Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Μαύρο Φάντασμα - 2

Η Μάισα έμεινε έτσι αμίλητη για αρκετή ώρα, όσο οι άλλοι -εντός και εκτός του αυτοκινήτου- συζητούσαν τί θεωρητικά ήταν αυτό που ελευθέρωνε τα φαντάσματα. Ούτε που ενοχλήθηκε κανείς όταν ξαναήρθε ο μάστορας και άρχισε να επισκευάζει το αμάξωμα, με σφυριές και κοπανήματα, που κανονικά θα τρέλαιναν ένα ζώντα άνθρωπο.
Η Μάισα ρώτησε τότε τον Αλέκο, που εκείνη την ώρα έπαιζε με τη χαλαρωμένη γραβάτα του.
"Δηλαδή, με άλλα λόγια, απλά περιμένω;"
"Α, χα."
"ΟΚ...." και δεν ξαναμίλησε για δύο ημέρες. Καθόταν στο κάθισμα του οδηγού και άκουγε.
Ο Λάμπρος, από ότι άκουσε, είχε υπάρξει μαθητής και σκοτώθηκε με μηχανάκι κάνοντας σούζα. Η Φιλιώ ήταν αρραβωνιασμένη όταν σκοτώθηκε από τον αρραβωνιαστικό της σε ένα βίαιο έγκλημα πάθους και ο Νότης ήταν ο πιο πρόσφατος-μετά την ίδια τη Μάισα- που πήγε από τροχαίο γιατί δεν είχε λεφτά να αλλάξει λάστιχα και του έφυγε το αμάξι σε μία στροφή προς Πρέβεζα μετά την Αμφιλοχία, μία βροχερή μέρα. Και ωστόσο, παρόλο που ο Νότης ήταν ο πιο νέος στην παρέα, ήταν ο πρώτος που "ελευθερώθηκε". Περίεργο.
Ούτε στη μετά-θάνατο ζωή ήταν τίποτα σίγουρο.
Στις δύο αυτές ημέρες ο μάστορας άλλαξε, τελικά, το καπώ, αντικατέστησε τα σπασμένα φανάρια, ίσιωσε και έβαψε την πόρτα και έριξε και ένα σέρβις γενικό στη μηχανή. Η παρέα έρχοταν και έφευγε κατά το κέφι της, αλλά η Μάισα έμενε εκεί, στη θέση του οδηγού, ασάλευτη και βουβή.
Μόλις ολοκληρώθηκαν οι επισκευές, έστειλαν το αυτοκίνητο για πλύσιμο. Ο Λάμπρος και η Φιλιώ κάθισαν πάνω στην οροφή του αμαξιού, η μεν Φιλιώ ισιώνοντας τη φούστα της με τα πόδια στο πλάι, σε μία συντηρητική πόζα σεμνής ευπρέπειας, ο δε Λάμπρος σταυροπόδι και χαλαρός, καθώς οι στρογγυλές, αφρίζουσες  βούρτσες περνούσαν μέσα από τα αέρινα κορμιά τους. Για κάποιο λόγο το διασκέδαζαν.
Όταν βγήκε από το πλυντήριο, το αυτοκίνητο ήταν όπως πριν, λες και δεν είχε συμβεί ποτέ το ατύχημα.
"Αύριο θα το παραλάβουν" είπε ο Μάστορας, κλείνοντας την πόρτα του συνεργείου πίσω του.
Το επόμενο πρωί, άνοιξαν οι πόρτες και και μαζί με το φως του ήλιου μπήκε ο μάστορας με δύο ακόμα άτομα, τον Κώστα και τον αγοραστή. Τον ήξερε, ήταν ο Γιώργος. Από τη Λαμία ήταν ο Γιώργος; Κοίτα να δείς...
Ο μάστορας έδωσε στον Γιώργο τα κλειδιά και ο Κώστας του έδωσε κάτι χαρτιά, συμβόλαια ίσως. "Ευχαριστώ παιδιά" είπε ο Γιώργος και μπήκε στο αυτοκίνητο, αναπόφευκτα κάθοντας μέσα στη Μάισα, η οποία ούτε και τώρα κουνήθηκε από τη θέση της. Τα άλλα φαντάσματα έμειναν αποσβολωμένα καθώς η μορφή του Γιώργου σε συνδυασμό με τα μαύρα, νεγροειδή χαρακτηριστικά της Μάισας που μόνο εκείνοι μπορούσαν να δουν, έδιναν ένα εφέ σουρεαλιστικό, αλλόκοτο. Ο Γιώργος άφησε τα χαρτιά στο διπλανό κάθισμα και, αφού βολεύτηκε άπλωσε το χέρι να βάλει μπρος. Ταυτόχρονα, άπλωσε και η Μάισα το χέρι, μιμούμενη τις κινήσεις του: έκανε πως γύριζε κι εκείνη το κλειδί στη μίζα, πως έβαζε ταχύτητα και πάταγε το γκάζι, η σκιά της επικαλύπτοντας τα χέρια και τα πόδια του πραγματικού οδηγού.
Στο πίσω κάθισμα ο Νότης κάτι πήγε να πεί, αλλά ο Αλέκος του έκανε νόημα να σωπάσει. Ο Λάμπρος και η Φιλιώ από την οροφή έσκυψαν να δουν τί συμβαίνει και μόλις είδαν την παντομίμα της Μάισας, ανέβηκαν πάλι πάνω. "Θα πάρει πολύ χρόνο..." είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Λάμπρος.
Ο Αλέκος, με έναν βαθύ αναστεναγμό, πήγε πίσω μαζί με τον Νότη, αφήνοντας τη Μάισα με την ψευδαίσθηση που της άρεσε.
Ο Γιώργος οδήγησε το αυτοκίνητο έξω από το συνεργείο. Γύρισε το κεφάλι του, το ίδιο έκανε και η Μάισα, για να χαιρετήσει τον Κώστα, βγάζοντας το χέρι του από το ανοιχτό παράθυρο, το ίδιο έκανε και η Μάισα.
"Γεια χαρά, παιδιά. Τα λέμε!" είπαν και δύο φωνές μαζί, η μία ζωντανή και η άλλη ξεψυχισμένη, παίρνοντας τη στροφή και βγαίνοντας στο δρόμο.
Ο Γιώργος έβαλε ραδιόφωνο και κατευθύνθηκε στην εθνική οδό, προς Λαμία. Η Μάισα συνέχισε να μιμείται τις κινήσεις του, πράγμα εύκολο σε αυτούς τους δρόμους. Έκανε πως πατούσε το φρένο ή πως άλλαζε ταχύτητες, πως έβγαζε φλάς ή κορνάριζε. Όταν βγήκαν από την Αθήνα, όμως, ήταν πιο δύσκολο να συγχρονιστεί μαζί του. Αυτός οδηγούσε εντελώς διαφορετικά, αλλιώς έπαιρνε τις στροφές κι αλλιώς έκανε τις προσπεράσεις. Βλαστημώντας, προσπαθώντας να τον ακολουθήσει, έπιασε τον εαυτό της να τρομάζει με κάποια προσπέραση που έκανε και με τα χέρια τεντωμένα γύρισε το τιμόνι πατώντας με όλη της τη δύναμη φρένο, ενώ ο Γιώργος έκανε την προσπέραση σφυρίζοντας χαλαρά.
"Ηλίθιε!!" ήταν το μόνο που ξεστόμισε μετά το σοκ αυτό, αν και, με τον τρόπο που το είπε, ακούστηκε σαν την πιο χυδαία βρισιά του λιμανιού.
"Ξέρεις" επεσήμανε ο Αλέκος από το πίσω κάθισμα, "είσαι ήδη πεθαμένη."
"Το ξέρω! Αλλά είναι ηλίθιος!" απάντησε εκείνη, με τα χέρια στο τιμόνι και τα μάτια στο δρόμο.
Όταν είδε ένα βενζινάδικο, ο Γιώργος σταμάτησε. Μόλις βγήκε απο΄τ αυτοκίνητο, Η Μάισα κατέβασε τα χέρια από το τιμόνι και ξεφύσηξε, σαν να είχε κουραστεί από το δρόμο. Σήκωσε τα πόδια πάνω στο κάθισμα και αγκάλιασε τα γόνατά της, περιμένοντας.
'"Ελα πίσω μαζί μας" είπε ο Νότης. "Είναι καλύτερα."
"Παντού είναι καλύτερα, αλλά τί σημασία έχει αφού δεν μπορώ να αγγίξω τίποτα εκτός από τον εαυτό μου;"



2 σχόλια:

Unknown είπε...

Ψιτ, έτσι ξεκίνησα κι εγώ να γράφω σοτ blog, και κατάντησα να έχω γράψει ολόκληρο βιβλίο και να ψάχνω απεγνωσμένα για εκδότη.
Άμα συνεχίσεις έτσι σε βλέπω να καταντάς στην ουρά μαζί μου :p

Unknown είπε...

Λες;
Λες να γίνουμε διάσημοι;
Να βραβευτούμε;
Να μοιραστούμε το Νόμπελ;
ΝΑΙ!