα της. Της κράτησε το χέρι.
"Σε θυμήθηκα τελευταίον. " του είπε.
"Λογικό."
"Ελευθερώθηκα τότε"
"Κι εγώ, όταν θυμήθηκα εσένα, τελευταία"
Αγκαλιάστηκαν.
"Πάμε στους άλλους;" είπε ο γιατρός.
"Πάμε." είπε η Μάισα και περπάτησαν στον αέρα, λες και ήταν δρόμος, καθώς το αυτοκίνητο από κάτω τους, απομακρύνθηκε στις στροφές ενός παραθαλάσσιου δρόμου. Ο Γιώργος, στο τιμόνι από κάτω, ξεφύσηξε λες και του έφυγε ένα βάρος.
Έσκυψε στο ραδιόφωνο κι έβαλε κάτι χαρούμενο.
Τους επόμενους μήνες ο Γιώργος ταξίδεψε πολύ, κλείνοντας δουλειές, προωθώντας προϊόντα και οδηγώντας μόνος με το κινητό στο χέρι. Η Μάισα, ανήμπορη ακόμα και να δεί, ένιωθε τα άλλα φαντάσματα να έρχονται και να φεύγουν, άκουγε τις κουβέντες, αλλά της φαινόταν ενοχλητικές όπως το βουητό της μύγας, εκνευριστικές παρεμβολές, εισβολές και καταπατήσεις του ακουστικού της χώρου. Ήξερε τί να ζητήσει.
"Γιατρέ;" είπε όταν τον ένιωσε να έρχεται δίπλα της.
"Ναι;"
"Φύγετε"
Και αναστέναξε όταν έφυγαν.
Στην αρχή οι σκέψεις που ξεφύτρωναν ήταν οι ίδιες, ξανά και ξανά. Γιατί και γιατί και γιατί, μα γιατί. Μετά το μυαλό της βαρέθηκε τα ίδια θέματα ξανά και ξανά, και πήγε πίσω, στις θύμησες. Ανάκατα, σκόρπιες σκηνές άναβαν στο μυαλό της και μετά έσβηναν στη στιγμή. Στην Αφρική, στην Ελλάδα, στο καλύβι, στο υπόγειο, στο διαμέρισμα, σαν παιδί, σαν μητέρα, οι κουβέντες, τα λόγια, τα χέρια, οι οι γονείς της στο πλίνθινο καλύβι με τα καλάμια στη σκεπή, τα αδέρφια της γυμνά και ξυπόλυτα, τα ζώα με τα τεράστια κέρατα, το δικό της αυτοκίνητο, οι κουρτίνες του σπιτιού της, οι βροχές εδώ και οι βροχές εκεί, οι μυρουδιές, η πόλη, η φασαρία και η βρώμα, το πλοίο, τα πεζοδρόμια.
Μετά άκουσε όλους τους ήχους, τις φωνές των ανθρώπων, τις σκόρπιες φράσεις που κάτι σήμαιναν, ένα μουσικό καλειδοσκόπιο ασυνάρτητο μα κατά κάποιο τρόπο αρμονικό που την απασχόλησε αρκετά.
Ήταν πια Δεκέμβρης στον πραγματικό κόσμο, όμως εκείνη ακόμα ακίνητη σε εμβρυακή στάση, δεν έβλεπε ούτε ένιωθε τίποτα. Αφού ανακάτεψε τις σκέψεις της για πολύ μεγάλο διάστημα, κι αφού έλιωσε τις αναμνήσεις από την πολλή χρήση, αφού κατανάλωσε όλο της τον εαυτό, ξαφνικά θυμήθηκε το ατύχημα. Χαζό, τόσο χαζό! Ούτε καν έτρεχε! Μόλις που είχε ακουμπήσει την κολώνα, δίπλα στα χυμένα λάδια. Αλλά, πως το είχε πεί ο γιατρός; Ήταν το ανεύρυσμα. Θυμήθηκε το γκαράζ, τα φαντάσματα και τον Γιώργο. Ξαφνικά ήθελε να δεί αλλά ακόμα δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια.
Μετά, με κλειστά τα μάτια ακόμα, σκέφτηκε, τελευταίους, τον Κώστα και τα παιδιά. Με κάποιες τύψεις το παραδέχτηκε στον εαυτό της μα μετά συγχώρεσε τον εαυτό της γιατί τί σημασία είχε πια; Ήξερε ότι τα είχε δώσει όλα και ότι αν υπήρχε κάτι περισσότερο θα το είχε δώσει κι αυτό. Της φάνηκε περίεργο που τα παιδιά και ο Κώστας δεν την απασχόλησαν πολύ, αλλά όταν η σκέψη της πήγε παρακάτω δεν είχε πια καμμία άλλη προσδοκία. Από κανέναν.
Και τότε έγινε κάτι που δεν περίμενε. Έβλεπε τα πάντα χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Από το παράθυρο του συνοδηγού είχε θέα στον επαρχιακό δρόμο που έτυχε να περνάει ο Γιώργος εκείνη τη στιγμή, ένα γκρίζο χειμωνιάτικο τοπίο.
Πήρε μία βαθειά ανάσα και σηκώθηκε, η μισή μέσα στο αυτοκίνητο μέσα από τα χέρια του Γιώργου που κρατούσε το τιμόνι, και η άλλη μισή πάνω από τον ουρανό, ακουμπισμένα τα χέρια στις λαμαρίνες. Ήξερε ότι πια δεν είχε σημασία, αλλά παρόλο που έβλεπε κι έτσι, άνοιξε τα μάτια και αυτό ήταν μεγάλη ευχαρίστηση. Χαμογέλασε.
Σηκώθηκε πάνω στον ουρανό του αυτοκινήτου. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν πια απαραίτητο να πατάει και αιωρήθηκε μερικά εκατοστά πιο ψηλά χαμογελώντας με το νέο παιχνίδι.
"Γιατρέ;!" είπε και ο γιατρός ανέβηκε με ένα σάλτο από το πλάι του κινούμενου αυτοκινήτου.
Ο γιατρός δεν χρειαζόταν να το κάνει αυτό, αλλά το έκανε. Δεν υπήρχε για αυτόν ούτε για αυτή βαρύτητα αλλά παριστάνοντας ότι υπήρχε ήταν ακόμα άνθρωποι, από επιλογή τους. Θα μπορούσαν να αλλάξουν σχήμα ή μέγεθος αλλά η Μάισα κατάλαβε για πιο λόγο ο γιατρός κρατούσε τη γραβάτα πάντα στην ίδια μεριά που ήταν πριν πεθάνει, όπως την είχε ξεσφίξει πριν η καρδιά του τον προδώσει. Όσοι είχαν αλλάξει μορφή, έχασαν τις μνήμες τους.
Ο γιατρός αιωρήθηκε με τον ίδιο τρόπο δίπλα της. Της κράτησε το χέρι.
"Σε θυμήθηκα τελευταίον. " του είπε.
"Λογικό."
"Ελευθερώθηκα τότε"
"Κι εγώ, όταν θυμήθηκα εσένα, τελευταία"
Αγκαλιάστηκαν.
"Πάμε στους άλλους;" είπε ο γιατρός.
"Πάμε." είπε η Μάισα και περπάτησαν στον αέρα, λες και ήταν δρόμος, καθώς το αυτοκίνητο από κάτω τους, απομακρύνθηκε στις στροφές ενός παραθαλάσσιου δρόμου. Ο Γιώργος, στο τιμόνι από κάτω, ξεφύσηξε λες και του έφυγε ένα βάρος.
Έσκυψε στο ραδιόφωνο κι έβαλε κάτι χαρούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου