Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Πέρασμα Περάσματα (6)

Όταν γύρισε το βράδυ, όλοι είχαν τρελαθεί από ανησυχία.
"Που ήσουν!" ρώτησε η Αγνή. Η Ειρήνη με ένοχο ύφος έκανε με το δάχτυλο μία στροφή στον αέρα που σήμαινε "βόλτα".  Ο Αντρέας παρατήρησε ότι δεν έδειχνε χαρούμενη. Πήγε βουβά έξω. Ήθελε να της μιλήσει για να μάθει τί είχε γίνει, αλλά αντί για την Ειρήνη, μετά από λίγο, τον ακολούθησε ο παππούς. Ξεφυσώντας, του είπε.
"Απαπαπα! Τι θα την κάνουμε;! Αγρίμι σκέτο!"
"Εμ, τόσο καιρό στο δάσος..." απάντησε ο Αντρέας.
Ο παππούς ξανα-ξεφύσηξε.
"Πρέπει να την παντρέψουμε γρήγορα. Μου είπε ο Θύμιος ότι την είδε να τριγυρνάει με κάτι χαράμηδες"
"Ναι;"
"Να σου πω βρε, αγόρι μου. Γιατί δεν την παντρεύεσαι εσύ; Να νοικοκυρευτείς κι εσύ, να ησυχάσει κι αυτή..."
"Πατέρα, μην το συνεχίζεις"
"Γιατί;!"
"Δεν τη θέλω! Δεν θέλω να παντρευτώ! Σου παραπονέθηκα ποτέ για παντρειές; Πως σου'ρθε!; Να σου λυθεί το πρόβλημα εσένα και να το φορτωθώ εγώ; Ξέχνα το! Ξεχάστε το!"
"Καλά, ντε. Μην κάνεις έτσι. Μία σκέψη είπα."
"Κοίτα πατέρα, μίλησα με τον εργολάβο εχτές. Μου είπε χρειάζονται χέρια για τον καινούριο δρόμο που χτίζουν. Θα πάω."
"Τα κατάφερες! Μπράβο! Πόσα θα σου δίνει;"
"Πολλά. Θα ξεχρεώσουμε τον Κίτσο και θα περισσέψουν και για τις επισκευές στο σπίτι. Αλλά θα λείψω για κανα χρόνο"
Ο παππούς έγνεψε.
"Ωραία, ωραία." ενέκρινε και μετά πρόσθεσε "Θα τα βάψει μαύρα η αρρεβωνιάρα σου, χαχαχχα"
"Δεν είναι αρρεβωνιάρα μου!"
"χαχαχαχα, καλά ντέ, χαχαχα. Και πότε φεύγεις;"
"Σε μία βδομάδα."
"Ωραία."
"Να σου πω τώρα. Αυτή έχει συνηθίσει να ακούει μόνο εμένα. Θα έχετε πρόβλημα. Πήγαινε στον Παπανίκο και πες του να της μάθει γράμματα. Αφού δε μιλάει, να συνεννοείστε γράφοντας. Πηγαίνετέ την και στην εκκλησία, καιρός είναι. Δύο χρόνια την έχουμε, καταλαβαίνει τώρα. Να περνάει και η ώρα της, μήπως ησυχάσετε λιγάκι"
"Καλή ιδέα. Θα πω της μάνας σου." απάντησε ο παππούς.
Το άλλο πρωί, η Ειρήνη πήγε πάλι στο ποτάμι. Ήταν στεναχωρημένη. Προφανώς η χτεσινή δειγματοληψία δεν ήταν πετυχημένη. Ο Αντρέας την είδε και την ακολούθησε.
Τώρα, αν ήταν λίγο γρηγορότερος, τότε ίσως την προλάβαινε την ώρα που έβγαινε γυμνή από το νερό και στραφτάλιζε πάνω στο κορμί της το φως του ήλιου, αλλά δεν ήταν οπότε την πέτυχε την ώρα που καθόταν άτσαλα σε έναν βράχο, και έτριβε ανάμεσα από τα δάχτυλα του βρώμικου ποδιού για να το καθαρίσει, κόβοντας και τα νύχια παράλληλα. Κρυμμένος πίσω από τη βλάστηση, παρατήρησε ότι ενώ η θέα μίας γυμνής γυναίκας κανονικά θα  είχε άμεσα ερωτικά αποτελέσματα, τώρα τίποτα, κιχ. Εκείνη τη στιγμή, η Ειρήνη σηκώθηκε όρθια πάνω στο βράχο. Άπλωσε τα χέρια και πήρε μία βαθειά ανάσα. Ο Αντρέας κοιτούσε πίσω από τα δέντρα. Η Ειρήνη έκλεισε τα μάτια, ξαναπήρε άλλη μία βαθειά ανάσα και άφησε μία πορδή, γέλασε δυνατά και μετά κατευθείαν βούτηξε στο κρύο νερό. Ο Αντρέας παραλίγο να ξεσπάσει και αυτός σε γέλια, αλλά κρατήθηκε. Γύρισε κι έφυγε, χωρίς τελικά να της μιλήσει. Ευτυχώς που βρήκε αυτή τη δουλειά γιατί σίγουρα θα τον πάντρευαν με αυτό το θηλυκό ζώο. "Ο Θεός με γλίτωσε!" σκέφτηκε και εξαφανίστηκε.
Κι έτσι έφυγε.
Η Ειρήνη ήταν πιο ψύχραιμη από ό,τι περίμεναν. Τον πρώτο καιρό έκανε κάπως πιο άψυχα τις δουλειές της, αλλά σιγά-σιγά συνήθισε και ξαναβρήκε το ρυθμό της.
Πολλά συνέβησαν κατά τη διάρκεια της απουσίας του Αντρέα.
Πρώτον, όπως είχε συστήσει ο ίδιος, την είχαν στείλει στον Παπανίκο να της μάθει γράμματα και τη θρησκεία. Πράγματι, η Ειρήνη τα έμαθε σχετικά γρήγορα και μάλιστα δέχτηκε με χαρά τη δουλειά που της προσέφερε, να καθαρίζει την εκκλησία και να βοηθάει στο κατηχητικό. Η οικογένεια δέχτηκε με ευγνωμοσύνη αυτή τη θέση, μη γνωρίζοντας ότι η Ειρήνη είχε συνάψει ερωτικές σχέσεις με τον σεβάσμιο ιερέα. Ήταν ο καθαρότερος διαθέσιμος και, όντας παντρεμένος, θα κρατούσε μυστικές και τις ατασθαλίες τους. Δεν ήταν και πολύ του γούστου της, ούτε κανένας τρομερός εραστής, αλλά η Ειρήνη μαθήτευσε κοντά του για μερικούς μήνες και μετά βαρέθηκε και διέκοψε τη σχέση, προς απογοήτευση του Παπανίκου. Ωστόσο, συνέχισε να δουλεύει στην εκκλησία, μίας και αυτό της έδινε την ευκαιρία να φεύγει από το σπίτι.
Μετά τον Παπανίκο, η Ειρήνη συνέχισε την αναζήτηση μη βρωμερού συντρόφου στα διπλανά χωριά. Ώσπου να επιστρέψει ο Αντρέας, είχε αλλάξει δυο-τρείς συντρόφους και είχε αποκτήσει αυτοπεποίθηση που φαινόταν στο βλέμμα και τις κινήσεις της.
Επίσης, την είχαν μυήσει στο κυνήγι, όταν μία μέρα, μέσα στη βαρεμάρα της, άρχισε να ρίχνει στον μικρό, τον Χάρη, κουκούτσια από κεράσια στο κεφάλι, για πλάκα. Το παιδί έτρεχε γελώντας κι εκείνη, καθισμένη στην βεράντα, του πέταγε στην αρχή τα κερασοκούκουτσα και μετά ολόκληρα τα κεράσια χωρίς να κουνηθεί από την καρέκλα της. Στην αρχή όλοι γελούσαν, αλλά μετά οι άντρες παρατήρησαν ότι δεν αστόχησε ούτε μία φορά, ακόμα κι όταν ο Χάρης έτρεχε ζιγκζαγκ αρκετά μέτρα παραπέρα. Την άλλη μέρα, της έδωσαν παντελόνια να φορέσει και την πήραν μαζί τους στο κυνήγι, το οποίο στέφθηκε με τόση επιτυχία, που από τότε δεν έφευγαν από το σπίτι χωρίς αυτήν. Εκείνη το χαιρόταν, όχι μόνο γιατί έφευγε από το σπίτι και τις αγγαρείες, όχι μόνο γλίτωνε από τα καταπιεστικά γυναικεία ρούχα, αλλά ήταν και μία δραστηριότητα που δεν απαιτούσε πολλά λόγια. Μερικά νοήματα και σφυρίγματα ήταν αρκετά. Ήταν στο στοιχείο της.
Και ήταν παράδοξο το γεγονός ότι, ενώ τις άλλες γυναίκες ούτε που θα διανοούνταν ποτέ να τις συμπεριλάβουν στις δραστηριότητές τους, η Ειρήνη ταίριαξε αβίαστα στην παρέα τους, ακόμα και όταν έλεγαν τα χοντροκομμένα αστεία τους ή συζητούσαν πράγματα που κανονικά θα απέφευγαν μπροστά στις άλλες γυναίκες.
Το πιο σπουδαίο ήταν, όμως, ότι άρχισε να μιλάει.
Η πρώτη φορά που μίλησε, μετά τον Αντρέα φυσικά, ήταν στο κυνήγι. Την είχαν ρωτήσει αν πεινούσε και απάντησε με ένα "Ναι". Οι άντρες χάρηκαν πάρα πολύ. Γελούσαν, της έλεγαν μπράβο και την χτυπούσαν επαινετικά στον ώμο. Της έσφιξαν το χέρι και την κέρασαν τσίπουρο, το οποίο για πρώτη φορά ήπιε.
Πολλά άλλα συνέβησαν, όπως όταν κόντεψε να πνίξει την Όλγα στο ποτάμι, προσπαθώντας να της μάθει να κολυμπάει ή όταν αποφάσισε να κόψει τα μαλλιά της. Της είχε πάρει σχεδόν τρία χρόνια να τα μακρύνει, αλλά δεν την βόλευαν καθόλου. Μπερδεύονταν, πονούσαν στο χτένισμα, αργούσαν να στεγνώσουν μετά το πλύσιμο, κρυολογούσε και της έμπαιναν στα μάτια. Πήρε μία ψαλίδα, μία μέρα, και έκοψε την κοτσίδα της στη βάση του σβέρκου και την πούλησε στον κομμωτή να την κάνει περούκα, προς φρίκη και αγανάκτηση των υπόλοιπων της οικογενείας.
Και έτσι πέρασε ένα χρόνος, μέχρι που ήρθε ένα γράμμα από τον Αντρέα, με την είδηση ότι θα έρχονταν σε μερικές εβδομάδες.
Μόλις γύρισαν από κυνήγι και τον βρήκαν στην κουζίνα, να κάθεται περιτριγυρισμένος από τα παιδιά και τις υπόλοιπες γυναίκες, οι οποίες έστρωναν τραπέζι.
Η Ειρήνη, με τα παντελόνια της, τον χαιρέτησε μία μεγάλη αγκαλιά και πλατύ χαμόγελο.
"Καλωσόρισες! Μας έλειψες πολύ." είπε και ο Αντρέας έμεινε κόκκαλο.
"Βρε! πως έγινε αυτό!; Μπράβο βρε!"
Όταν έφαγαν, τους μοίρασε τα δώρα τους και κόντευαν να αδειάσουν τα ποτήρια τους, κάποια στιγμή που η Ειρήνη πήγε προς νερού της, συζήτησαν για αυτή.
"Πως σου φαίνεται η Ειρήνη;" ρώτησε ο Γιώργος.
"Μια χαρά. Πάχυνε, γέμισε. Ήταν πετσί και κόκκαλα. Και μιλάει κιόλας. Άλλαξε πολύ. Άλλος άνθρωπος! Μια χαρά!"
"Εγώ περίμενα να πετάξει από τη χαρά της" είπε ο Γιώργος.
"Ναι. Πολύ ψύχραιμη την είδα" συμφώνησε και ο Αντρέας, που περίμενε σκηνές και δάκρυα.
"χαχαχαχαχα" χασκογέλασε ο πατέρας.
"Τί;" απόρησε ο Αντρέας, ενώ και οι άλλοι κοιτιόνταν με νόημα.
"Νομίζω ότι μια χαρά σε ξεπέρασε. Μπορείς να είσαι ήσυχος" είπε ο παππούς και του εξιστόρησε μερικά από τα καμώματά της που ήξερε, γιατί υπήρχαν κι άλλα που δεν ήξερε. "Τουλάχιστον δεν γκαστρώθηκε" κατέληξε ο παππούς.
Στο διάστημα που ακολούθησε, η Ειρήνη δεν έδωσε καμμία σημασία στον Αντρέα ή, τουλάχιστον όχι περισσότερη από όση έδινε και στους υπόλοιπους. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που έπρεπε να συνηθίσει ο Αντρέας. Αυτό, καθώς και το γεγονός ότι πλέον μιλούσε. Χρειάστηκε να κάνει συνειδητή προσπάθεια να μην απαντάει στην Όλγα ή την Αγνή όταν του μιλούσε και του πήρε πολύ καιρό να συνηθίσει τη φωνή της, τα κοντά, πλέον, μαλλιά της και τα παντελόνια της. ην ελευθερία της.
Μία μέρα την παρατηρούσε την ώρα που εκείνη καθάριζε φασολάκια κουβεντιάζοντας με την Αγνή στη βεράντα.
"Σκασιλάρα της μεγάλη" του είπε ο πατέρας, που δούλευε δίπλα του.
"Τι;" έκανε αφηρημένα ο Αντρέας.
"Για εσένα. Σκασιλάρα της μεγάλη"
"Ναι..." είπε. Κι από μέσα του σκέφτηκε ότι τζάμπα ανησυχούσε, τελικά. Και συνέχισε τη δουλειά του σφυρίζοντας.

Και πέρασαν άλλοι τρείς μήνες μέσα στην αδιαφορία.


Δεν υπάρχουν σχόλια: