Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Νιώθοντας το Ένα

Διαβάζοντας διάφορα, είναι δύσκολο να μην αντιληφθεί κανείς μοτίβα, ακριβώς όπως οποιοσδήποτε κάνει δουλειά που έχει να κάνει με ανθρώπους από ένα σημείο και μετά τους κατατάσσει σε κατηγορίες: ο ενοχλητικός, ο περίεργος, ο απαράδεκτος, κοκ.

Διαβάζοντας όμως τα γραπτά των ανθρώπων είναι πολύ πιο μεγαλειώδες και σημαντικό να παρατηρεί κανείς τα σχήματα των εννοιών, πως όλα τους χορεύουν στον ίδιο ρυθμό
, στην ίδια μουσική, όλα ξεκινώντας από το μοριακό επίπεδο, από το πως ένα μόριο στη σύνθεση ενός νευρώνα δίνει σχήμα στη σκέψη του κάθ ένα από εμάς, και επειδή τα μόρια είναι όλα ίδια, βγαίνουν και οι σκέψεις ίδιες, όχι πανομοιότυπες αλλά με όμοιους ρυθμούς στην εξέλιξή τους.

Όλοι ξεκινούν με τον ίδιο τρόπο και όλοι καταλήγουν με τον ίδιο τρόπο, όλα τα έργα της αρχής έχουν μία συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και λίγο πριν το τέλος όλοι κάνουν τις ίδιες σκέψεις.

Και είναι αξιοσημείωτο το πως όλοι γονατίζουν μπροστά στον Πόνο, πως εξεγείρονται μετά την πρώτη τους γνωριμία με αυτόν και πως μετά όλοι ίδια και απαράλαχτα βλέπουν ότι μόνο γιατρικό στον Πόνο είναι η ενσυναίσθηση και η φιλοσοφημένη αγάπη, όχι η αγάπη του ενθουσιασμού αλά εκείνη της Γνώσης του Καλού και του Κακού, η Γνώση που έρχεται όταν δεις τον Πόνο, την Απώλεια, και την Αγωνία μπροστά στα μάτια σου και ξέρεις ότι εκτός από την Γνωστική Αγάπη άλλη ελπίδα δεν υπάρχει άλλη. Όλοι, εκεί συγκλίνουν. Πρέπει να έχουν δίκιο.

Και όλοι, όλοι, έχουν ένα άλλο κοινό μιλούν όλοι για το Ένα.
Μπορεί οι πρωτεινούχες φούσκες που έχουμε για σώματα να έχουν περιορισμένες αισθήσεις, όμως από νωρίς είδαμε το Ένα, το νιώσαμε και καταλάβαμε τη σημασία του. Καταλάβαμε από νωρίς ότι κάτω από το χώμα είναι ο Θάνατος και πάνω όσο πιο ψηλά γίνεται είναι η Ζωή. Νομίζαμε αρχικά ότι ήταν πολλά μικρά πράγματα, μετά όμως, χιλιετίες πριν, πριν ακόμα βγούν τα πανεπιστήμια και οι φιλόσοφοι, οι πρωτόγονοι ντυμένοι πίθηκοι ένιωσαν ότι δεν είναι πολλά μικρά, αλλά Ένα πολύ μεγάλο.

Η Αγωνία τους μπροστά σε αυτό, το δέος και η σημασία του ήταν τόσο μεγάλα, που το έγραψαν, το σκάλισαν και το ζωγράφισαν, το έντυσαν με συμβολισμούς και παραμύθια που οι τωρινοί σαμάνοι, προικισμένοι με τον ίδιο εγκέφαλο αλλά καλύτεροι ντυμένοι, περιφρονούν. Κι όμως, όπως οι νέας κοπής σαμάνοι, μιλούν και αυτοί για το μεγάλο Ένα. Του έδωσαν νέα ονόματα, αλλά παραμένει η φύση του Ενός ίδια, άσχετα με τις ορέξεις και τις ματαιοδοξίες μερικών πρωτεϊνούχων φουσκών στον αφρό της γης.

Το Ένα που όλοι έχουμε μέσα στο κάθε μόριό μας, είναι αδιαμφησβήτητα υπαρκτό, ανεξάρτητα από τί λένε οι φούσκες. Και, όπως ένωσαν οι αρχαίοι, είναι τεράστιο και περιλαμβάνει τα πάντα. Αν το κοιτάξεις στα μάτια θα καείς. Οι πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις το επιβεβαιώνουν. Βρίσκεται παντού τριγύρω μας, και τίποτα δεν του ξεφεύγει, οι νόμοι του είναι αιώνιοι και απόλυτοι, κόλαση είναι οι συνέπειες της απερισκεψίας μας, που νομίζουμε ότι μία μικρή φούσκα μπορεί να υπερβεί το Ένα και το Όλο. Η κόλαση είναι κάτω από το χώμα όπου καταλήγει το κορμί μας μετά τον θάνατο, Παράδεισος είναι η Ζωή πάνω από το χώμα, όσο πιο ψηλά γίνεται.

Ακόμα και ένας πίθηκος το ξέρει αυτό.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Τί είμαι τελικά

Έχω δηλώσει κατά καιρούς ότι δεν είμαι αριστερή, ότι είμαι αριστερή, ότι πιστεύω στο θεό, ότι δεν είμαι θεούσα, και άλλα, φαινομενικά αντικρουόμενα και ασύμβατα μεταξύ τους.

Ωστόσο, έχω επίσης δηλώσει κάποιες φορές ότι δεν πιστεύω σε μία και μόνη θεωρία ούτε πιστεύω ότι η λύση για τα προβλήματά μας είναι μία θεωρία, μία ιδεολογία ή μία μόνο κοσμοθεωρία, αλλά περισσότερο, όπως στις επιστήμες αναζητούμε μία οικουμενική εξίσωση, έτσι και στις κοινωνίες και οικονομίες μας, χρειαζόμαστε κάτι που να περικλείει τα πάντα, ειδάλλως ό,τι και αν σκεφτούμε όσο
και αν προσπαθήσουμε, η προσπάθειά μας θα είναι λειψή, άρα σύντομα θα χρειαστεί να διαχειριστούμε άλλη μία ανατροπή στους υπολογισμούς μας.

Κι έτσι, παρόλο που γενικά ρέπω προς τα αριστερά, γιατί θεωρώ ότι τίποτα απάνθρωπο δεν είναι βιώσιμο, αναγνωρίζω ότι χωρίς το κέρδος δεν θα υπήρχε τίποτα εκτός από χώμα και νερό. Ανάμεσα στα δύο άκρα, θεωρώ ταυτόχρονα, υπάρχει κάτι ενδιάμεσο που να εξασφαλίζει μεν το κέρδος αλλά να εξασφαλίζει και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το μόνο που μένει είναι απλά (πόσο απλά στα αλήθεια!) να βρεθεί αυτή η χρυσή τομή, η ζώνη της χρυσομαλλούσας, ανάμεσα στην κατάρρευση των πάντων υπό το βάρος των κρατικών παροχών και την ασύδοτη σκληρότητα των απάνθρωπων χαρτογιακάδων στα εταιρικά συμβούλια. Ανάμεσα στα αποστεωμένα σαρκία των πεινασμένων τριτοκόσμιων των οποίων οι πόροι γίνονται commodities και την χλιδή των υπερβόρειων που ληστεύουν πόρους στο όνομα της δημιουργικότητας. Πιστεύω σε αυτό. Υπάρχει και γίνεται, χωρίς να είναι οι άνθρωποι ιδανικοί και χωρίς να γίνουν τεράστιες ανατροπές, αλλά μόνο κάποιες καίριες αλλαγές στις διεθνείς νομοθεσίες. Γίνεται. Και όχι μόνο γίνεται, αλλά γίνεται και με τέτοιο τρόπο ώστε το σύστημα να "τρέχει" μόνο του, χωρίς διαρκείς παρεμβάσεις ή διορθώσεις.

Τώρα, επειδή είναι αργά τώρα που γράφω και όταν είναι αργά το μυαλό παίρνει τις στροφές περίεργα, είναι πολλές οι τρελές ιδέες. Να μία. Στη φύση, ο νούμερο ένα νόμος βιωσιμότητας είναι "να τρώς μόνο όσο για να ζήσεις". Εμείς οι άνθρωποι, τόσο έξυπνοι είμαστε που τρώμε για δύο ή για τρείς, κι έτσι όχι μόνο αρρωσταίνουμε αλλά σπαταλάμε και ένα σωρό φαγητά. Να λοιπόν κάτι τρελό, να δημιουργηθεί το επάγγελμα του διατροφο-λογιστή, ο οποίος θα σου παίρνει τις διάφορες μετρήσεις, λίπος, μυική μάζα κοκ, θα σου βγάζει μία δίαιτα, και βάσει αυτής θα υπολογίζεται η ετήσια ποσότητα τροφής που θα δικαιούσαι, θα υπολογίζεται το ποσοστό επί του εισοδήματός σου το οποίο θα τυπώνεται σε κάρτα και αντιστοίχως θα αφαιρείται κάτι κάθε φορά που θα αγοράζεις φαγητό. Αν πας να αγοράσεις περισσότερο φαγητό, θα σου λέει το μηχάνημα στο ατμ "ωπ, κύριος! αρκετές θερμίδες για σήμερα". Αποτέλεσμα: μικρότερη σπατάλη, μικρότερες χωματερές, υγιέστεροι πολίτες, αλλά κυρίως, ένα restart στην οικονομία με τέτοιο εύρος που τα πάντα θα έρθουν τα πάνω κάτω.

Θα πλουτίσουν οι διαιτολόγοι, για αρχή.
Το εμπόριο θα αλλάξει ριζικά, άρα και οι αγορές που εξαρτώνται από τα τρόφιμα και βρώσιμα και τα πόσιμα. Η τιμή της πορτοκαλάδας, δεν θα μείνει ίδια, ούτε του καφέ.

Κοινωνικά, αυτό θα σημαίνει ότι κανείς δεν θα μένει νηστικός.

Άλλη ιδέα;
Πάρε να έχεις για να μη βαριέσαι.Από ένα εισόδημα και μετά, να σου μειώνονται τα μόρια για πρόσληψη στο ασεπ. Δεν μπορείς, ας πούμε, να έχεις οκτώ πολυκατοικίες και να θέλεις και να κάνεις τον διευθυντή στην κλινική! Είτε πούλα τα, είτε δώρισέ τα, είτε κάνε έρευνα ή πρακτική στο ιατρείο σου. Αλλά και τα δύο δάχτυλα στο μέλι, να μην τα έχεις. Άσε να φάει και κανας άλλος. Και αυτό να ισχύει και για τους ξένους. Με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, είναι παιχνιδάκι να στηθεί.

Κάτι άλλο που μπορεί να γίνει είναι να γίνει ένα πισωγύρισμα, μία ορθοπεταλιά, ας πούμε, σε ορισμένους τομείς. Στις μεταφορές, ας πούμε, μπορεί κανείς να πεί ότι το κόστος και η σχέση του με την τελική τιμή του προιόντος είναι τέτοια που έχει καταντήσει παράλογα φτηνό. Ορισμένα πράγματα, είναι παράλογο να είναι φτηνά, και δεν μιλώ για το φαί, αλλά για τον καπνό, το κακάο ή τα εξωτικά είδη, κοκ. Το πλαστικό! Τα κινέζικα ψωρο-προιόντα. Ας καταστήσουμε, λοιπόν, την μεταφορά αργότερη και ακριβότερη, ώστε και οι άνθρωποι να βγάζουν τα σπασμένα τους, αλλά και ο πλανήτης να σωθεί. Ας οριστεί, ας πούμε, ένα εξωπραγματικά χαμηλό ανώτατο όριο εκπομπών ρύπων με το πρόσχημα ότι μολύνονται οι ουρανοί και οι θάλασσες, ας οριστεί και ένα βαρβάτο πρόστιμο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, και τσουπ! να η μείωση στη μόλυνση αλλά με παράλληλη διατήρηση των κερδών και μείωση της κατανάλωσης. Αν η αργοπορία είναι χρήμα, τότε με τις γαλέρες θα φέρνουν το τσάι για τις κυρίες των σαλονιών οι έμποροι.

Ναι, είμαι τρελή, το ξέρω.

Πάω για ύπνο πριν πω κι άλλα.

Όσο για το τί είμαι τελικά, δεν ξέρω.
Ίσως να μη μάθουμε ποτέ.


Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Οι πολίτες θέλουν μεγάλους π********ς

Μπορεί ο καθένας να βγαίνει στο μπαλκόνι να λέει ότι του κατέβει, αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτό που λέει έχει βάση ούτε υπόσταση στον πραγματικό κόσμο, ούτε ότι δεν μπορούμε να τον λοιδωρήσουμε για αυτό που θα πεί ούτε ότι δεν είναι γελοίος τοιχάρπαστος και ανώμαλος στη σκέψη, μιας και για να βγαίνει στην κοινωνία να λεέι τέτοιες αρλούμπες με τέτοιο ύφος, δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο.

Και όποιος πεί ότι οι πολίτες θέλουν συνεργασίες είναι όλα τα προαναφερθέντα, ανώμαλος, γελοίος, τοιχάρπαστος και πόρνος της πολιτικής. Και μεγάλος ψεύτης.

Γιατί αν ρωτήσεις, ας πούμε, ένα νεοδημοκράτη αν θέλει μία συνεργασία ή μία αυτόνομη νδ, δεν υπάρχει περίπτωση να σου πεί συνεργασία, ούτε μία στο εκατομμύριο. Ούτε οι συριζαίοι, ούτε οι πασόκοι, ούτε οι κουκουέδες ούτε κανένας άλλος θέλει συνεργασία. Αυτό που θέλουν ΟΛΟΙ  για το κόμμα που ψηφίζουν είναι να τα σαρώσει όλα και όλοι οι υπόλοιποι να βγάλουν τον σκασμό.

Το πρόβλημα είναι ότι σε κανένα κόμμα δεν υπάρχει κανένας πολιτικός με αρχίδια να το κάνει αυτό.

Και για αυτό έχουν μοιραστεί οι ψηφοφόροι από σωτήρα σε σωτήρα, από ρητορεία σε ρητορεία και από τλεευταία λύση σε τελευταία λύση απελπισίας, γιατί όλες οι ψήφοι το τελευταίο διάστημα ήταν ΟΛΕΣ ψήφοι απελπισίας, και , δυστυχώς, όχι σωτηρίας.

Αλλά, φυσικά, τί να πεί ο μεημαράκις που δεν θέλει να εκλεγεί ούτε μπορεί; Να πεί ότι δεν εμπνέει κανέναν και να θα συμβιβαστεί με οτιδήποτε; Ή μήπως να βγεί στο ντιμπέητ και να πεί ότι σαν ηγέτης δεν μπορεί ούτε 20% να βγάλει, παρά τις δημοσκοπήσεις; Και θέλω να ρωτήσω τον βαγγέλα, τόσ χρόνια στην πολιτική, ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ; Ακόμα και τον Σαμαρά θα τον θυμούνται για το μακεδονικό, την πολάν και τον ένφια και το πεντάευρο. Εσύ ρε βαγγέλα, εκτός πυο πληρωνόσουνα, ΤΙ ΆΛΛΟ ΕΧΕΙΣ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ;

Ακόμα χειρότερα, τί να μας πεί και η Φώφη, που από τους επίγονους του μεγαλεξανδριτίκου παρελθόντες είναι η πιο άχρωμη και η πιο άοσμη; Να πεί ότι το μόνο που περιμένει πλέον είναι να μπεί στη βουλή και από ότι όλα δείχνουν ούτε καν αυτό δεν θα καταφέρει;

Ή ο γλοιώδης εκείνος ο θοδωράκης, που ούτε αυτός θα μπεί στη βουλή γιατί δεν πρεσβεύει τίποτα, ούτε δεξιό ούτε αριστερό ούτε μνημονιακό ούτε αντιμνημονιακό, ούτε καν τους αναποφάσιστους δεν εκφράζει με αυτά που λέει,...  Αλήθεια, ποιά είναι ηθέση του ποταμιού, ξέρει κανείς; Ο ίδιος ξέρει; Ρε πάνε να πάρεις το σακίδιο να κάνεις κανα ρεπορτάζ γιατί εκτός από αυτό δεν είσαι ικανός ούτε να αποστηθίσεις δυο ατάκες! Όξω!

Όσο για τον Αλέξη...

Δεν ξέρω.

Τύποις, είπε την αλήθεια. Είπε ότι αν δεν τα καταφέρει θα παραιτηθεί, και το έκανε. Είπε ότι θέλει το όχι για να φέρει συμφωνία και την έφερε. Είπε ότι δεν θα φέρει τη ρήξη γιατί δεν είχε αρκετά μεγάλη πλειοψηφία και δεν την έφερε. Αλλά ως εκεί. Έκανε την ρύθμιση των 100 δόσεων, η οποία έσωσε πολύ κοσμάκη, άνοιξε την εβζ, έκοψε το πεντάευρω των νοσοκομείων, και έκανε σε 6 μήνες περισσότερα από ότι ο σαμαράς σε σχεδόν τρία χρόνια.

Ωστόσο, η απογοήτευση είναι τεράστια.
Το γεγονός ότι συμβιβάστηκε ξεπουλώντας τους ίδιους τους ανθρώπους στους οποίους στηρίχθηκε για να εκλεγεί την πρώτη φορά, το Βαρουφάκη, τη Ζωή, τον Λαφαζάνη και, πιο πικρό από όλα τον Γλέζο.... τον Γλέζο, ρε, που τον έσερνε στις πλατείες και τον είχε για παντιέρα, τον πούλησε κι αυτόν!

Ήταν αισχρό, ήταν απαίσιο και δεν υπάρχει καμμία δικαιολογία. Ήταν προδοσία ως προς αυτά τα άτομα αλλά και τους ψηφοφόρους που ακριβώς λόγω αυτών των ατόμων ψήφισαν σύριζα. Ωστόσο, πάλι από ότι έχει δηλώσει και ο ίδιος, αυτός είναι ένας από τους λόγους που παραιτήθηκε, ότι άλλα υποσχέθηκε και τελικά δεν τα έκανε.

Έχει αυτός τα κοχόνες που λέγαμε νωρίτερα;

Δεν ξέρω.

Εγώ ξέρω ότι αν υπήρχε ένας τέτοιος ηγέτης-πολιτικός, αν υπήρχε ένας σωστός άνθρωπος, τότε κανείς δεν θα ψήφιζε τίποτα άλλο εκτός από αυτόν τον άνθρωπο.
Και αυτά που λένε "ο λαός θέλει συνεργασίες" είναι φληναφήματα για να γεμίζει ο τηλεοπτικός χρόνος, για να κερδίζει το μισθό του ο κάθε ρουφιανίσκος και ο κάθε χαμερπής πολιτικάντης.

ΣΥΝΕΛΘΕΤΕ ΛΕΜΕ!!

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Πέρασμα Περάσματα (7 & τέλος)

Μέχρι που ένα πρωί, που έτυχε να έχουν απαρτία στο πρωινό, ο πατέρας πήρε το λόγο, σοβαρός.
"Εχτές, εσύ" είπε δείχνοντας τον Αντρέα, "γύρισες τα χαράματα. Και εσύ," συνέχισε δείχνοντας της Ειρήνη, "το ίδιο. Αυτό δεν θα ξαναγίνει. Είστε και οι δύο ελεύθεροι, έχετε ανάγκες, το καταλαβαίνω. Αλλά το χωριό ολόκληρο γελάει με αυτές τις ξεδιαντροπιές. Έχουμε γίνει ρεζίλι. Δε μπορώ να κυκλοφορήσω, με τα καμώματά σας. Για αυτό αποφάσισα να σας παντρέψουμε."
Ο Αντρέας άρχισε να διαμαρτύρεται, αλλά ο πατέρας τον έκοψε στη μέση.
"Άκου, Αντρέα, η αγάπη δεν ήρθε. Τί να κάνουμε τώρα; Να ξεφτιλίζεστε και οι δύο, είναι ωραίο; Αφού αυτή σε θέλει, πάρ'την και στήστε ένα σπιτικό, να ησυχάσουμε εμείς, να ησυχάσετε κι εσείς, να τελειώνουμε. Ή αυτό ή, αλλιώς, να φύγετε από το σπίτι, γιατί τέτοιες πομπές μέσα σε αυτό το σπίτι, δεν θα ανεχτώ άλλες."
Πάλι ο Αντρέας πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Ειρήνη τον έπιασε από το μπράτσο και σηκώθηκε όρθια.
"Έχεις δίκιο" του είπε. "από τότε που ήρθα, εσείς με βοηθάτε, με ταΐζετε, μου μάθατε να είμαι άνθρωπος, κι εγώ μόνο προβλήματα φέρνω. Ο Αντρέας δε φταίει σε τίποτα. Θα φύγω εγώ"
Κανείς δεν το περίμενε αυτό, ούτε ο πατέρας που φυσικά και  μπλόφαρε.
"Θα πάω στο δάσος. Έχει μία καλύβα που ήταν παλιά για το κυνήγι. Θα μείνω εκεί", συνέχισε η Ειρήνη.
Όλοι προσπάθησαν να της αλλάξουν γνώμη, της έλεγαν ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός τους, ανησυχούσαν πως θα βγάλει χειμώνα, αλλά εκείνη με μεγάλη ηρεμία τους καθησύχασε, λέγοντας ότι δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα περνούσε χειμώνα στο δάσος. Βγήκε έξω και κατευθύνθηκε προς το στάβλο. Ο παππούς είπε στον Αντρέα:
"Τρέχα!" το οποίο και έκανε. Την πρόλαβε και της είπε:
"Μή φύγεις. Κάτσε να προσπαθήσουμε."
"Να προσπαθήσουμε;!" έκανε έκπληκτη η Ειρήνη. "Τί να προσπαθήσουμε;"
"Να προσπαθήσουμε, βρε παιδί μου... Να δούμε πως θα πάει, μεταξύ μας."
Τον πλησίασε πολύ.
"Εγώ δεν χρειάζεται να προσπαθήσω. Γιατί ξέρω πως θα πάει. Αν εγώ και εσύ, βρεθούμε μαζί σε ένα δωμάτιο με κρεβάτι, ξέρω πολύ καλά τί θα γίνει", του είπε μιλώντας του ψιθυριστά από πολύ κοντά."Αλλά εσύ δεν ξέρεις και για αυτό, άντε γειά!" είπε και έφυγε, αφήνοντάς τον εμβρόντητο στη μέση της αυλής. Μέσα σε λίγη ώρα, είχε μαζέψει ελάχιστα πράγματα σε ένα σακίδιο, λίγα τρόφιμα που επέμειναν να της δώσουν και απλά έφυγε.
Της πήρε μιάμιση μέρα να φτάσει την παλιά καλύβα. Αμέσως άρχισε να επισκευάζει ό,τι μπορούσε και να μαζεύει εφόδια για τον χειμώνα που σε τρείς μήνες θα ερχόταν. Έστηνε παγίδες, έκοβε ξύλα, κάρφωνε σανίδες, πήγε σε κάποιο από τα άλλα χωριά και αντάλλαξε κυνήγι με προμήθειες, και μετά έμεινε μόνη, επιτέλους. Η μόνη φορά που έσπασε την απομόνωσή της ήταν για να προμηθευτεί μία βίβλο, για  όταν βαριέται.

Ήταν δύσκολος ο χειμώνας. Πείνασε και κρύωσε αρκετά. Δύο φορές αρρώστησε πολύ και δεν ήταν κανείς να την βοηθήσει. Της έλλειπαν. Για πρώτη φορά, έκλαψε. Μετά για να μη σκέφτεται, ασχολούνταν με την καλύβα. Ήθελε να αγοράσει μερικές κότες, κι έτσι βάλθηκε να φτιάξει ένα κοτέτσι. Της πέρασε από το μυαλό να φτιάξει και σκεπή για πάνω από την πόρτα. Να αγόραζε έναν καθρέφτη. Κι έτσι πέρασε ο καιρός.

Μία μέρα, αρχές Μάρτη, είχε αρχίσει να σουρουπώνει και είχε τελειώσει τις δουλειές της για την μέρα. Είχε πλυθεί και ετοιμαζόταν να φάει, όταν άκουσε θόρυβο, σαν άλογο, να πλησιάζει. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε. Ήταν ο Αντρέας. Στην αρχή έμεινε να τον κοιτάει και μετά τον αγκάλιασε.
"Τί κάνεις εδώ;" του είπε.
"Ήρθα να δω τί κάνεις. Έφερα και αυτά" είπε, δείχνοντας μερικά πακέτα, δεμένα όλα μαζί. "Φαγητό από την Αγνή. Στο άλογο έχω και προμήθειες."
Ξεφορτώσανε το άλογο, έφεραν μέσα τα πράγματα και κάθισαν να φάνε. Αντάλλαξαν νέα. Εκείνος της είπε για την οικογένεια, για το χωριό και τη φάρμα. Εκείνη του είπε για την καλύβα και το δάσος.
"Έλα πίσω" της είπε κάποια στιγμή. "Κανείς δεν ήθελε να φύγεις. Θα πεθάνεις εδώ πάνω μόνη σου."
"Δεν θέλω"
"Εξαιτίας μου;"
"Δεν είναι μόνο αυτό... Η μάλλον, είναι μόνο αυτό. Εκτός από εσένα, δε μου αρέσει τίποτα άλλο εκεί πέρα. Όλοι είναι γκρινιάρηδες και τα πάντα απαγορεύονται. Εδώ μπορεί να είναι δύσκολα, αλλά κανείς δεν παίρνει αποφάσεις αντί για μένα. Είναι λες και έχουν συμφωνήσει όλοι μαζί να τη σπάνε ο ένας στον άλλον."
"Ανησυχούμε όλοι πάρα πολύ. Και μας λείπεις."
"Το  ξέρω. Κι εσείς μου λείπετε. Αλλά δεν μπορώ. Ίσως να είναι αδύνατον να γίνω κανονικός άνθρωπος. Ίσως να μείνω για πάντα άγρια στο δάσος" του είπε σκεφτική. "Περνάω καλύτερα εδώ."
Τον κοίταξε. Και συνέχισε.
"Παλιά, πριν έρθω σε εσάς, ήμουν πέρα από την πλαγιά, εκεί που είναι ο μεγάλος βράχος και μετά έχει ένα ίσωμα"
"Τόσο μακρυά; Και πως μας έκλεβες τα ταψιά;"
"χαχαχα. Σε ακολούθησα."
"Μα σε βρήκαμε στην παγίδα"
"Πριν από αυτό. Σε είχα δει να κοιμάσαι κάτω από ένα δέντρο, λίγο πιο πέρα από το μεγάλο βράχο. Είσαι το πρώτο πράγμα που θυμάμαι. Πριν από αυτό, το μόνο που θυμάμαι είναι δάσος, πολύ δάσος. Μόλις ξύπνησες σε ακολούθησα. Σε παρακολούθησα κάμποσο και είδα που μπήκες στο σπίτι της φάρμας. Μου πήρε αρκετό καιρό να μπώ κι εγώ μέσα γιατί φοβόμουν τους άλλους. Μετά μπήκα και σε είδα να τρώς και μόλις βγήκες, έφαγα κι εγώ. Αυτό ήταν το δεύτερο πράγμα που θυμάμαι. Σας παρακολούθησα πολύ καιρό. Ήξερα τα ονόματά σας πολύ πριν με πιάσετε."
Τότε του ήρθε μία ιδέα.
"Και τα φαγητά, πως τα έκλεβες; δε σε πιάσαμε ποτέ, δεν άφηνες ούτε μία πατημασιά. Πως το'κανες;"
"Πήγαινα στο δίπλα δωμάτιο"
"Τϊ!:"
"Ναι. Έπαιρνα το φαγητό, και πήγαινα στο δίπλα δωμάτιο, στην αποθήκη, μέχρι να φύγετε"
" αχαχαχα, σοβαρά!; Εμείς σε ψάχναμε στο δάσος κι εσύ έτρωγες με την ησυχία σου!"
"χαχαχα. Ναι. Έμπαινα στο σπίτι όποτε ήθελα, μετά. Και στο δωμάτιό σου. Τη νύχτα έκανα ότι ήθελα. καναδυό φορές κοιμήθηκα δίπλα σου"
"Τί λες τώρα!"
Ο Αντρέας δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Η Ειρήνη συνέχισε.
"Για αυτό σου λέω, δεν μπορώ να γυρίσω. Τί να κάνω πίσω; Φαντάσου, ας πούμε. Εσύ για μένα είσαι σαν το αρνί στη σούβλα, το καλύτερο φαΐ. Εγώ για σένα είμαι το ψωμοτύρι που κάνεις όταν δεν έχεις τίποτα άλλο. Είναι άδικο. "
"Δεν είναι έτσι. Για αυτό ήρθα."
"Τι;"
"Σε σκεφτόμουν πολύ. Μου έλειψες. Δεν το ήξερα ότι θα μου λείψεις. Και κατάλαβα αυτό που είπες, ότι ξέρεις τί θα γίνει. Ότι δεν χρειάζεσαι να δοκιμάσεις... Ήταν απαίσια χωρίς εσένα. Μου έλειψες πολύ. Και μετά κατάλαβα ότι δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Σκέφτηκα ότι μόνο με εσένα μιλούσα. Ακόμα και πριν μάθεις να μιλάς, δεν μιλούσα με κανέναν. Τώρα ξέρω τι θα γίνει. Και χωρίς δοκιμή."
Η Ειρήνη κουνούσε αρνητικά το κεφάλι.
"Δεν γυρνάω πίσω, Αντρέα. Ο παππούς σε έστειλε;"
"Ήμουνα χάλια. Ήμουν τόσο χάλια που έκοψα το ποτό"
"χαχαχα"
"Με κατάλαβε ο παππούς και μου λέει΄άντε, πάνε να την βρείς, άμα είναι να πίνεις τσάι και λεμονάδα σαν τις κερίες, πάνε να την βρείς"
"χαχαχα. Αλήθεια;"
"Ναι, σου λέω! Ειρήνη, πάντως εγώ χωρίς εσένα δε γυρνάω πίσω."
"Τότε θα κάτσεις εδώ." του είπε για αστεία.
"Θα κάτσω εδώ, λοιπόν." είπε σοβαρά ο Αντρέας.
Για πρώτη φορά στη ζωή της, η Ειρήνη κοκκίνησε.
"Είχες πεί ότι ξέρεις τί θα γίνει άμα μείνουμε σε ένα δωμάτιο. Για έλα" της είπε και την έπιασε από το χέρι. "Δωμάτιο είναι κι αυτό."

Περάσανε μερικές εβδομάδες εντατικών ερωτικών αθλοπαιδιών. Τελικά η Ειρήνη πήγε πίσω, αλλά μόνο για λίγο, ώσπου να γίνει ο γάμος και μετά ξαναγύρισαν στην καλύβα. Ποτέ δεν μπόρεσε να γίνει "άνθρωπος" όπως έλεγε και πάντα ένιωθε άβολα με τον κόσμο. Μερικές φορές επισκέπτονταν την οικογένεια ή πήγαινε στην πόλη για ψώνια και μόνο τότε φορούσε κανονικά ρούχα. Ο Αντρέας την αγάπησε πραγματικά και όταν τον ρωτούσαν έλεγε ότι όλες οι άλλες γυναίκες ήταν που έκαναν σαν ζώα. Συμμερίστηκε την αντιπάθειά της για τον πολύ κόσμο και έζησαν μόνοι στην καλύβα για πολλά χρόνια.

Παιδιά δεν έκαναν. Ο γιατρός είπε ότι η ζωή στο δάσος είχε τις συνέπειές της. Αβιταμίνωση, τραυματισμοί, μολύνσεις την είχαν καταστήσει στείρα.

Όταν πέθανε, σε προχωρημένη ηλικία, μερικούς μήνες μετά τον Αντρέα, άφησε κληρονομιά στο χωριό τη μόδα των παντελονιών και των κοντών μαλλιών.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Πέρασμα Περάσματα (6)

Όταν γύρισε το βράδυ, όλοι είχαν τρελαθεί από ανησυχία.
"Που ήσουν!" ρώτησε η Αγνή. Η Ειρήνη με ένοχο ύφος έκανε με το δάχτυλο μία στροφή στον αέρα που σήμαινε "βόλτα".  Ο Αντρέας παρατήρησε ότι δεν έδειχνε χαρούμενη. Πήγε βουβά έξω. Ήθελε να της μιλήσει για να μάθει τί είχε γίνει, αλλά αντί για την Ειρήνη, μετά από λίγο, τον ακολούθησε ο παππούς. Ξεφυσώντας, του είπε.
"Απαπαπα! Τι θα την κάνουμε;! Αγρίμι σκέτο!"
"Εμ, τόσο καιρό στο δάσος..." απάντησε ο Αντρέας.
Ο παππούς ξανα-ξεφύσηξε.
"Πρέπει να την παντρέψουμε γρήγορα. Μου είπε ο Θύμιος ότι την είδε να τριγυρνάει με κάτι χαράμηδες"
"Ναι;"
"Να σου πω βρε, αγόρι μου. Γιατί δεν την παντρεύεσαι εσύ; Να νοικοκυρευτείς κι εσύ, να ησυχάσει κι αυτή..."
"Πατέρα, μην το συνεχίζεις"
"Γιατί;!"
"Δεν τη θέλω! Δεν θέλω να παντρευτώ! Σου παραπονέθηκα ποτέ για παντρειές; Πως σου'ρθε!; Να σου λυθεί το πρόβλημα εσένα και να το φορτωθώ εγώ; Ξέχνα το! Ξεχάστε το!"
"Καλά, ντε. Μην κάνεις έτσι. Μία σκέψη είπα."
"Κοίτα πατέρα, μίλησα με τον εργολάβο εχτές. Μου είπε χρειάζονται χέρια για τον καινούριο δρόμο που χτίζουν. Θα πάω."
"Τα κατάφερες! Μπράβο! Πόσα θα σου δίνει;"
"Πολλά. Θα ξεχρεώσουμε τον Κίτσο και θα περισσέψουν και για τις επισκευές στο σπίτι. Αλλά θα λείψω για κανα χρόνο"
Ο παππούς έγνεψε.
"Ωραία, ωραία." ενέκρινε και μετά πρόσθεσε "Θα τα βάψει μαύρα η αρρεβωνιάρα σου, χαχαχχα"
"Δεν είναι αρρεβωνιάρα μου!"
"χαχαχαχα, καλά ντέ, χαχαχα. Και πότε φεύγεις;"
"Σε μία βδομάδα."
"Ωραία."
"Να σου πω τώρα. Αυτή έχει συνηθίσει να ακούει μόνο εμένα. Θα έχετε πρόβλημα. Πήγαινε στον Παπανίκο και πες του να της μάθει γράμματα. Αφού δε μιλάει, να συνεννοείστε γράφοντας. Πηγαίνετέ την και στην εκκλησία, καιρός είναι. Δύο χρόνια την έχουμε, καταλαβαίνει τώρα. Να περνάει και η ώρα της, μήπως ησυχάσετε λιγάκι"
"Καλή ιδέα. Θα πω της μάνας σου." απάντησε ο παππούς.
Το άλλο πρωί, η Ειρήνη πήγε πάλι στο ποτάμι. Ήταν στεναχωρημένη. Προφανώς η χτεσινή δειγματοληψία δεν ήταν πετυχημένη. Ο Αντρέας την είδε και την ακολούθησε.
Τώρα, αν ήταν λίγο γρηγορότερος, τότε ίσως την προλάβαινε την ώρα που έβγαινε γυμνή από το νερό και στραφτάλιζε πάνω στο κορμί της το φως του ήλιου, αλλά δεν ήταν οπότε την πέτυχε την ώρα που καθόταν άτσαλα σε έναν βράχο, και έτριβε ανάμεσα από τα δάχτυλα του βρώμικου ποδιού για να το καθαρίσει, κόβοντας και τα νύχια παράλληλα. Κρυμμένος πίσω από τη βλάστηση, παρατήρησε ότι ενώ η θέα μίας γυμνής γυναίκας κανονικά θα  είχε άμεσα ερωτικά αποτελέσματα, τώρα τίποτα, κιχ. Εκείνη τη στιγμή, η Ειρήνη σηκώθηκε όρθια πάνω στο βράχο. Άπλωσε τα χέρια και πήρε μία βαθειά ανάσα. Ο Αντρέας κοιτούσε πίσω από τα δέντρα. Η Ειρήνη έκλεισε τα μάτια, ξαναπήρε άλλη μία βαθειά ανάσα και άφησε μία πορδή, γέλασε δυνατά και μετά κατευθείαν βούτηξε στο κρύο νερό. Ο Αντρέας παραλίγο να ξεσπάσει και αυτός σε γέλια, αλλά κρατήθηκε. Γύρισε κι έφυγε, χωρίς τελικά να της μιλήσει. Ευτυχώς που βρήκε αυτή τη δουλειά γιατί σίγουρα θα τον πάντρευαν με αυτό το θηλυκό ζώο. "Ο Θεός με γλίτωσε!" σκέφτηκε και εξαφανίστηκε.
Κι έτσι έφυγε.
Η Ειρήνη ήταν πιο ψύχραιμη από ό,τι περίμεναν. Τον πρώτο καιρό έκανε κάπως πιο άψυχα τις δουλειές της, αλλά σιγά-σιγά συνήθισε και ξαναβρήκε το ρυθμό της.
Πολλά συνέβησαν κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αντρέα.
Πρώτον, όπως είχε συστήσει ο ίδιος, την είχαν στείλει στον Παπανίκο να της μάθει γράμματα και τη θρησκεία. Πράγματι, η Ειρήνη τα έμαθε σχετικά γρήγορα και μάλιστα δέχτηκε με χαρά τη δουλειά που της προσέφερε, να καθαρίζει την εκκλησία και να βοηθάει στο κατηχητικό. Η οικογένεια δέχτηκε με ευγνωμοσύνη αυτή τη θέση, μη γνωρίζοντας ότι η Ειρήνη είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον σεβάσμιο ιερέα. Ήταν ο καθαρότερος διαθέσιμος και, όντας παντρεμένος, θα κρατούσε μυστικές και τις ατασθαλίες τους. Δεν ήταν και πολύ του γούστου της, ούτε κανένας τρομερός εραστής, αλλά η Ειρήνη μαθήτευσε κοντά του για μερικούς μήνες και μετά βαρέθηκε και διέκοψε τη σχέση, προς απογοήτευση του Παπανίκου. Ωστόσο, συνέχισε να δουλεύει στην εκκλησία, μίας και αυτό της έδινε την ευκαιρία να φεύγει από το σπίτι.
Μετά τον Παπανίκο, η Ειρήνη συνέχισε την αναζήτηση μη βρωμερού συντρόφου στα διπλανά χωριά. Ώσπου να επιστρέψει ο Αντρέας, είχε αλλάξει δυο-τρείς συντρόφους και είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση που φαινόταν στο βλέμμα και τις κινήσεις της.
Επίσης, την είχαν μυήσει στο κυνήγι, όταν μία μέρα, μέσα στη βαρεμάρα της, άρχισε να ρίχνει στον μικρό, τον Χάρη, κουκούτσια από κεράσια στο κεφάλι, για πλάκα. Το παιδί έτρεχε γελώντας κι εκείνη, καθισμένη στην βεράντα, του πέταγε στην αρχή τα κερασοκούκουτσα και μετά ολόκληρα τα κεράσια χωρίς να κουνηθεί από την καρέκλα της. Στην αρχή όλοι γελούσαν, αλλά μετά οι άντρες παρατήρησαν ότι δεν αστόχησε ούτε μία φορά, ακόμα κι όταν ο Χάρης έτρεχε ζιγκζαγκ αρκετά μέτρα παραπέρα. Την άλλη μέρα, της έδωσαν παντελόνια να φορέσει και την πήραν μαζί τους στο κυνήγι, το οποίο στέφθηκε με τόση επιτυχία, που από τότε δεν έφευγαν από το σπίτι χωρίς αυτήν. Εκείνη το χαιρόταν, όχι μόνο γιατί έφευγε από το σπίτι και τις αγγαρείες, όχι μόνο γλίτωνε από τα καταπιεστικά γυναικεία ρούχα, αλλά ήταν και μία δραστηριότητα που δεν απαιτούσε πολλά λόγια. Μερικά νοήματα και σφυρίγματα ήταν αρκετά. Ήταν στο στοιχείο της.
Και ήταν παράδοξο το γεγονός ότι, ενώ τις άλλες γυναίκες ούτε που θα διανοούνταν ποτέ να τις συμπεριλάβουν στις δραστηριότητές τους, η Ειρήνη ταίριαξε αβίαστα στην παρέα τους, ακόμα και όταν έλεγαν τα χοντροκομμένα αστεία τους ή συζητούσαν πράγματα που κανονικά θα απέφευγαν μπροστά στις άλλες γυναίκες.
Το πιο σπουδαίο ήταν, όμως, ότι άρχισε να μιλάει.
Η πρώτη φορά που μίλησε, μετά τον Αντρέα φυσικά, ήταν στο κυνήγι. Την είχαν ρωτήσει αν πεινούσε και απάντησε με ένα "Ναι". Οι άντρες χάρηκαν πάρα πολύ. Γελούσαν, της έλεγαν μπράβο και την χτυπούσαν επαινετικά στον ώμο. Της έσφιξαν το χέρι και την κέρασαν τσίπουρο, το οποίο για πρώτη φορά ήπιε.
Πολλά άλλα συνέβησαν, όπως όταν κόντεψε να πνίξει την Όλγα στο ποτάμι, προσπαθώντας να της μάθει να κολυμπάει ή όταν αποφάσισε να κόψει τα μαλλιά της. Της είχε πάρει σχεδόν τρία χρόνια να τα μακρύνει, αλλά δεν την βόλευαν καθόλου. Μπερδεύονταν, πονούσαν στο χτένισμα, αργούσαν να στεγνώσουν μετά το πλύσιμο, κρυολογούσε και της έμπαιναν στα μάτια. Πήρε μία ψαλίδα, μία μέρα, και έκοψε την κοτσίδα της στη βάση του σβέρκου και την πούλησε στον κομμωτή να την κάνει περούκα, προς φρίκη και αγανάκτηση των υπόλοιπων της οικογενείας.
Και έτσι πέρασε ένα χρόνος, μέχρι που ήρθε ένα γράμμα από τον Αντρέα, με την είδηση ότι θα έρχονταν σε μερικές εβδομάδες.
Μόλις γύρισαν από κυνήγι και τον βρήκαν στην κουζίνα, να κάθεται περιτριγυρισμένος από τα παιδιά και τις υπόλοιπες γυναίκες, οι οποίες έστρωναν τραπέζι.
Η Ειρήνη, με τα παντελόνια της, τον χαιρέτησε μία μεγάλη αγκαλιά και πλατύ χαμόγελο.
"Καλωσόρισες! Μας έλειψες πολύ." είπε και ο Αντρέας έμεινε κόκκαλο.
"Βρε! πως έγινε αυτό!; Μπράβο βρε!"
Όταν έφαγαν, τους μοίρασε τα δώρα τους και κόντευαν να αδειάσουν τα ποτήρια τους, κάποια στιγμή που η Ειρήνη πήγε προς νερού της, συζήτησαν για αυτή.
"Πως σου φαίνεται η Ειρήνη;" ρώτησε ο Γιώργος.
"Μια χαρά. Πάχυνε, γέμισε. Ήταν πετσί και κόκκαλα. Και μιλάει κιόλας. Άλλαξε πολύ. Άλλος άνθρωπος! Μια χαρά!"
"Εγώ περίμενα να πετάξει από τη χαρά της" είπε ο Γιώργος.
"Ναι. Πολύ ψύχραιμη την είδα" συμφώνησε και ο Αντρέας, που περίμενε σκηνές και δάκρυα.
"χαχαχαχαχα" χασκογέλασε ο πατέρας.
"Τί;" απόρησε ο Αντρέας, ενώ και οι άλλοι κοιτιόνταν με νόημα.
"Νομίζω ότι μια χαρά σε ξεπέρασε. Μπορείς να είσαι ήσυχος" είπε ο παππούς και του εξιστόρησε μερικά από τα καμώματά της που ήξερε, γιατί υπήρχαν κι άλλα που δεν ήξερε. "Τουλάχιστον δεν γκαστρώθηκε" κατέληξε ο παππούς.
Στο διάστημα που ακολούθησε, η Ειρήνη δεν έδωσε καμμία σημασία στον Αντρέα ή, τουλάχιστον όχι περισσότερη από όση έδινε και στους υπόλοιπους. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που έπρεπε να συνηθίσει ο Αντρέας. Αυτό, καθώς και το γεγονός ότι πλέον μιλούσε. Χρειάστηκε να κάνει συνειδητή προσπάθεια να μην απαντάει στην Όλγα ή την Αγνή όταν του μιλούσε και του πήρε πολύ καιρό να συνηθίσει τη φωνή της, τα κοντά, πλέον, μαλλιά της και τα παντελόνια της. ην ελευθερία της.
Μία μέρα την παρατηρούσε την ώρα που εκείνη καθάριζε φασολάκια κουβεντιάζοντας με την Αγνή στη βεράντα.
"Σκασιλάρα της μεγάλη" του είπε ο πατέρας, που δούλευε δίπλα του.
"Τι;" έκανε αφηρημένα ο Αντρέας.
"Για εσένα. Σκασιλάρα της μεγάλη"
"Ναι..." είπε. Κι από μέσα του σκέφτηκε ότι τζάμπα ανησυχούσε, τελικά. Και συνέχισε τη δουλειά του σφυρίζοντας.

Και πέρασαν άλλοι τρείς μήνες μέσα στην αδιαφορία.