Είναι πολύ συχνό τα μικρά παιδάκια να ερωτεύονται τον δάσκαλο ή τη δασκάλα τους, με μία αγάπη άδολη και πλήρως απελευθερωμένη από ιδιοτέλειες. Δεν έχει τόσο σχέση με την ομορφιά των προσώπων, αλλά συχνά τα παιδάκια συναισθάνονται την καλοσύνη και την αύρα του δάσκαλου ή της δασκάλας. Έτσι, έτυχε μέσα σε όλα τα χρόνια που διδάσκω να δω αυτή την αγάπη, κάτι τόσο τρυφερό και αστείο που σου σπάει η καρδιά.
Ήταν, ας πούμε, ένα παιδάκι, ο Γιάννης, που καθόταν μόνος του στο θρανίο και δεν έλεγε τίποτα. Ήθελα να δω αν ήταν αδιάβαστος ή απλά ανόρεχτος, κι έτσι έκανα μία απλή ερώτηση, στην οποία το υπόλοιπο τμήμα ανταποκρίθηκε με πολλά υψωμένα χέρια. Ο Γιάννης όμως κοιτούσε στο άπειρο, σα να ήταν αλλού. "Γιάννη, πες" του είπα επαναλαμβάνοντας την ερώτηση. Ο Γιάννης έμεινε βουβός και ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα, πήρε μία ανάσα και είπε μπροστά σε όλη την τάξη που
ανέμενε "Κυρία, μη με κοιτάτε έτσι. Ζαλίζομαι". Το γέλιο που ξέσπασε στο τμήμα δεν περιγράφεται και ο κακομοίρης ο Γιάννης υπέστη καζούρα για μέρες, τύπου "Κυρία κλείστε τα μάτια όταν ρωτάτε τον Γιάννη" και άλλες μαθητικές κρυάδες, και κοκκίνιζε ο καημένος ο μικρούλης, τετάρτη δημοτικού ήταν τότε...
Ένας άλλος πιτσιρικάς, ο Ηλίας, άκουγε με προσοχή που τους εξηγούσα ότι θα πρέπει να μελετάνε για να πάνε καλά και ότι άσχετα με το ποιόν έχουν δάσκαλο πρέπει να σκέφτονται το δικό τους ώφελος από το να έχουν γνώσεις, στο οποίο ο Ηλίας απάντησε με ένα ειλικρινέστατο και γεμάτο πάθος "Τί λετε κυρία! Εγώ για εσάς διαβάζω!" για να συμπληρώσει με το αφοπλιστικό "Θα μείνω την ίδια για να σας έχω και του χρόνου!". κάτι που παραλίγο να συμβεί γιατί ο Ηλίας δεν ήταν και πολύ του διαβάσματος.
Το πιο έντονο ξέσπασμα όμως ήταν από τον Αποστόλη, που ήταν παιδί κλειστό και συνεσταλμένο. Τον έβλεπα που με κοιτούσε με παράπονο και άχτι χωρίς να λέει τίποτα, σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδάκια που είναι πιο εκδηλωτικά. Ήταν κάτι που του έτρωγε τα σωθικά, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, φυσικά, εκτός από το να παριστάνω την ανήξερη και να μην τον μαλώνω πολύ. Μία μέρα με ρώτησε που είναι ο άντρας μου. Τώρα, η πόλη μου είναι ένα μικρό μέρος και όλοι γνωριζόμαστε οπότε αυτή η ερώτηση δεν ήταν αδιάκριτη για τα δεδομένα μας.Χωρίς να γελάσω, απάντησα ότι είναι στο ναυτικό. Και τότε ο πιτσιρικάς, μέ μένος και λύσσα πραγματική, ξεστόμισε το εξής :"Να του βουλιάξει το καράβι!"
Αυτή η άνευ όρων αγάπη δεν κρατάει για πολύ, γιατί μεγαλώνουν, μαθαίνουν το σώμα τους και τον κόσμο και σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά. Μαθαίνουν ό,τι πονηρό υπάρχει και ενθουσιάζονται έντονα. Αρχίζουν να εκφράζονται αλλιώς και νομίζουν ότι είναι άτρωτοι, ότι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν. Δοκιμάζουν τις αντοχές σου και τα νεύρα σου, σε προκαλούν, θέλουν την αναμέτρηση και γίνονται επιθετικά από ένστικτο. Αυτό είναι λιγότερο συγκινητικό, αλλά δεν παύει να είναι αληθινό και αυθόρμητο. Πρέπει όμως η δασκάλα να είναι αυστηρή και αμείλικτη για να μην δώσει λάθος μηνύματα ή εντυπώσεις σε μαθητές και γονείς.
Για παράδειγμα ένας μικρός, ο Κώστας, δευτέρα γυμνασίου ήταν τότε, περίμενε στον διάδρομο στην αρχή της χρονιάς για να δεί ποιά αγγλικού θα έχουν. Μόλις με είδε, με κοίταξε για λίγο όπως πλησίαζα, με το χαρακτηριστικό ύφος της αγορίστικης αγάπης και μου είπε "Εσάς έχουμε;" Ναι" του είπα "Πήγαινε στην τάξη και θα έρθω σε λίγο" γιατί έπρεπε να πάω σε μία άλλη τάξη πρώτα να δώσω κάτι χαρτιά. Τότε τον άκουσα που πήγε τρέχοντας στην αίθουσα και ανακοίνωσε με βροντερή φωνή "Έχουμε την Αθηνά και είναι μουνάρα!". Κοκκάλωσα. Πως θα μπω σε αυτό το τμήμα τώρα, σκέφτηκα. Θα χασκογελάνε σαν ηλίθια και θα ανταλλάζουν βλέμματα όλο νόημα.... Κοιτάχτηκα σε ένα τζάμι. Ήμουν ντυμένη άτσαλα με χαλαρά ρούχα, άβαφη και δεν φαινόταν καθόλου σάρκα πουθενά. Πήρα το πιο αυστηρό και σοβαρό μου ύφος και μπήκα παριστάνοντας ότι δεν είχα ακούσει τίποτα. Δεν χαμογέλασα για 50 λεπτά και όλη τη χρονιά ήμουν πιο αυστηρή και πιο σκληρή μαζί τους.
Το πιο ακραίο που μου είχε τύχει ήταν ο Δημητράκης, ετών 17. Σε αυτή την ηλικία τα αγόρια είναι ανυπόμονα και θέλουν να γίνουν άντρες με μία πιεστική ανάγκη και μία ορμή που δύσκολα καμουφλάρεται ή σταματιέται. Όπως έχετε καταλάβει, δεν τα σηκώνω κάτι τέτοια και του τσάκισα τα κόκκαλα με έναν τρόπο που μόνο ένας καθηγητής μπορεί να τσακίσει έναν μαθητή. Του απηύθυνα ερωτήσεις πολύ σπάνια, ανόρεχτα, του έβαζα τις δυσκολότερες ερωτήσεις και τον τιμωρούσα με το παραμικρό κιχ. Δεν του χαμογέλασα ούτε μία φορά και δεν ανέφερα ποτέ το όνομά του, αλλά του έλεγα πράγματα όπως "Πες" ή "Λάθος". Φυσικά, ήταν ανένδοτος. Αντί να κάθεται στο πίσω θρανίο γαλαρία όπως με τους άλλους καθηγητές, στο δικό μου μάθημα έρχονταν μπροστά-μπροστά και με κοιτούσε στα μάτια. Μία μέρα, κάναμε ένα κείμενο και τους εξηγούσα το λεξιλόγιο λύνοντας ασκήσεις, με τον Δημήτρη στο μπροστινό θρανία να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή με σαχλαμάρες. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που βρήκαμε μπροστά μας τη λέξη lick=γλύφω . Την εξήγησα και ένα παιδί είχε την απορία αν μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε μεταφορικά όπως στα Ελληνικά για να πούμε ότι "γλείφουμε" κάποιον για να τον καλοπιάσουμε και δυστυχώς έδωσε και παράδειγμα "Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι γλείφουμε την κυρία των αγγλικών για να μας βάλει καλούς βαθμούς". Απάντησα ότι όχι και ότι για αυτή την περίπτωση υπάρχει άλλη έκφραση που θα την μάθουμε παρακάτω, ευχόμενη με όλη μου την ψυχή να περάσει αυτό απαρατήρητο από τον πιτσιρικά που περίμενε την ευκαιρία. Φυσικά και δεν του ξέφυγε. Κοκκίνησε ολόκληρος και γελώντας πονηρά, με κοίταξε λέγοντας "Δηλαδή θα μας μάθετε πως γλύφουν τις κυρίες;" με ένα ύφος που δεν άφηνε καμμία αμφιβολία για το υπονοούμενο. Η υπόλοιπη τάξη ήταν νεαρότερα και πιο συνεσταλμένα παιδιά, μάλλον δεν κατάλαβαν ή δεν άκουσαν γιατί δεν υπήρξε αντίδραση, αλλά η οργή μου ήταν τέτοια που ο Δημήτρης πάγωσε και χλώμιασε. Τον κοίταξα με τεράστιο θυμό τόσο που χαμήλωσε το κεφάλι και δεν ξαναείπε τίποτα. Ποτέ.