Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Παράνοια

Μία πρόκληση που αντιμετώπισα με τον ίδιο μου τον εαυτό ήταν όταν, μέσω της εμπειρίας και της δουλειάς μου, ανακάλυψα ότι μπορώ να κάνω κάτι που μοιάζει με διάβασμα μυαλών. Με αρκετά μεγάλο ποσοστό επιτυχίας, κάποιος που έχει διαβάσει δυο-τρία πράγματα και έχει με τα μάτια του άλλα πεντέξι, βρίσκεται σε θέση να ερμηνεύσει τη διάθεση και τις προθέσεις οποιουδήποτε βρίσκεται μπροστά του, αν όχι μέσα σε μερικές ημέρες από τη γνωριμία, τότε οπωσδήποτε μέσα σε εβδομάδες.

Αλλά δεν είναι αυτή η δυσκολία και οποιοσδήποτε με δύο δράμια μυαλό και ενδιαφέρον μπορεί να το κάνει αυτό. Ούτε καν ευφυΐα δεν απαιτείται. Αυτό που με δυσκόλεψε πάρα πολύ, ήταν το να ελέγξω την γυναικεία μου τάση για έλεγχο. Και είναι πολύ εύκολο όταν βρίσκεσαι μπροστά σε παιδιά ή άνθρωπους ήδη υπάκουους να παρασυρθείς, όπως κάνουν στο στρατό, που συνηθισμένοι στην πειθαρχεία θαρρούν πως όλος ο κόσμος είναι φτιαγμένος να υπακούει όρντινα και μόλις πείς κάτι οι άλλοι έχουν ηθική υποχρέωση να το ακολουθήσουν.

Έχουν οι γυναίκες αυτή την εντύπωση ότι απλά και μόνο επειδή διαθέτουν εγκέφαλο μπορούν να ελέγξουν τη βούληση του άλλου και, σε χειρότερες περιπτώσεις, να την χειραγωγήσουν. Λένε ένα πράγμα, με σκοπό να προκαλέσουν εκείνη την αντίδραση, δέκα φορές από τις δέκα. Άντρες να το κάνουν αυτό έχω δεί πολύ λίγους, και αρκετοί από αυτούς ήταν είτε ηλίθιοι, είτε πωλητές είτε και τα δύο.

Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και για τις γυναίκες.

Μεγαλώνοντας είχα αρκετούς ανθρώπους να παίζουν, ή να επιχειρούν να παίξουν, με το μυαλό μου. Προσπαθούσαν να με κάνουν να πειθαρχήσω σε ότι εκείνοι θεωρούσαν καλό ή ηθικό ή έξυπνο με τη χειρότερη μορφή ελέγχου που είναι να προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να με πείσουν ότι ήταν για το καλό μου, τη στιγμή που κάθε άλλο παρά κρυφό ήταν πως το μόνο που ήθελαν ήταν να με "τακτοποιήσουν", να μην έχουν την έγνοια μου.

Το κακό με όλους αυτούς ήταν ότι ήταν απλώς άνθρωποι και μόνο τα μάτια τους είχαν για κριτή. Ήταν εύκολο, λοιπόν, να τους παραπλανήσει κανείς, ακόμα και ένα παιδί που δεν είχε όρεξη για τύπους και τσιριμόνιες. Τους δικούς μου δυνάστες τους τακτοποίησα με την ησυχία γιατί αυτήν έβλεπαν τα μάτια τους. Ένα ήσυχο παιδί παίρνει καλούς βαθμούς και όλοι το λένε καλό, οπότε αυτό έκανα. Τους έδωσα την πολυπόθητη ησυχία τους μέχρι να έρθει ο καιρός να πάρω τις αποφάσεις μου. Και αυτοί το έχαψαν, και όταν τελικά τις πήρα, όλοι έλεγαν "τόσο καλό παιδί, γιατί να φέρεται έτσι", γατί δεν έβλεπαν τίποτα άλλο παρά μόνο την ησυχία και θαρρούσαν ότι επειδή δεν ακουγόμουν πως τα είχα δεχτεί όλα. Με ησυχία έπαιρνα καλούς βαθμούς ώστε να αφιερώνω το χρόνο μου διαβάζοντας μόνο ότι μου έκανε ευχαρίστηση, με ησυχία έκανα τις βόλτες μου τις μοναχικές οπουδήποτε γούσταρα και με ησυχία έχτισα τη δουλειά μου έτσι ώστε και να είμαι καλή σε αυτό που κάνω αλλά και να περνάω καλά χωρίς να μου ζαλίζουν τον έρωτα με άσχετα πράγματα.

Και επειδή ήμουν έτσι "καλό" παιδί, όταν πήρα τις αποφάσεις μου ήταν σιδερένιες και χωρίς διαπραγμάτευση. Κανείς δε λέει όχι σε ένα καλό παιδί.

Ήταν τόσο εύκολο.

Εκεί που άρχισα να αμφισβητώ τον εαυτό μου ήταν όταν ήρθα σε επαφή με παιδιά. Δεν ήθελα να κάνω σε αυτές τις ψυχούλες αυτά τα τερατώδη προπαγανδίστικα πράγματα που είχαν κάνει σε εμένα οι άλλοι. Τώρα, στη δουλειά που κάνω, είναι ζωτικής σημασίας να κάνεις κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του, τουτέστιν να μελετήσει.

Τα κοιτούσα στα μάτια και ήξερα ότι με μία κουβέντα μπορούσα να τα κάνω να "τρέχουν", εκμεταλλευόμενη τις ενοχές ή τις φοβίες τους, την αγάπη τους και την χαρά τους, ανάλογα με την περίπτωση. Αλλά δεν το ήθελα αυτό. Ήταν ακριβώς αυτό το βρώμικο κόλπο που με είχε κάνει να μην πιστέψω ούτε σε γονιό ούτε σε δάσκαλο, ούτε σε φίλο ούτε σε γκόμενο.
Τα κοιτούσα στα μάτια και έριξα στα σκουπίδια όλες τις τακτικές που ήξερα, ήδη από τα δεκαοκτώ μου,  και τους έλεγα μόνο την αλήθεια, πάντα, εκτός από μια περίπτωση που έχω στη συνείδησή μου και περιμένω τον καιρό να το βγάλω από μέσα μου αυτό το φορτίο. Και το ίδιο ίσχυε και για τους γονείς, και για τους φίλους και για τα αφεντικά και για όλους.

Για να κάνω καλά τη δουλειά μου, ως δασκάλα, μάνα και σύζυγος, και για να τους πείσω να κάνουν αυτό που δεν τους άρεσε, αλλά χωρίς να παραβιάσω τις ψυχούλες τους, που τις σέρνουν από τον Άννα στον Καγιάφα ολημερίς οι ειδήμονες με τα πτυχία, ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να το κάνω αν δεν τους άρεσε αυτό που κάνουν.  Έτσι, τους έδειξα τον κόσμο όπως τον έβλεπα εγώ, σαν διασκέδαση και τέχνη και έκφραση, λάσπη και πέτρες και δρόμο, χαραμάδες στον τοίχο και σαλιγκάρια στο χόρτο. Ήξερα ότι τα χρήσιμα τους τα είχαν πεί χίλιες φορές άλλοι δάσκαλοι και γονείς, τόσο που να έχουν απηυδήσει. Ήξερα ότι αν τους έλεγα τα ίδια θα τα έχανα. Ήξερα, επίσης, ότι αν με αγαπούσαν όσο τους αγαπούσα θα έκαναν τα πάντα για πάρτη μου, ακόμα και να μελετήσουν, ακόμα και να φάνε φακές, ακόμα και να κόψουν το τσιγάρο. Και επειδή ήμουν νέα και φρέσκια, αφαίρεσα τα στολίδια μου και τα μπιζού μου, και έτσι με είδαν όπως είμαι και με αγάπησαν.

Όχι όλοι.

Δεν έπεσα πάντα μέσα στο στόχο μου, ούτε στην εκτίμησή μου. Μερικούς δεν μπόρεσα να τους πείσω.

Πολλές φορές ήταν οι γονείς που τρόμαζαν μόλις έβλεπαν το παιδί τους να χαμογελάει συχνότερα από το φυσιολογικό και το έπαιρναν για να το δώσουν σε άλλους δάσκαλους που δυναστεύουν καλύτερα. Πολλές φορές οι φίλοι δεν καταλάβαιναν γιατί οι αποφάσεις μου έδειχναν παράλογες και γιατί τον ίδιο γκόμενο που οι άλλες τον παρακαλούσαν εγώ τον είχα χειρότερο κι από μύγα στα αυτιά μου. Και είδα ότι και οι ίδιοι οι γονείς ήταν δυναστευμένα παιδιά, χαμένοι στη σύγχυση και τις υποχρεώσεις, είτε τις πραγματικές είτε του μυαλού τους. Έλεγα, κι εγώ έτσι είμαι, κι εγώ έχω αυταπάτες, κι εγώ έχω τον εαυτό μου για καλύτερο, αλλά το μόνο που ξέρω είναι αγγλικά. Ήταν περισσότεροι εκείνοι που το εκτίμησαν αυτό, οπότε μάλλον καλό ήταν, μέχρι που είδα ότι ακόμα και αυτό ήταν κόλπο κι εγώ τα σιχαίνομαι όσο τίποτα άλλο.

Τότε έπαψα να μιλάω.

Πρώτον και κύριον, σαν άνθρωπος που μόνο τα μάτια του έχει για κριτήριο, ποτέ δεν μπορούσα να ξέρω σίγουρα τί έχει ο καθένας στο μυαλό του. Μπορούσα να εκμαιεύσω αυτή η εκείνη την αντίδραση, αλλά σκέφτηκα ότι και πάλι αυτό αποτελούσε παραβίαση ψυχών, πάλι έπαιζα με μυαλά. Δεν πρέπει να εκμαιεύω αντιδράσεις. Καθόλου καλό, να χρησιμοποιείς την ειλικρίνεια με δόλο, αν και το κίνητρό δεν ήταν δολερό αλλά απλά να τα πείσω να πάρουν το πτυχίο τους, να βγούν υγειή, να προσέχουν τον εαυτό τους και να είναι αυτόνομοι, ανεξάρτητοι, να είναι καλά χωρίς να χρειάζεται να τους παρακαλάω να φαν το αυγό τους, να παίρνουν αποφάσεις με καθαρό μυαλό.

Δεύτερον, ήξερα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κουράζονται πολύ περισσότερο από ότι κουράστηκα εγώ σε όλη μου τη ζωή. Το πρωί στο σχολείο, μετά κατευθείαν στα φροντιστήρια και τις δραστηριότητες από τις 3 ως τις 10, και μετά από όλα αυτά, μελέτη μέχρι κι εγώ δεν ξέρω τί ώρα, αν είναι παιδιά. Εγώ ποτέ δεν το έκανα αυτό και δεν μπορώ να έχω τέτοιες αξιώσεις από τα παιδάκια. Και αυτούς που καταφέρνουν να το κάνουν τους αντιμετωπίζω είτε με δυσπιστία αν είναι μεγάλοι είτε με μεγάλη προσοχή αν είναι παιδιά, γιατί εκεί που δεν το περιμένεις σου πετάνε κάτι μιλιταριστικά που αναρωτιέσαι αν τα εννοούν ή αν βαράνε προσοχή και στον ύπνο τους ή αν από μέσα τους σπαρταράνε σαν το ψάρι.

Τότε, πάνω στην ώρα ήρθαν τα χρόνια και πήραν την φρεσκάδα μου. Αντί για αυτό μου έδωσαν κάτι πολύ πιο χρήσιμο, την επικοινωνιακή αμεσότητα. Είδα ότι μπορούσα να πω ένα πράγμα και αυτό να το θυμούνται για πάντα, αρκεί μόνο να τα κοιτάω στα μάτια χωρίς σκοπιμότητα. Χωρίς να μιλήσω για υποχρεώσεις ή πρέπει, τους έλεγα για τον υποθετικό λόγο ή για τη βρώμη ή οτιδήποτε άλλο, αφήνοντας το μυαλό τους ελεύθερο να κάνει με αυτό ότι θέλει, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καθενός.

Η τέχνη του να δίνεις τη σωστή πληροφορία στο σωστό άνθρωπο τη σωστή στιγμή, όμως, είναι κι αυτή ακόμα άλλο ένα κόλπο.

Κι έτσι έχω καταλήξει, πια, όταν μιλάνε οι άνθρωποι να κοιτάω κάτω και να μη δίνω απολύτως καμμία πληροφορία αν δε με ρωτήσουν. Στις ιστορίες που μου λένε, δε σχολιάζω εκτός από ένα "τι λές; αλήθεια;" που ακόμα και αυτό δεν κρατιέμαι μερικές φορές και το λέω με σκοπιμότητα εκείνη ή την άλλη στιγμή, με αυτό ή εκείνο το ύφος κάνοντας τους ανθρώπους να μου απολογούνται χωρίς εγώ να πω κουβέντα.

 Παράνοια.


Δεν υπάρχουν σχόλια: