Το πρώτο επεισόδιο εδώ και το δεύτερο εκεί.
Με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατα και κοιτώντας τον Αλέκο μέσα από το καθρεφτάκι, ρώτησε.
"Σα να μου λες, δηλαδή, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα εκτός από το να περιμένω εδώ μέσα να "ελευθερωθώ", σωστά;"
"Ναι. Στην ουσία, ναι.", αποκρίθηκε ο γιατρός ισιώνοντας τη γραβάτα του μπρος στο στήθος του, αλλά χωρίς να τη σφίξει. Η Μάισα το παρατήρησε μέσα από τον καθρέφτη, αλλά δεν είπε τίποτα.
'Υπάρχουν και χειρότερα, να ξέρεις πάντως." συνέχισε ο γιατρός, αλλά η Μάισα κάγχασε ειρωνικά.
"Αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα, τότε δεν θα κάνω τίποτα" είπε εκείνη. "Και ήταν ανάγκη να είναι ο Γιώργος; Κανέναν πιο ενοχλητικό δεν είχατε να μου δώσετε;"
"Γιατί καλέ;"
"Είναι καψούρης μαζί μου"
"Ε, και;"
"Τί "ε-και"; Τον έχεις δει να μου κολλάει; Σα βρεγμένο κουτάβι είναι, ο ηλίθιος! Και είναι και παντρεμένος ..."
"Ε, και;" έκανε τον ανήξερο ο γιατρός
"Α, καλά!" έχασε την υπομονή της τινάζοντας στον αέρα τα χέρια της. "Άσε μας, ρε Αλέκο..." Δεν του ξαναμίλησε μέχρι που επέστρεψε ο Γιώργος από το βενζινάδικο, με καφέ σε πλαστικό ποτήρι, τινάζοντας τρίμματα τυρόπιτας από τη μπλούζα του.
Κάθησε πάλι μέσα στο μελαμψό φάντασμα της Μάισας, η οποία κατέβασε τα πόδια από το κάθισμα, έτοιμη να "οδηγήσει" για άλλη μία φορά. Όμως ο Γιώργος δεν έβαλε μπρος. Με τα χέρια στο τιμόνι, έσκυψε και αναστέναξε λες και φυσούσαν χίλιοι ανέμοι.
"Α, ρε Μάισα!" μονολόγησε και με άλλον έναν αβυσσαλέο αναστεναγμό, έβαλε μπρός. Η Μάισα κοίταξε με νόημα τον γιατρό μέσα από τον καθρέφτη σα να του έλεγε "κατάλαβες τώρα;"
Οδήγησαν με τον γνωστό τρόπο μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του Γιώργου. Μόλις έμεινε μόνη της στη θέση του οδηγού, πάλι τυλίχτηκε γύρω από τα γόνατά της. Τα υπόλοιπα φαντάσματα ήρθαν, αλλά δεν τους έδωσε σημασία. Έγειρε το κεφάλι στα γόνατα και άκουγε αφηρημένα τις κουβέντες τους. Γιατί την ακολουθούσαν; Γιατί αυτά τα φαντάσματα; Σήκωσε το κεφάλι να ρωτήσει, αλλά καθώς είχαν ζωηρή συζήτηση, ξανα-έγειρε αφηρημένα το κεφάλι στα γόνατά της. Ένας θεός ξέρει πόση ώρα αργότερα, ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι κρατώντας έναν μεγάλο ταξιδιωτικό σάκο, τον οποίο έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το κινητό του.
"Έλα, Πανωραία! ....Ναι, τι κάνεις; ... Ναι, όλα καλά. Να σου πω, μπορείς να μιλήσεις; ...Άκου, πόσο γρήγορα μπορεί να βγεί ένα διαζύγιο;....Ναι. Με τη Νόρα.... Ε, τί να σου λέω τώρα! Θα τα πούμε από κοντά. Πες μου χοντρικά, να ξέρω....Όχι, συναινετικό....Ωραία. Θα σε ξαναπάρω τηλέφωνο αύριο, ok; ... Ναι, ετοίμασε εσύ αυτά που ξέρεις και θα περάσω κάποια στιγμή να τελειώνουμε....Γειά. Καλό βράδυ!"
Μετά πέρασαν από το σπίτι κάποιου φίλου, προφανώς, ο οποίος μπήκε στη θέση του συνοδηγού και όλος έγνοια προσπαθούσε να καταλάβει τί έπαθε ο Γιώργος στα καλά καθούμενα.
Η Μάισα έστησε αυτί.
"Δεν ξέρω, ρε Βαγγέλη. Στην κηδεία της Μάισας, δεν άντεξα. Δεν άντεξα....Κάτι έσπασε. "
"Και τώρα;"
"Θα πάω να μείνω στο πατρικό μου που'ναι άδειο. Μετά δεν ξέρω. Θα φύγω, πάντως. Δεν ξέρω...Θα δώ. Δεν ξέρω ακόμα"
"Πες μου. Τί να κάνω;"
"Τώρα τίποτα. Απλά να ξέρεις. Θα αλλάξω κινητό και θα ξέρεις μόνο εσύ τον αριθμό. Για ώρα ανάγκης. Δες μήπως χρειάζεται η Νόρα τίποτα.... Αυτά. Θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή. ΟΚ;"
"Εντάξει, ρε Γιώργο. Να προσέχεις." είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο.
Ο γιατρός-φάντασμα στο πίσω κάθισμα, κοίταξε τη Μάισα με ύφος.
"Τώρα, τί έχεις να πείς;"
"Κρίμα... Αλλά που να το ήξερα; Ποτέ δεν είπε... Μόνο κοιτούσε σα χάνος... Κρίμα..." Ο Γιώργος είχε βάλει μπρός και κινούνταν πάλι στην εθνική,σκυθρωπός. Δάκρυσε, σκούπισε τα μάτια του και προσπάθησε να σκληρύνει τον εαυτό του. Η Μάισα "οδηγούσε" αλλά ένιωθε την βουβή κριτική από τα φαντάσματα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Η Φιλιώ και ο Λάμπρος ήταν πάνω στο πορτ-μπαγκάζ, έξω από το πίσω τζάμι.
"Ξέρεις από που είμαι;" απευθύνθηκε στο γιατρό η Μάισα με θυμό.
"Φυσικάα!" είπε υπεροπτικά ο γιατρός, αλλά η Μάισα με το βλέμμα στο δρόμο συνέχισε απτόητη.
"Δέκα χρονών με φέραν οι δικοί μου εδώ από την Αφρική. Μέχρι τότε δεν ήξερα τί είναι βρύση και κατσαρόλα. Ζούσαμε σε τέτοια καλύβια που οι τρώγλες των υπογείων στα εξάρχεια μας φαινόταν παλάτια! Ξέρεις πόσο ξύλο έχω φάει; Ξέρεις πόσα λεφτά μου'χουν φάει; Ξέρεις πόσες αρρώστιες πέρασα; Ε;! Ξέρεις; Εσύ και το ιατρείο σου;! Τί ξέρεις εσύ; Ξέρεις τί θα ήμουν αν δεν είχε βρεθεί ο Κώστας; Για πες μας, τί ξέρεις γιατρούλη! Δε με νοιάζει τί κάνει ο Γιώργος, που τα έχει όλα! Δε με νοιάζει! Και ξέρεις γιατί δε με νοιάζει; Γιατί ο Γιώργος έχει πηδήξει και τις γάτες. Γιατί ο Γιώργος, τα έχει όλα και κλαίγεται που δεν του έκατσα, κι εγώ είμαι κολλημένη σε τούτο το σαράβαλο(χτύπησε το χέρι τιμόνι) πάνω που όλα πήγαιναν καλά! Για αυτό, όταν λέω δε με νοιάζει, θα καταλαβαίνεις ακριβώς αυτό: ότι δε-με-νοιά-ζει! Κατάλαβες;!"
"Εξακολουθείς να μην καταλαβαίνεις. Το ζήτημα δεν είναι όλα αυτά που είπες." παρέμεινε ψύχραιμος ο γιατρός.
"Α, ναι; Και ποιό είναι το ζήτημα τώρα, εδώ που είμαι; Ποιό είναι το ζήτημα, τώρα;"
Ο γιατρός άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, αλλά τον διέκοψε απότομα.
"Άσε! Ξέρω. Ξέρεις, αλλά δεν ξέρεις και μισόλογα και "ίσως" και "θα δούμε" και σε τρία τέρμηνα θα διαβώ μεγάλη πόρτα! Αφού δε μπορείς να κάνεις τίποτα, τουλάχιστον μη με ενοχλείς. Γύρισε πίσω να τον κοιτάξει. "Μπορείς;"
"Καλάααα" υποχώρησε ο γιατρός και πρόσθεσε. "Μπορείς να πας στη διπλανή θέση σε παρακαλώ;" τη ρώτησε.
Εκείνη καχύποπτα τον κοίταξε πάλι μέσα από τον καθρέφτη.
"Γιατί;"
"Για δες. Μπορείς;" πετάχτηκε ο μαθηματικός, με περιέργεια. Η Φιλιώ και ο Λάμπρος έσκυψαν για να κοιτάξουν μέσα από το πίσω τζάμι.
Η Μάισα, ακόμα καχύποπτη, χαμήλωσε τα χέρια από το τιμόνι που κρατούσε παράλληλα με τον Γιώργο και αμήχανα προσπάθησε να μετακινηθεί. Στάθηκε αδύνατον.
"Τί έγινε τώρα; Δεν μπορώ; Γιατί δεν μπορώ; Πριν μπορούσα!"
"Όλα είναι στο μυαλό σου!" φώναξε ο Λάμπρος σκυφτός έξω από το πίσω τζάμι, δείχνοντας το κεφάλι του καθώς η Φιλιώ έγνεφε καταφατικά.
"Ποιό μυαλό μου..." μουρμούρησε σα χαμένη.
"Στο μυαλό σου!" επανέλαβε ο Λάμπρος δείχοντας το κεφάλι του ξανά. Η Φιλιώ τώρα έδειχνε κι αυτή με το δάχτυλο το κεφάλι του Λάμπρου, χαμογελώντας ενθαρρυντικά.
"Τι λένε, Θέ μου!" αγανάκτησε η Μάισα. "Ωραία, λοιπόν, αφού είναι στο μυαλό μου, θα πάω στο δίπλα κάθισμα και μετά θα πετάξω στον μπλέ ουρανό!' είπε με ειρωνεία και σκουντούφλησε σε αόρατο τείχος, όταν προσπάθησε να το κάνει."Γαμώτο!"
Τις επόμενες ημέρες, παρέμεινε στη θέση της, με οργή που αυξάνονταν γεωμετρικά όσο οι άλλοι της έλεγαν να ηρεμήσει και ότι όλα ήταν στο μυαλό της. Κάθε φορά που το άκουγε αυτό γινόταν έξαλλη, προσπαθώντας ακόμα και να τους χτυπήσει, αλλά τα χέρια της έπεφταν πάλι σε αυτό το αόρατο τείχος.
Και έκλαιγε, μετά, παραδομένη στο τίποτα.
Τρείς ημέρες αργότερα, ένα μεσημέρι που ο Γιώργος σταμάτησε σε κάποιο εστιατόριο σε κάποια εθνική οδό, τυλίχτηκε γύρω από τα γόνατά της, όπως το συνήθιζε, και έγειρε πάνω στα γόνατα το κεφάλι της. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε το πρόσωπό της τόσο σφιγμένο, σα να ήταν ζωντανή, τα φρύδια της δύο κόμποι φίδια. Όταν ξανα-μπήκε ο Γιώργος στο αυτοκίνητο, άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε το κεφάλι.
Ο γιατρός από τη θέση του συνοδηγού την κοιτούσε με ανησυχία.
Η Μάισα τον κοιτούσε με βουβή απελπισία. Φοβόταν να μιλήσει, μήπως ανακάλυπτε ότι δεν μπορούσε ούτε αυτό. Ένα δάκρυ κύλησε.
"Γιατρέ;" ψέλλισε.
"Σςςς" έκανε καθυσηχαστικά ο γιατρός, χαϊδεύοντας την πλάτη της, περνώντας αιθέρια το χέρι του μέσα από τον υλικά πραγματικό Γιώργο, αλλά αγγίζοντας την άυλη μελαμψή γυναίκα.
"Να....;" ξεκίνησε να προτείνει κάτι ο μαθηματικός, σηκώνοντας το δάχτυλο από το πίσω κάθισμα.
"Όχι" είπε ο γιατρός. "Δεν μπορούμε αν δεν το ζητήσει. Πρέπει να το ζητήσει."
"Τι; Τι;" ρωτούσε η Μάισα, προσπαθώντας μάταια να δεί τριγύρω περιστρέφοντα τα μάτια της απεγνωσμένα. "Τι;!"
"Το πρόβλημα είναι ότι σκέφτεσαι ακόμα σα να μην έχει αλλάξει τίποτα." είπε ο μαθηματικός. "Σα να έχεις στραμπουλήξει το μυαλό σου, υπό μία έννοια..." αλλά ο γιατρός τον σταμάτησε.
"Σςςς. Μόνη της." είπε και διακριτικά έφυγαν, αφήνοντάς την μαγκωμένη σε εμβρυική στάση.
Το μόνο που έβλεπε από το πλαινό παράθυρο ήταν το τοπίο που άφηνε το αμάξι γρήγορα πίσω του.
Με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατα και κοιτώντας τον Αλέκο μέσα από το καθρεφτάκι, ρώτησε.
"Σα να μου λες, δηλαδή, ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα εκτός από το να περιμένω εδώ μέσα να "ελευθερωθώ", σωστά;"
"Ναι. Στην ουσία, ναι.", αποκρίθηκε ο γιατρός ισιώνοντας τη γραβάτα του μπρος στο στήθος του, αλλά χωρίς να τη σφίξει. Η Μάισα το παρατήρησε μέσα από τον καθρέφτη, αλλά δεν είπε τίποτα.
'Υπάρχουν και χειρότερα, να ξέρεις πάντως." συνέχισε ο γιατρός, αλλά η Μάισα κάγχασε ειρωνικά.
"Αφού δεν μπορώ να κάνω τίποτα, τότε δεν θα κάνω τίποτα" είπε εκείνη. "Και ήταν ανάγκη να είναι ο Γιώργος; Κανέναν πιο ενοχλητικό δεν είχατε να μου δώσετε;"
"Γιατί καλέ;"
"Είναι καψούρης μαζί μου"
"Ε, και;"
"Τί "ε-και"; Τον έχεις δει να μου κολλάει; Σα βρεγμένο κουτάβι είναι, ο ηλίθιος! Και είναι και παντρεμένος ..."
"Ε, και;" έκανε τον ανήξερο ο γιατρός
"Α, καλά!" έχασε την υπομονή της τινάζοντας στον αέρα τα χέρια της. "Άσε μας, ρε Αλέκο..." Δεν του ξαναμίλησε μέχρι που επέστρεψε ο Γιώργος από το βενζινάδικο, με καφέ σε πλαστικό ποτήρι, τινάζοντας τρίμματα τυρόπιτας από τη μπλούζα του.
Κάθησε πάλι μέσα στο μελαμψό φάντασμα της Μάισας, η οποία κατέβασε τα πόδια από το κάθισμα, έτοιμη να "οδηγήσει" για άλλη μία φορά. Όμως ο Γιώργος δεν έβαλε μπρος. Με τα χέρια στο τιμόνι, έσκυψε και αναστέναξε λες και φυσούσαν χίλιοι ανέμοι.
"Α, ρε Μάισα!" μονολόγησε και με άλλον έναν αβυσσαλέο αναστεναγμό, έβαλε μπρός. Η Μάισα κοίταξε με νόημα τον γιατρό μέσα από τον καθρέφτη σα να του έλεγε "κατάλαβες τώρα;"
Οδήγησαν με τον γνωστό τρόπο μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του Γιώργου. Μόλις έμεινε μόνη της στη θέση του οδηγού, πάλι τυλίχτηκε γύρω από τα γόνατά της. Τα υπόλοιπα φαντάσματα ήρθαν, αλλά δεν τους έδωσε σημασία. Έγειρε το κεφάλι στα γόνατα και άκουγε αφηρημένα τις κουβέντες τους. Γιατί την ακολουθούσαν; Γιατί αυτά τα φαντάσματα; Σήκωσε το κεφάλι να ρωτήσει, αλλά καθώς είχαν ζωηρή συζήτηση, ξανα-έγειρε αφηρημένα το κεφάλι στα γόνατά της. Ένας θεός ξέρει πόση ώρα αργότερα, ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι κρατώντας έναν μεγάλο ταξιδιωτικό σάκο, τον οποίο έβαλε στο πορτ-μπαγκάζ. Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το κινητό του.
"Έλα, Πανωραία! ....Ναι, τι κάνεις; ... Ναι, όλα καλά. Να σου πω, μπορείς να μιλήσεις; ...Άκου, πόσο γρήγορα μπορεί να βγεί ένα διαζύγιο;....Ναι. Με τη Νόρα.... Ε, τί να σου λέω τώρα! Θα τα πούμε από κοντά. Πες μου χοντρικά, να ξέρω....Όχι, συναινετικό....Ωραία. Θα σε ξαναπάρω τηλέφωνο αύριο, ok; ... Ναι, ετοίμασε εσύ αυτά που ξέρεις και θα περάσω κάποια στιγμή να τελειώνουμε....Γειά. Καλό βράδυ!"
Μετά πέρασαν από το σπίτι κάποιου φίλου, προφανώς, ο οποίος μπήκε στη θέση του συνοδηγού και όλος έγνοια προσπαθούσε να καταλάβει τί έπαθε ο Γιώργος στα καλά καθούμενα.
Η Μάισα έστησε αυτί.
"Δεν ξέρω, ρε Βαγγέλη. Στην κηδεία της Μάισας, δεν άντεξα. Δεν άντεξα....Κάτι έσπασε. "
"Και τώρα;"
"Θα πάω να μείνω στο πατρικό μου που'ναι άδειο. Μετά δεν ξέρω. Θα φύγω, πάντως. Δεν ξέρω...Θα δώ. Δεν ξέρω ακόμα"
"Πες μου. Τί να κάνω;"
"Τώρα τίποτα. Απλά να ξέρεις. Θα αλλάξω κινητό και θα ξέρεις μόνο εσύ τον αριθμό. Για ώρα ανάγκης. Δες μήπως χρειάζεται η Νόρα τίποτα.... Αυτά. Θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή. ΟΚ;"
"Εντάξει, ρε Γιώργο. Να προσέχεις." είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο.
Ο γιατρός-φάντασμα στο πίσω κάθισμα, κοίταξε τη Μάισα με ύφος.
"Τώρα, τί έχεις να πείς;"
"Κρίμα... Αλλά που να το ήξερα; Ποτέ δεν είπε... Μόνο κοιτούσε σα χάνος... Κρίμα..." Ο Γιώργος είχε βάλει μπρός και κινούνταν πάλι στην εθνική,σκυθρωπός. Δάκρυσε, σκούπισε τα μάτια του και προσπάθησε να σκληρύνει τον εαυτό του. Η Μάισα "οδηγούσε" αλλά ένιωθε την βουβή κριτική από τα φαντάσματα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Η Φιλιώ και ο Λάμπρος ήταν πάνω στο πορτ-μπαγκάζ, έξω από το πίσω τζάμι.
"Ξέρεις από που είμαι;" απευθύνθηκε στο γιατρό η Μάισα με θυμό.
"Φυσικάα!" είπε υπεροπτικά ο γιατρός, αλλά η Μάισα με το βλέμμα στο δρόμο συνέχισε απτόητη.
"Δέκα χρονών με φέραν οι δικοί μου εδώ από την Αφρική. Μέχρι τότε δεν ήξερα τί είναι βρύση και κατσαρόλα. Ζούσαμε σε τέτοια καλύβια που οι τρώγλες των υπογείων στα εξάρχεια μας φαινόταν παλάτια! Ξέρεις πόσο ξύλο έχω φάει; Ξέρεις πόσα λεφτά μου'χουν φάει; Ξέρεις πόσες αρρώστιες πέρασα; Ε;! Ξέρεις; Εσύ και το ιατρείο σου;! Τί ξέρεις εσύ; Ξέρεις τί θα ήμουν αν δεν είχε βρεθεί ο Κώστας; Για πες μας, τί ξέρεις γιατρούλη! Δε με νοιάζει τί κάνει ο Γιώργος, που τα έχει όλα! Δε με νοιάζει! Και ξέρεις γιατί δε με νοιάζει; Γιατί ο Γιώργος έχει πηδήξει και τις γάτες. Γιατί ο Γιώργος, τα έχει όλα και κλαίγεται που δεν του έκατσα, κι εγώ είμαι κολλημένη σε τούτο το σαράβαλο(χτύπησε το χέρι τιμόνι) πάνω που όλα πήγαιναν καλά! Για αυτό, όταν λέω δε με νοιάζει, θα καταλαβαίνεις ακριβώς αυτό: ότι δε-με-νοιά-ζει! Κατάλαβες;!"
"Εξακολουθείς να μην καταλαβαίνεις. Το ζήτημα δεν είναι όλα αυτά που είπες." παρέμεινε ψύχραιμος ο γιατρός.
"Α, ναι; Και ποιό είναι το ζήτημα τώρα, εδώ που είμαι; Ποιό είναι το ζήτημα, τώρα;"
Ο γιατρός άνοιξε το στόμα του να απαντήσει, αλλά τον διέκοψε απότομα.
"Άσε! Ξέρω. Ξέρεις, αλλά δεν ξέρεις και μισόλογα και "ίσως" και "θα δούμε" και σε τρία τέρμηνα θα διαβώ μεγάλη πόρτα! Αφού δε μπορείς να κάνεις τίποτα, τουλάχιστον μη με ενοχλείς. Γύρισε πίσω να τον κοιτάξει. "Μπορείς;"
"Καλάααα" υποχώρησε ο γιατρός και πρόσθεσε. "Μπορείς να πας στη διπλανή θέση σε παρακαλώ;" τη ρώτησε.
Εκείνη καχύποπτα τον κοίταξε πάλι μέσα από τον καθρέφτη.
"Γιατί;"
"Για δες. Μπορείς;" πετάχτηκε ο μαθηματικός, με περιέργεια. Η Φιλιώ και ο Λάμπρος έσκυψαν για να κοιτάξουν μέσα από το πίσω τζάμι.
Η Μάισα, ακόμα καχύποπτη, χαμήλωσε τα χέρια από το τιμόνι που κρατούσε παράλληλα με τον Γιώργο και αμήχανα προσπάθησε να μετακινηθεί. Στάθηκε αδύνατον.
"Τί έγινε τώρα; Δεν μπορώ; Γιατί δεν μπορώ; Πριν μπορούσα!"
"Όλα είναι στο μυαλό σου!" φώναξε ο Λάμπρος σκυφτός έξω από το πίσω τζάμι, δείχνοντας το κεφάλι του καθώς η Φιλιώ έγνεφε καταφατικά.
"Ποιό μυαλό μου..." μουρμούρησε σα χαμένη.
"Στο μυαλό σου!" επανέλαβε ο Λάμπρος δείχοντας το κεφάλι του ξανά. Η Φιλιώ τώρα έδειχνε κι αυτή με το δάχτυλο το κεφάλι του Λάμπρου, χαμογελώντας ενθαρρυντικά.
"Τι λένε, Θέ μου!" αγανάκτησε η Μάισα. "Ωραία, λοιπόν, αφού είναι στο μυαλό μου, θα πάω στο δίπλα κάθισμα και μετά θα πετάξω στον μπλέ ουρανό!' είπε με ειρωνεία και σκουντούφλησε σε αόρατο τείχος, όταν προσπάθησε να το κάνει."Γαμώτο!"
Τις επόμενες ημέρες, παρέμεινε στη θέση της, με οργή που αυξάνονταν γεωμετρικά όσο οι άλλοι της έλεγαν να ηρεμήσει και ότι όλα ήταν στο μυαλό της. Κάθε φορά που το άκουγε αυτό γινόταν έξαλλη, προσπαθώντας ακόμα και να τους χτυπήσει, αλλά τα χέρια της έπεφταν πάλι σε αυτό το αόρατο τείχος.
Και έκλαιγε, μετά, παραδομένη στο τίποτα.
Τρείς ημέρες αργότερα, ένα μεσημέρι που ο Γιώργος σταμάτησε σε κάποιο εστιατόριο σε κάποια εθνική οδό, τυλίχτηκε γύρω από τα γόνατά της, όπως το συνήθιζε, και έγειρε πάνω στα γόνατα το κεφάλι της. Έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε το πρόσωπό της τόσο σφιγμένο, σα να ήταν ζωντανή, τα φρύδια της δύο κόμποι φίδια. Όταν ξανα-μπήκε ο Γιώργος στο αυτοκίνητο, άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει ούτε το κεφάλι.
Ο γιατρός από τη θέση του συνοδηγού την κοιτούσε με ανησυχία.
Η Μάισα τον κοιτούσε με βουβή απελπισία. Φοβόταν να μιλήσει, μήπως ανακάλυπτε ότι δεν μπορούσε ούτε αυτό. Ένα δάκρυ κύλησε.
"Γιατρέ;" ψέλλισε.
"Σςςς" έκανε καθυσηχαστικά ο γιατρός, χαϊδεύοντας την πλάτη της, περνώντας αιθέρια το χέρι του μέσα από τον υλικά πραγματικό Γιώργο, αλλά αγγίζοντας την άυλη μελαμψή γυναίκα.
"Να....;" ξεκίνησε να προτείνει κάτι ο μαθηματικός, σηκώνοντας το δάχτυλο από το πίσω κάθισμα.
"Όχι" είπε ο γιατρός. "Δεν μπορούμε αν δεν το ζητήσει. Πρέπει να το ζητήσει."
"Τι; Τι;" ρωτούσε η Μάισα, προσπαθώντας μάταια να δεί τριγύρω περιστρέφοντα τα μάτια της απεγνωσμένα. "Τι;!"
"Το πρόβλημα είναι ότι σκέφτεσαι ακόμα σα να μην έχει αλλάξει τίποτα." είπε ο μαθηματικός. "Σα να έχεις στραμπουλήξει το μυαλό σου, υπό μία έννοια..." αλλά ο γιατρός τον σταμάτησε.
"Σςςς. Μόνη της." είπε και διακριτικά έφυγαν, αφήνοντάς την μαγκωμένη σε εμβρυική στάση.
Το μόνο που έβλεπε από το πλαινό παράθυρο ήταν το τοπίο που άφηνε το αμάξι γρήγορα πίσω του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου