Ήταν τότε που έκανα εκπομπές στο ραδιόφωνο, γύρω στα εικοσικάτι ήμουν, και όλα ήταν ταραγμένα εντός μου. Οι καταστάσεις ήταν τέτοιες που το μυαλό μου λυσσομανούσε. Ήμουν ερωτευμένη με κάποιον Βαγγέλη, αλλά δεν ήμουν καθόλου έτοιμη για αυτό, όπως τυχαίνει όταν ποθούμε κάτι με όλο μας το είναι αλλά το σοφό σύμπαν μας λέει "περίμενε, ξύπνα πρώτα". Ήταν σα να έβλεπα τον
όμορφο κόσμο μέσα από ένα θολό τζάμι, γεμάτο σκόνη, αράχνες και μυγόσκατα.
Ένα βράδυ, στο στούντιο της εκπομπής, ήρθαν δυο φίλοι, κι έφεραν μαζί τους έναν άλλον, άγνωστο για εμένα. Ήταν ένας κοντούλης, χοντρούλης γιατρός με γυαλάκια που έκανε φαντάρος στην Πρέβεζα. Μας σύστησαν. Ήξερα ότι του άρεσα γιατί με κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο που με κοιτούσαν οι μισοί άντρες της παρέας μας, αλλά ήμουν όπως ήμουν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Είχε αυτός ο άνθρωπος κάτι το γλυκό επάνω του, ήταν από αυτούς που σου φέρνουν την επιθυμία να τους αγκαλιάσεις και να χουχουλιάσεις μαζί τους. Πολύ συμπαθητικός. Μας έλεγε διάφορα, όπως κάνουν συχνά οι φαντάροι και με κοιτούσε. Εϊπε ότι θα έφευγε αύριο για άλλη πόλη.
Με κοιτούσε από την άλλη άκρη του στούντιο και μερικές φορές κοιτούσε κάτω. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσα να κάνω.
Κάποια στιγμή, πήρε ένα απότα πρόχειρα χαρτιά που είχαμε στο τραπέζι κι έναν στυλό, κι έγραψε δυο γραμμές. Πριν φύγει μου το έδωσε.
"Δεν ξέρω από αύριο που θα'μαι, Μα απόψε τρέμω για σένα και φοβάμαι"
όμορφο κόσμο μέσα από ένα θολό τζάμι, γεμάτο σκόνη, αράχνες και μυγόσκατα.
Ένα βράδυ, στο στούντιο της εκπομπής, ήρθαν δυο φίλοι, κι έφεραν μαζί τους έναν άλλον, άγνωστο για εμένα. Ήταν ένας κοντούλης, χοντρούλης γιατρός με γυαλάκια που έκανε φαντάρος στην Πρέβεζα. Μας σύστησαν. Ήξερα ότι του άρεσα γιατί με κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο που με κοιτούσαν οι μισοί άντρες της παρέας μας, αλλά ήμουν όπως ήμουν και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Είχε αυτός ο άνθρωπος κάτι το γλυκό επάνω του, ήταν από αυτούς που σου φέρνουν την επιθυμία να τους αγκαλιάσεις και να χουχουλιάσεις μαζί τους. Πολύ συμπαθητικός. Μας έλεγε διάφορα, όπως κάνουν συχνά οι φαντάροι και με κοιτούσε. Εϊπε ότι θα έφευγε αύριο για άλλη πόλη.
Με κοιτούσε από την άλλη άκρη του στούντιο και μερικές φορές κοιτούσε κάτω. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσα να κάνω.
Κάποια στιγμή, πήρε ένα απότα πρόχειρα χαρτιά που είχαμε στο τραπέζι κι έναν στυλό, κι έγραψε δυο γραμμές. Πριν φύγει μου το έδωσε.
"Δεν ξέρω από αύριο που θα'μαι, Μα απόψε τρέμω για σένα και φοβάμαι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου