Έλεγα πως δεν είχα άλλα σώψυχα να βγάλω, να όμως που τελικά κάτι είχε απομείνει.
Πριν από οκτώμισι χρόνια είχα παρατηρήσει πως μέχρι τότε την περισσότερη ενέργεια την είχα όταν ήμουν θυμωμένη. Για παράδειγμα, όποτε ετύχαινε να μένει ακάμωτη μία δουλειά, ήταν σίγουρο ότι θα την έκανα αν νευρίαζα. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, γύρω στα τριάντα-κάτι, ήδη παντρεμένη και δις μαμά, έφτασα στο σημείο να το χρησιμοποιώ και ως κόλπο, δηλαδή όποτε νευρίαζα, ξέδινα κάνοντας τις βαρειές δουλειές που όλο δεν έβρισκα την όρεξη να κάνω.Νόμιζα ότι είχα βρεί τη λύση και ότι έτσι ξεμπέρδευα με τον θυμό, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ο θυμός δεν έφευγε, αλλά απλά κοίταζε αλλού για λίγο και μετά έπεφτε πάλι πάνω μου σα λάμια και άρπυια. Και τόσο είχε θεριέψει ο θυμός, που έγινε τελικά λάβα και ξεχύθηκε ισοπεδώνοντας τα πάντα. Το ένα άτομο που τον προκαλούσε, άκουσε τα σχολιανά του που είχα μαζεμένα για χρόνια, και τελικά το έδιωξα μακρυά. Είχα τόσο κουραστεί από αυτόν ακατάπαυστο θυμό, που δεν άντεχα άλλο. Ένιωθα μονίμως φορτισμένη, για πάντα πιεσμένη. Πήρα την απόφαση να μην είμαι πια θυμωμένη.
Τότε προσπάθησα να μην έχω για καύσιμο τον θυμό, αλλά την ευχαρίστηση, σα να λέμε να κάνω τα διάφορα πράγματα όχι όταν ήμουν θυμωμένη αλλά όταν είχα όρεξη να τα κάνω. Θα μου πείς, υπάρχει περίπτωση να έχεις όρεξη να βάλεις μπουγάδα ή να σιδερώνεις ή να πλένεις πιάτα ή να τρίβεις χαλιά, κοκ? Φυσικά και όχι. Αλλά τα κάνεις αυτά όταν έχεις όρεξη για να δείς το σπίτι σου καθαρό και τους ανθρώπους σου υγιείς και χαρούμενους. Τα κάνεις αυτά όταν έχεις όρεξη να καλέσεις δύο φίλους για φαΐ ή όταν έχεις όρεξη να νιώθεις καλά και όμορφα. Κι εγώ δεν είχα όρεξη για τίποτα από αυτά. Χωρίς τον τριακονταετή θυμό, ξεφούσκωσα σαν τρύπιο μπαλόνι και έπεσα στη γνωστή καταθλιψάρα λόγω της οποίας μπήκα μετά από κάποιο διάστημα στο μπλογκιν, απασχολώντας με αυτή τους αναγνώστες μου συχνά-πυκνά.
Μου πήρε πέντε χρόνια μέχρι να μου έρθει η όρεξη.
Μέχρι τότε, ζούσα στο ρελαντί, μόλις και μετά βίας εκτελώντας τις ζωτικές για την επιβίωση λειτουργίες και με μεγάλο αγώνα να μην ξεσπάσω σε αθώους. Μερικές φορές το κατάφερα. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε η όρεξη να κάνω ήταν να πλύνω κάτι πιάτα και το έκανα τραγουδώντας. Μετά από αυτό, σταδιακά και κάνοντας υπομονή με τον εαυτό μου, έφτασα στο σημείο να μη βλαστημάω όποτε μου έλεγαν να βγώ έξω και πάντα είχα αυτή την αρχή, μέχρι να γίνω καλά να μην κάνω τίποτα αν δεν το ήθελα πραγματικά και αν ήμουν θυμωμένη να μην κάνω τίποτα, ούτε βόλτα, ούτε δουλειά, ούτε τίποτα.
Και, κατά μία παβλώφεια αντίδραση, σύντομα (μετά από άλλα δύο χρόνια) συνειδητοποίησα ότι ανυπομονούσα για ορισμένα πράγματα, όπως να πάρω το βιβλιαράκι μου και να καθίσω σε μία καφετέρια με ένα καφεδάκι.
Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, ο θυμός πολλές φορές ξανα-ήρθε και κάθε φορά ξενυχτούσα στο Καζάνι, ακούγοντας δραματική μουσική και, πολλές φορές έγραφα κλαίγοντας, όχι λόγω δυστυχίας, αλλά λόγω αυτού του απύθμενου θυμού, από απίστευτη τσαντίλα και μένος. Αντί να σπάσω τζάμια, χτυπούσα πλήκτρα. Χωρίς να με δουν τα παιδιά, χωρίς να με δεί ο σύζυξ, χωρίς να στεναχωρήσω κανέναν και, κυρίως, χωρίς να με πρήζουν με συγκαταβατικές αναπαραστάσεις συμπόνοιας. Τί ήξεραν αυτοί; Τι ιδέα είχαν αυτοί αν μέσα μου κόχλαζα και γιατί; Και πως να το εξηγήσεις, σε ποιόν όταν ο καθένας είχε τις κοτσάνες του, ο ένας τη γκόμενα, η άλλη τον γκόμενο, ο παράλλος υπαρξιακά, και κάθε ένας ήταν στην κοσμάρα του και με την παραμικρή νύξη, σου έλεγε κοινοτυπίες νομίζοντας ότι με δυο κλισέ ξεμπερδέψαμε για απόψε με την επικοινωνία, ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε....;
Κάθε φορά που έρχονταν ο θυμός, τον έκανα κομματάκια.
Αυτό εκεί, το άλλο εκεί, και έτσι τον διαχειρίστηκα σε δόσεις. Μερικές φορές έδινα δίκιο στον εαυτό μου, μερικές όχι. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ που είχα λάθος και στα μέρη που είχα δίκιο έπρεπε να δω που βοήθησαν οι άλλοι. Το άδικο όσο κι αν με θύμωνε το κοιτούσα από κοντά να δω τι είδους άδικο ήταν και το δίκιο με την ίδια περιέργεια το εξέταζα να δω από που προέκυψε. Τελικά ξεδιάλυνα που είχα δίκιο και αυτό με λύτρωσε. Εκεί που είδα ότι είχαν δίκιο οι άλλοι, με βοήθησε να τους συγχωρήσω.
Και όταν έγινε αυτό, ο θυμός εξαφανίστηκε, πριν από λίγες εβδομάδες.
Πριν από οκτώμισι χρόνια είχα παρατηρήσει πως μέχρι τότε την περισσότερη ενέργεια την είχα όταν ήμουν θυμωμένη. Για παράδειγμα, όποτε ετύχαινε να μένει ακάμωτη μία δουλειά, ήταν σίγουρο ότι θα την έκανα αν νευρίαζα. Όταν το συνειδητοποίησα αυτό, γύρω στα τριάντα-κάτι, ήδη παντρεμένη και δις μαμά, έφτασα στο σημείο να το χρησιμοποιώ και ως κόλπο, δηλαδή όποτε νευρίαζα, ξέδινα κάνοντας τις βαρειές δουλειές που όλο δεν έβρισκα την όρεξη να κάνω.Νόμιζα ότι είχα βρεί τη λύση και ότι έτσι ξεμπέρδευα με τον θυμό, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ο θυμός δεν έφευγε, αλλά απλά κοίταζε αλλού για λίγο και μετά έπεφτε πάλι πάνω μου σα λάμια και άρπυια. Και τόσο είχε θεριέψει ο θυμός, που έγινε τελικά λάβα και ξεχύθηκε ισοπεδώνοντας τα πάντα. Το ένα άτομο που τον προκαλούσε, άκουσε τα σχολιανά του που είχα μαζεμένα για χρόνια, και τελικά το έδιωξα μακρυά. Είχα τόσο κουραστεί από αυτόν ακατάπαυστο θυμό, που δεν άντεχα άλλο. Ένιωθα μονίμως φορτισμένη, για πάντα πιεσμένη. Πήρα την απόφαση να μην είμαι πια θυμωμένη.
Τότε προσπάθησα να μην έχω για καύσιμο τον θυμό, αλλά την ευχαρίστηση, σα να λέμε να κάνω τα διάφορα πράγματα όχι όταν ήμουν θυμωμένη αλλά όταν είχα όρεξη να τα κάνω. Θα μου πείς, υπάρχει περίπτωση να έχεις όρεξη να βάλεις μπουγάδα ή να σιδερώνεις ή να πλένεις πιάτα ή να τρίβεις χαλιά, κοκ? Φυσικά και όχι. Αλλά τα κάνεις αυτά όταν έχεις όρεξη για να δείς το σπίτι σου καθαρό και τους ανθρώπους σου υγιείς και χαρούμενους. Τα κάνεις αυτά όταν έχεις όρεξη να καλέσεις δύο φίλους για φαΐ ή όταν έχεις όρεξη να νιώθεις καλά και όμορφα. Κι εγώ δεν είχα όρεξη για τίποτα από αυτά. Χωρίς τον τριακονταετή θυμό, ξεφούσκωσα σαν τρύπιο μπαλόνι και έπεσα στη γνωστή καταθλιψάρα λόγω της οποίας μπήκα μετά από κάποιο διάστημα στο μπλογκιν, απασχολώντας με αυτή τους αναγνώστες μου συχνά-πυκνά.
Μου πήρε πέντε χρόνια μέχρι να μου έρθει η όρεξη.
Μέχρι τότε, ζούσα στο ρελαντί, μόλις και μετά βίας εκτελώντας τις ζωτικές για την επιβίωση λειτουργίες και με μεγάλο αγώνα να μην ξεσπάσω σε αθώους. Μερικές φορές το κατάφερα. Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε η όρεξη να κάνω ήταν να πλύνω κάτι πιάτα και το έκανα τραγουδώντας. Μετά από αυτό, σταδιακά και κάνοντας υπομονή με τον εαυτό μου, έφτασα στο σημείο να μη βλαστημάω όποτε μου έλεγαν να βγώ έξω και πάντα είχα αυτή την αρχή, μέχρι να γίνω καλά να μην κάνω τίποτα αν δεν το ήθελα πραγματικά και αν ήμουν θυμωμένη να μην κάνω τίποτα, ούτε βόλτα, ούτε δουλειά, ούτε τίποτα.
Και, κατά μία παβλώφεια αντίδραση, σύντομα (μετά από άλλα δύο χρόνια) συνειδητοποίησα ότι ανυπομονούσα για ορισμένα πράγματα, όπως να πάρω το βιβλιαράκι μου και να καθίσω σε μία καφετέρια με ένα καφεδάκι.
Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, ο θυμός πολλές φορές ξανα-ήρθε και κάθε φορά ξενυχτούσα στο Καζάνι, ακούγοντας δραματική μουσική και, πολλές φορές έγραφα κλαίγοντας, όχι λόγω δυστυχίας, αλλά λόγω αυτού του απύθμενου θυμού, από απίστευτη τσαντίλα και μένος. Αντί να σπάσω τζάμια, χτυπούσα πλήκτρα. Χωρίς να με δουν τα παιδιά, χωρίς να με δεί ο σύζυξ, χωρίς να στεναχωρήσω κανέναν και, κυρίως, χωρίς να με πρήζουν με συγκαταβατικές αναπαραστάσεις συμπόνοιας. Τί ήξεραν αυτοί; Τι ιδέα είχαν αυτοί αν μέσα μου κόχλαζα και γιατί; Και πως να το εξηγήσεις, σε ποιόν όταν ο καθένας είχε τις κοτσάνες του, ο ένας τη γκόμενα, η άλλη τον γκόμενο, ο παράλλος υπαρξιακά, και κάθε ένας ήταν στην κοσμάρα του και με την παραμικρή νύξη, σου έλεγε κοινοτυπίες νομίζοντας ότι με δυο κλισέ ξεμπερδέψαμε για απόψε με την επικοινωνία, ψεκάστε-σκουπίστε-τελειώσατε....;
Κάθε φορά που έρχονταν ο θυμός, τον έκανα κομματάκια.
Αυτό εκεί, το άλλο εκεί, και έτσι τον διαχειρίστηκα σε δόσεις. Μερικές φορές έδινα δίκιο στον εαυτό μου, μερικές όχι. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ που είχα λάθος και στα μέρη που είχα δίκιο έπρεπε να δω που βοήθησαν οι άλλοι. Το άδικο όσο κι αν με θύμωνε το κοιτούσα από κοντά να δω τι είδους άδικο ήταν και το δίκιο με την ίδια περιέργεια το εξέταζα να δω από που προέκυψε. Τελικά ξεδιάλυνα που είχα δίκιο και αυτό με λύτρωσε. Εκεί που είδα ότι είχαν δίκιο οι άλλοι, με βοήθησε να τους συγχωρήσω.
Και όταν έγινε αυτό, ο θυμός εξαφανίστηκε, πριν από λίγες εβδομάδες.
3 σχόλια:
Αχ Αθηνόβιο! Κι εγώ με το θυμό μου φοβάμαι μην περάσω απέναντι. Και πραγματικά δεν ψάχνω να βρω ποιος έχει δίκιο ή άδικο, όσο ψάχνω να καταλάβω γιατί βιώνω τόσο δραματικά τη ζωή και έχω τόσο μεγάλες προσδοκίες από τους ανθρώπους. Εχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως μεγαλοποιώ πολύ τα πράγματα και πως το χειρότερο πράγμα που έκανα χρόνια τώρα ήταν να θαυμάζω ανθρώπους και να μην τους αμφισβητώ ποτέ αν τους εκτιμούσα ή τους συμπαθούσα. Γεγονός που μου γεννούσε πολύ μεγάλη απογοήτευση κατόπιν, και απόσυρση από τη ζωή τους. Αν έχεις δοκιμάσει να αποσύρεις τον θαυμασμό σου από πρόσωπα που τον θεωρούσαν δεδομένο,έχεις δοκιμάσει και το μίσος τους. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να μην σε θυμώσει. Ξέρω όμως πως η οργή μου είναι οργή άμυνας και όχι επίθεσης. Κι αυτό μου είναι αρκετό για να μπορέσω να προχωρήσω και να την εξαφανίσω κι αυτή. Όπως προσπαθείς και πετυχαίνεις κι εσύ ίσως 5 χρόνια τώρα με τη δική σου Οργή.
Καλές γιορτές σου εύχομαι Αθηνά μου
Άλλο ένα από τα καταπληκτικά σου κείμενα! Συμπληρώνω με ένα πρόσφατο άρθρο μου περί θυμού ...
Ευτυχώς, Georgina, που έχουμε την πολυτέλεια να έχουμε τέτοια προβλήματα. Οι άνθρωποι γύρω μας είναι πολύτιμοι.
Παναγιώτη, αυτό είναι ένα θέμα ανεξάντλητο. Η πολιτικής προελεύσεως οργή, όμως, δεν θεωρώ τόι πρέπει να κατατάσσεται στην ίδια κατηγορία με με την οργή για κάποιο προσωπικό θέμα. Ο φτωχός (εγώ) που ξέρει ακριβώς που είναι τα λάθη του συστήματος που τον κάνουν φτωχό, ξέρει επίσης ότι δεν υπάρχει καμμία απόφαση, ούτε σωστή ούτε λάθος, να τον βγάλει από τη φτώχεια του. Και η φτώχεια του είναι χειροπιαστή. Δεν έχει να στείλει τα παιδιά του ούτε σε καλά σχολεία, ούτε σε καλούς γιατρούς, παρά μόνο αν κλέψει, πχ.Δεν έχει λεφτά ούτε για να ζεσταθεί και αρρωσταίνει, δεν έχει ούτε για να καλλιεργήσει το πνεύμα και τις αισθήσεις του, ούτε να προάγει τη σκέψη του σε άλλα πεδία. Αυτή η οργή είναι ασίγαστη και όσες ιστορίες σακσές να λέει ο σαμαράς, όσο και αν καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται, κοχλάζει στους δρόμους η οργή. Η οργή έχει φάει τόσες κυβερνήσεις, και θα φάει κι άλλες, αλλά οι πολιτικοί ακόμα νομίζουν ότι αυτό που χρειάζεται ο τόπος είναι μία νέα νδ ή ένα νέο πασόκ.
Η οργή αυτή, δεν θα έχει καλό τέλος, γιατί αν ο άλλος είναι άνεργος και χρωστάει σε όλον τον κόσμο και αντί για δωρεάν υγεία και παιδεία μετά από τόσα χρόνια φορολόγησης έχει αύξηση φόρων και ιδιωτικοποίηση των πάντων, και βγαίνει ο πολιτικός και του λέει "καταδικάζω τη βία απ΄όπου προέρχεται" τότε απλά παει γυρεύοντας.
Δημοσίευση σχολίου